Του Αθανάσιου Παπανδρονόπουλου
Όπως μας έλεγε προσφάτως ο Έλληνας Επίτροπος, κ. Σταύρος Δήμας, είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) εναποθέτει πολλές ελπίδες στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Θεωρεί ότι είναι ευέλικτες, καινοτόμες και αρκετά τολμηρές όταν κινούνται και αναπτύσσονται σε ευνοϊκό για τις δραστηριότητές τους περιβάλλον. Γι' αυτό, μέσω αρκετών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, η Ε.Ε. έχει όλη την καλή θέληση να ενισχύσει τις πρωτοβουλίες τους και, βεβαίως, να τονώσει την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. «Η απασχόληση εξαρτάται πλέον από το επιχειρείν», υπογραμμίζει ο κ. Στ. Δήμας και δεν έχει άδικο. Ποια είναι, όμως, η κατάσταση στην Ελλάδα; Η ελληνική ΜΜΕ οδηγείται σε αργή αλλά σταθερή εξαφάνιση. Αυτό, από πολιτικής και κοινωνικής πλευράς, είναι ένα πολυσήμαντο γεγονός, το οποίο θα έχει, βεβαίως, και οδυνηρές οικονομικές επιπτώσεις. Διότι, με σπασμένη την οικονομική σπονδυλική της στήλη, η Ελλάδα θα βρεθεί μπροστά σε νέα προβλήματα, με ποικίλες κοινωνικές προεκτάσεις. Γιατί, όμως, οι ελληνικές ΜΜΕ οδηγούνται στο να γίνουν είδος υπό εξαφάνιση; Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Διότι δεν συμμετέχουν ούτε στην οικοδόμηση της νέας ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, ούτε στα κοινοτικά προγράμματα ενισχύσεως της τεχνολογικής τους υποδομής, ούτε στις πανευρωπαϊκές προσπάθειες που γίνονται για τη δημιουργία ευρωπαϊκών ΜΜΕ αιχμής. Υπό αυτές τις συνθήκες και όπως προκύπτει από κοινοτικές έρευνες και συγκρίσεις (benchmarking), η συμμετοχή των ελληνικών ΜΜΕ σε ευρωπαϊκά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης είναι μηδαμινή, ενώ ταυτόχρονα εντυπωσιάζει και η σχεδόν παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για θέματα όπως η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού τεχνολογικού και ερευνητικού χώρου. Πέρα, όμως, από αυτές τις δυσάρεστες διαπιστώσεις -στις οποίες οδηγούν ευρωπαϊκές έρευνες που πρόσφατα παρουσιάστηκαν στην Αθήνα- η Ελλάδα, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υστερεί απελπιστικά και στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, ειδικότερα στους αποκαλούμενους νέους τομείς της οικονομίας. Κύρια δε αιτία αυτής της εγγενούς αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας είναι η εγχώρια γραφειοκρατία. Όπως μας υπογράμμισε κορυφαίος κοινοτικός παράγοντας που ασχολείται με τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), «η ελληνική γραφειοκρατία αποτελεί για τη χώρα το σοβαρότερο επενδυτικό αντικίνητρο καθώς και το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Κατά συνέπεια, αν δεν ληφθούν γρήγορα ριζικά μέτρα, οι νέοι επιχειρηματίες που τόσο χρειάζεται η χώρα, θα αρχίσουν να αναζητούν καλύτερη τύχη στις άλλες χώρες της Ε.Ε., όπου η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη». Αποκαλυπτικά είναι, από την άποψη αυτή, τα τελευταία στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε στις χώρες-μέλη η Επιτροπή και η οποία αφορούσε ακριβώς την καταγραφή των γραφειοκρατικών συνθηκών που εμποδίζουν, στο χώρο της Ε.Ε., τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, η Ελλάδα κατέχει τα σκήπτρα στην Ε.Ε., με ό,τι αυτή της η επίδοση συνεπάγεται για την οικονομία, την απασχόληση και τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού ιστού. Έτσι, στη χώρα μας, ένας νέος που θα επιθυμούσε να αναλάβει επιχειρηματική δράση και να ιδρύσει, λόγου χάρη, μία επιχείρηση πληροφορικής και γενικά υψηλής τεχνολογίας, θα πρέπει να χάσει 66 εργάσιμες ημέρες σε ουρές δημόσιων υπηρεσιών, θα δαπανήσει 5.560 ευρώ, δηλαδή το μισό εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα, και θα χρειαστεί να συμπληρώσει κάπου 70 έγγραφα. Αντίθετα, αν ο νέος Έλληνας επιχειρηματίας πάει στην Ιρλανδία, σε 20 ημέρες θα έχει όλα τα απαιτούμενα έγγραφα στα χέρια του, έχοντας δαπανήσει μετά βίας 290 ευρώ. Στη Βρετανία, για να ιδρυθεί μία τεχνολογική επιχείρηση, απαιτούνται επτά άδειες και η απόκτησή τους κοστίζει 7 ημέρες σε χρόνο και 120 ευρώ σε χρήμα. Στο Βέλγιο, μία επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας πρέπει να πάρει τέσσερις άδειες, να εγγραφεί στο Εμπορική Μητρώο και να δαπανήσει 510 ευρώ. Έξι είναι οι άδειες που απαιτούνται στην Ολλανδία και ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας έχει ξεμπερδέψει με τις τυπικές διαδικασίες σε 8 ημέρες το πολύ. Όσο για το κόστος που πρέπει να καταβάλει δεν ξεπερνά τα 400 ευρώ. Οι πιο γραφειοκρατικές χώρες στην Ευρώπη, μετά την Ελλάδα, είναι η Γαλλία και η Αυστρία, όπου οι απαιτούμενες άδειες είναι αντίστοιχα 16 και 12. Ωστόσο, στις χώρες αυτές έχουν ήδη δρομολογηθεί γενναίες μεταρρυθμίσεις για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα δε στους νέους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα τρία τελευταία χρόνια περισσότεροι από 8.000 Γάλλοι νέοι επιχειρηματίες εγκαταλείπουν την χώρα τους για να εγκατασταθούν στην Αγγλία, την Ολλανδία, στην Ιρλανδία και στο μακρινό αλλά γαλλόφωνο Κεμπέκ του Καναδά. Κατά τον καθηγητή Κλοντ Λανζάκ, σύμβουλο της Γαλλικής Ομοσπονδίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, η φυγή Γάλλων νέων επιχειρηματιών προς τον Καναδά εξηγείται και από το θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει στη χώρα αυτή για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων και την προώθηση της επιχειρηματικότητας των νέων. Πράγματι, στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι για να εγκατασταθεί μία επιχείρηση στον Καναδά απαιτούνται μόνον δύο άδειες, τις οποίες ο επίδοξος επιχειρηματίας αποκτά σε δυο-τρεις ημέρες, με κόστος 460 ευρώ. Στις ΗΠΑ, για να ιδρυθεί μία επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας, απαιτούνται τέσσερις άδειες, οι οποίες χορηγούνται σε επτά ημέρες έναντι 260 δολαρίων. Κατά συνέπεια, δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς από τη σφύζουσα νέα βορειοαμερικανική επιχειρηματικότητα και τον εντυπωσιακό προσανατολισμό της στους τομείς της νέας οικονομίας. «Ο νεωτερισμός», μας λέει ο Αμερικανός καθηγητής Ίργουιν Στέλτζερ, «αποτελεί το κλειδί για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου σε μία χώρα, ενώ ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι το εργαλείο ώστε να υπάρξει ταχεία ροπή προς τις καινοτομίες. Αυτή είναι μία πρόσφατη θεωρητική αλλά και πρακτική διαπίστωση πολλών οικονομολόγων, η οποία υπαγορεύει και τη δημιουργία σοβαρών κινήτρων για ίδρυση νέων επιχειρήσεων». Επιχειρήσεις οι οποίες, όπως μας έλεγε πρόσφατα ο πρώην Βέλγος Επίτροπος κ. Φιλίπ Μπουσκέν, υπεύθυνος για την Έρευνα και Ανάπτυξη, ενσωματώνουν σε μεγάλο βαθμό στις λειτουργίες και τις δράσεις τους την γνώση και τη μετατρέπουν σε συντελεστή παραγωγής πλούτου. Άρα, οι νέες επιχειρήσεις είναι στενά συνδεδεμένες και με το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Η Ελλάδα, πέρα από τα γραφειοκρατικά αντικίνητρα που αποθαρρύνουν νέους και παλαιότερους επιχειρηματίες να επενδύσουν και να καινοτομήσουν, είναι ουραγός στην Ευρώπη και στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, ο οποίος επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Έτσι, ενώ στην Ε.Ε. ο μέσος όρος των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αντιπροσωπεύει το 1,75% των δημοσίων δαπανών, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 0,8%. Πολύ χαμηλή είναι επίσης στη χώρα μας η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, με αποτέλεσμα οι νέοι που μπαίνουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον τους. Ακόμα χειρότερα, οι νέοι αυτοί, σε μία απελευθερωμένη αγορά εργασίας στην Ευρώπη, δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και δυνατότητες με τους αντίστοιχους νέους άλλων χωρών μελών. Έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες, οι «ανησυχούντες» για το μέλλον της ελληνικής παιδείας καλά θα έκαναν να δουν τα πραγματικά προβλήματα και τις επιπτώσεις τους κατάματα και όχι να παραπλανούν τους πολίτες με μεταφυσικές αερολογίες και τους γνωστούς εξυπνακισμούς. Όσο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ας προσπαθήσουν, έστω και την εσχάτη ώρα, να αφυπνισθούν από μόνες τους. Διότι, αν περιμένουν σωτηρία από την πολιτεία, όπως μας λένε πολλοί εκπρόσωποί τους, τότε, κατά την έκφραση του Κέϋνς, τα ελληνικά νεκροταφεία θα γεμίσουν με μικρομεσαίους επιχειρηματίες. (Από τη Ναυτεμπορική, 8/4/05)