Ο Τζιούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti) έσβησε την Δευτέρα 6 Μαΐου σε ηλικία 94 ετών, στην κατοικία του στην Ρώμη. Η εξόδιος ακολουθία έγινε την επομένη. Υπήρξε ο διασημότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή μεταπολεμικός Ιταλός κρατικός λειτουργός. Επτά φορές πρωθυπουργός, τριάντα τέσσερις φορές υπουργός και υφυπουργός. Πρώτο του αξίωμα: το υπουργείο οικονομικών στην προσωρινή κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Αλτσίντε Ντε Γκάσπερι (Alcidede Gasperi), το 1946.

Ο Τζιούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti) έσβησε την Δευτέρα 6 Μαΐου σε ηλικία 94 ετών, στην κατοικία του στην Ρώμη. Η εξόδιος ακολουθία έγινε την επομένη. Υπήρξε ο διασημότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή μεταπολεμικός Ιταλός κρατικός λειτουργός. Επτά φορές πρωθυπουργός, τριάντα τέσσερις φορές υπουργός και υφυπουργός. Πρώτο του αξίωμα: το υπουργείο οικονομικών στην προσωρινή κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Αλτσίντε Ντε Γκάσπερι (Alcidede Gasperi), το 1946. Το τελευταίο: τον Ιούνιο του 1992, όταν υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του, με την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας της. «Όπως δεν υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι, δεν υπάρχει ιταλική κυβέρνηση χωρίς τον Αντρεότι», χλεύαζε ο Τοτό (Totò) ο διασημότερος Ιταλός κωμικός.

Αδιάλειπτα μέλος του ιταλικού κοινοβουλίου από το 1948, αρχικά ως βουλευτής και στη συνέχεια ως ισόβιος γερουσιαστής από το 1991, ο Αντρεότι επιβίωσε από τριάντα εξεταστικές επιτροπές και δεν καταδικάστηκε ποτέ. Ούτε καν στη δίκη του για συμμετοχή στην μαφία, κατηγορία για την οποία κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον Οκτώβριο του 1999 αλλά στις 15 Οκτωβρίου 2004 αθωώθηκε οριστικά, τουλάχιστο για τα συμβάντα μετά το 1980 (τα προηγούμενα είχαν παραγραφεί). Στις 27 Μαρτίου 1993, είχε ανακοινώσει ο ίδιος πως είχε τεθεί υπό δικαστική εξέταση μετά τις καταγγελίες εναντίον του εκ μέρους ορισμένων «μεταμεληθέντων» μαφιόζων που συνεργάζονταν με τις δικαστικές αρχές. «Πρόκειται περί παραδόξων καταγγελιών.Η τελευταία μου κυβέρνηση ήταν εκείνη που ψήφισε τους αυστηρότερους νόμους κατά της μαφίας. Το τελευταίο πράγμα για το οποίο μπορώ να κατηγορηθώ είναι πως συμμετείχα στην οργάνωση αυτή», θα δηλώσει στην απολογία του, καταρρίπτοντας τις κατηγορίες μία προς μία και κάνοντας επίδειξη ενός κολοσσιαίου μνημονικού. Συμπεριλαμβανομένου του περίφημου «φιλιού» που αντάλλαξε το 1987 στο Παλέρμο με τον πιο τρομερό «νονό» της Ιταλίας, τον διαβόητο Τότο Ρίνα (Toto Riina) που τον αναζητούσε ολόκληρη η ιταλική αστυνομία.Μια κίνηση που είχε συγκλονίσει ολόκληρη την Ιταλία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ατέρμονος δικαστικής διαδικασίας ο Αντρεότι υπεραμύνθηκε της αθωότητάς του με σπάνια ορμητικότητα, μιλώντας για «κατασκευασμένο» κατηγορητήριο για «άθλια επιχείρηση αμαύρωσης της εικόνας μου, και μαζί ολόκληρης της Ιταλίας»... «Έχω τη συνείδηση ήσυχη διότι γνωρίζω πως πάνω από μας υπάρχει ένα άλλο αλάνθαστο δικαστήριο, αυτό του Θεού».

Η δολοφονία του διώκτη της μαφίας δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε (Giovanni Falcone) στις 23 Μαΐου 1992 του έκλεισε άπαξ δια παντός το δρόμο για το μέγαρο του Κιριναλίου. Πολλές σκιές βάραιναν τη ζωή του, πολλά ανομολόγητα μυστικά, πολλές κρυμμένες συνωμοσίες.Από το φιάσκο του πραξικοπήματος του πρίγκιπα Τζούνο Βαλέριο Μποργκέζε (Juno Valerio Borghese) το 1970, ως τις σχέσεις του με τον απατεώνα Μικέλε Σιντόνα (Michele Sindona) που τον είχε αποκαλέσει «σωτήρα της λιρέτας» πριν το τραπεζικό κραχ του 1976 και την αταλάντευτη άρνησή του να διαπραγματευθεί με τις «ερυθρές ταξιαρχίες» κατά την διάρκεια της απαγωγής του 'Αλντο Μόρο ( Aldo  Moro) που γέννησε υποψίες πως στην πραγματικότητα επιδίωκε την εκτέλεση του προέδρου της «χριστιανικής δημοκρατίας». Από τη διατεταγμένη δολοφονία το 1979 του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι (Mino Pecorelli) ή ενός δάσκαλου μουσικής που γνώριζε πολλά για τον ίδιο (το 2003 αθωώθηκε οριστικά από την κατηγορία πως ήταν ο εντολοδόχος της δολοφονίας του), ως την δολοφονία το 1992 από την μαφία του κυβερνήτη του στην Σικελία, του βουλευτή Σάλβο Λίμα(SalvoLima),πράξη που συχνά χαρακτηρίστηκε ως η «επικύρωση» της συμφωνίας συνεργασίας του με το «χταπόδι» (τη μαφία). «Όταν πεθάνει ο Αντρεότι, θα ανοίξουν την καμπούρα του και μέσα θα βρούμε όλα τα μυστικά της δημοκρατίας», αναφώνησε κάποτε ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο ( Beppe  Grillo). Αντ' αυτού, το κοινοβούλιο επέλεξε ως πρόεδρο της δημοκρατίας έναν αριστερό δικαστή, τον Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο ( Oscar  Luigi  Scalfaro).

Με τα προσωνύμια «Βελζεβούλ» -που το εμπνεύστηκε ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπετίνο Κράξι (Bettino Craxi)- αλλά και «θείος» («IlDivo»), «μολόχ», «σφίγγα», «μαύρος πάπας» ή ακόμα και «θείος Τζιούλιο» (σύμφωνα με την ιδιόλεκτο της μαφίας), ο Τζιούλιο Αντρεότι υπήρξε ο πιο αμφιλεγόμενος και γελοιογραφημένος πολιτικός του τελευταίου μισού αιώνα. Διάσημα υπήρξαν η περίφημη καμπούρα του, το καυστικό του χιούμορ, ο παγερός κυνισμός του. «Δεν τον είδα ποτέ να αγκαλιάζει κανένα», απορούσε ο πρώην πρόεδρος Φραντσέσκο Κοσίγκα (Francesco Cossiga). Όταν οι κατηγορίες εναντίον του γίνονταν πολύ πειστικές, είχε τη συνήθεια να λέει, με ήπια, βελούδινη φωνή: «θα συμβουλευτώ το αρχείο μου». Ουδέποτε διέψευσε κάποια επίθεση εναντίον του: «αυτό θα σήμαινε διπλασιασμό των πληροφοριών»,έλεγε σχετικά. Στη δίκη του, ο δημοσιογράφος Ίντρο Μοντανέλι (Indro Montanelli) τον περιέγραψε ως κάποιον «εντελώς αποστασιοποιημένο και απαθή ακόμα και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, για τον οποίο μιλούσε λες κι ήταν κάποιος μακρινός συγγενής, η τύχη του οποίου λίγο τον ενδιέφερε».

Σε αντίθεση με τόσο πολλούς πολιτικούς, ο Τζιούλιο Αντρεότι δεν έτρεφε κανένα ενδιαφέρον για το χρήμα -ή τις γυναίκες. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η εξουσία, για την οποία έλεγε, παραφράζοντας τον Ταλεϊράνδο (Talleyrand), πως «η εξουσία φθείρει μόνο όσους δεν την κατέχουν». Μάλιστα δεν δίστασε να τιτλοφορήσει έτσι κάποιο από τα βιβλία του που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1990, ένα από τα 39 που συνέγραψε κατά τη μακρά πολιτική του διαδρομή.

Ο άνθρωπος του πάπα

Ο Τζιούλιο Αντρεότι γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1919 στο Σένι μια κωμόπολη του Λάτιο. Όταν ήταν 3 ετών πέθανε ο πατέρας του, πολυτραυματίας του Α' παγκοσμίου πολέμου. Η μητέρα του Ρόζα Φαλέσκα (Rosa Falesca) τον μεγάλωσε μέσα στην φτώχεια, φροντίζοντας όμως να λάβει μια βαθιά ρωμαιοκαθολική παιδεία. Από πολύ νέος συμμετείχε στην εκκλησιαστική χορωδία και δεν έχανε ποτέ τη θεία λειτουργία. Διακρίνεται για την υπομονή του, την μεθοδικότητά και την οργανωτικότητά του. Δεν εξωτερικεύεται εύκολα,αλλά είναι οξύνους. Σε ηλικία 10 ετών παθαίνει τις πρώτες του ημικρανίες, από τις οποίες δεν θα απαλλαγεί ποτέ.Ο πρώτος του δάσκαλος είναι ένας ιερέας, ο δον Τζουζέπε (Giuseppe), που θα γίνει σύντομα η πατρική φιγούρα της ζωής του. Σε ηλικία 18 ετών θα ενταχθεί στην «ρωμαιοκαθολική πανεπιστημιακή ομοσπονδία της Ιταλίας» (FUCI), ένα από τα προπύργια του ιταλικού αντιφασισμού, που εμπνέεται από το έργο του θεολόγου Ζαν Μαριτάν (Jacques Maritain). Το 1943 συνδέεται με έναν βιβλιοθηκάριο του Βατικανό, κάποιον Αλτσίντε Ντε Γκάσπερι, που θα τον βοηθήσει να εκλεγεί στο εθνικό συμβούλιο της εκτός νόμου «χριστιανικής δημοκρατίας» (DC). Όταν αργότερα ο Ντε Γκάσπερι θα σχηματίσει την πρώτη του κυβέρνηση, το 1945, θα τον καλέσει κοντά του.

OΤζιούλιο Αντρεότι καλλιέργησε όλη του τη ζωή,σε βαθμό πλήρους αφιέρωσης,την θρησκευτική ατμόσφαιρα από την οποία είχε εμποτισθεί από τα παιδικά του χρόνια. Η ζωή του ήταν απλή και λιτή. Κάθε πρωί στις 6:30 το πρωί συμμετείχε στη θεία λειτουργία στον ιερό ναό του αγίου Ιωάννη του βαπτιστή, δύο βήματα από το σπίτι του, απέναντι από το Βατικανό, στην άλλη όχθη του Τίβερη. Στη συνέχεια όδευε προς το γραφείο του, με ολιγάριθμη συνοδεία. Η Βικέντια Ενέα (Vincenza Enea), η ισόβια γραμματέας του, ρύθμιζε την ροή των πολιτικών του φίλων που αναζητούσαν ένα ρουσφέτι, μια σύσταση, μια δουλειά. Αυτή η ισχυρή και αόρατη γυναίκα ήταν ο απόλυτος αφέντης σε αυτό το κέντρο της εξουσίας,τα αρχεία του οποίου τόσο πολλούς έκαναν να τρέμουν.

Ο Τζιούλιο Αντρεότι διατηρούσε προνομιακές σχέσεις με το Βατικανό: «είναι ο άνθρωπος του πάπα Μοντίνι» είπε κάποτε γι' αυτόν ο Φραντσέσκο Κοσίγκα. Η θρησκευτική του αφοσίωση, ο υποδειγματικός τρόπος ζωής του,αλλά και οι σπουδαίες του ικανότητες τον ανάδειξαν σε μια ακλόνητη πολιτική αναφορά της Αγίας Έδρας. Στενές ήταν οι σχέσεις του με το ιταλικό ιερατείο. Εντός της DC συμμετείχε σε ένα δεξιό πολιτικό ρεύμα, που είχε την υποστήριξη της «θρησκόληπτης» (σύμφωνα με την εφημερίδα «λα κρουά») οργάνωσης «ευχαριστία και απελευθέρωση» που υποστήριζε ενεργά την πολιτική παρουσία του Αντρεότι.

Παγερή ειρωνεία

Στην ιστορία το όνομά του θα καταγραφεί ως συνώνυμο της DC και της εξουσίας που άσκησε στην Ιταλία επί μισό αιώνα. Στη διεθνή σκηνή, ο πραγματιστής Τζιούλιο Αντρεότι θεωρούσε ανέφικτη την επανένωση των δύο Γερμανιών, που τη θεωρούσε απειλή για την ειρήνη στην Ευρώπη. Παρά την αντιπαλότητά του με το «ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα» (PCI) συνεργάστηκε με το σοβιετικό καθεστώς και αποδέχτηκε την ύπαρξη του «σιδηρούν παραπετάσματος». Το 1990, αυτός ο μέγας τακτικιστής αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως μεταπολεμικά είχε οργανώσει το δίκτυο «γκλάντιο», την ιταλική εκδοχή του νατοϊκού προγράμματος «στέι μπιχάιντ» που είχε σκοπό την οργάνωση της άμυνας κατά της πιθανής εισβολής κρατών-μελών του ΝΑΤΟ από τα κράτη-μέλη του «συμφώνου της Βαρσοβίας».

Διατηρούσε βαθιές φιλίες στον αραβικό κόσμο, ιδίως με τον Γιάσερ Αραφάτ (Yasser Arafat), για τον οποίο καμάρωνε πως «είναι ο άνθρωπος που τον ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο» και δεν δίσταζε να διακηρύσσει πόσο «χαρισματικός» ήταν. Αυτές οι σχέσεις του ήγειραν ουκ ολίγες υποψίες πέραν του Ατλαντικού, σε βαθμό που ο ίδιος να θεωρεί «μικροπρεπή εκδίκηση της CIA» το ότι ο «μεταμεληθείς» μαφιόζος Τομάζο Μπουσκέτα (Tommaso Buscetta) τον ανέμειξε στην δραστηριότητες της μαφίας, άρτι μάλιστα εκδοθείς από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τον συνέδεε βαθιά φιλία με τον Φεντερίκο Φελίνι (Federico Fellini). Οι δυο τους συνέκριναν τις επιτυχίες τους και αντάλλασσαν ευχαρίστως αστεϊσμούς. Όταν ο Αντρεότι έγινε 72 ετών, ο Φελίνι του χάρισε μια γελοιογραφία του που τον απεικόνιζε ως πάπα και με το εξής σχόλιο:«αν και ο θρόνος δεν χήρεψε ακόμα, αποδέχομαι ευχαρίστως τις ευλογίες σου».

Ως την τελευταία του πνοή, ποτέ του δεν έχασε την αίσθηση της παγερής ειρωνείας: «ο παράδεισος μπορεί να περιμένει»,δήλωσε τον Οκτώβριο του 2011, όταν κυκλοφόρησαν φήμες πως είχε πεθάνει. «Ο Θεός μου επέτρεψε να παίξω παράταση».

(μετάφραση από www.ppol.gr)