Μπορεί η Ευρώπη να επιδιώκει την ασφαλή τροφοδοσία της με φυσικό αέριο από διαφορετικές πηγές, ωστόσο, στη συγκεκριμένη εσωτερική αγορά έχουν επέλθει σοβαρές ανατροπές, που θέτουν εν αμφιβόλω τις επενδύσεις σε όλη την αλυσίδα του φυσικού αερίου, καθώς δεν προβλέπεται αύξηση της ζήτησης ως τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας. Αντίθετα, η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, η οικονομική κρίση, η αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών, καθώς και οι υψηλές τιμές του προϊόντος έχουν οδηγήσει στην καταρράκωση της κατανάλωσης, που απέχει πολύ από τα επίπεδα του «χρυσού» 2010.

Μπορεί η Ευρώπη να επιδιώκει την ασφαλή τροφοδοσία της με φυσικό αέριο από διαφορετικές πηγές, ωστόσο, στη συγκεκριμένη εσωτερική αγορά έχουν επέλθει σοβαρές ανατροπές, που θέτουν εν αμφιβόλω τις επενδύσεις σε όλη την αλυσίδα του φυσικού αερίου, καθώς δεν προβλέπεται αύξηση της ζήτησης ως τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας. Αντίθετα, η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, η οικονομική κρίση, η αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών, καθώς και οι υψηλές τιμές του προϊόντος έχουν οδηγήσει στην καταρράκωση της κατανάλωσης, που απέχει πολύ από τα επίπεδα του «χρυσού» 2010.

Από τα 567 δισ. κ.μ. που καταναλώθηκαν το συγκεκριμένο έτος έχουν περιορισθεί το 2012 στα 500 δισ. κ.μ. για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, με συνέπεια να έχουν απολεσθεί κέρδη 10 ετών, ενώ σε ορισμένες χώρες, όπως η Βρετανία, η ζήτηση έχει γυρίσει σε επίπεδα προ 1995. Η κατάσταση φαίνεται να έχει πάρει δραματικό χαρακτήρα, καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρίες φυσικού αερίου διερωτώνται, πότε θα επιστρέψει η κατανάλωση στα επίπεδα-ρεκόρ του 2010, «παγώνοντας» επί της ουσίας επενδυτικές πρωτοβουλίες στον τομέα αυτό.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ( IEA) επισημαίνει ότι είχε προειδοποιήσει από το 2011 ότι η αύξηση της ζήτησης κατά 8% το 2010 ήταν μια ψευδαίσθηση. Το μισό από αυτήν την αύξηση προέκυψε, τονίζει, από τον πολύ ψυχρό χειμώνα εκείνου του έτους, ενώ τον αμέσως επόμενο, που ήταν πιο ήπιος, η κατανάλωση έπεσε κατά 8%. Βοήθησε, βέβαια, σε αυτό, η προϊούσα οικονομική κρίση και οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου. Η ίδια εικόνα συνεχίσθηκε και το 2012, με την κατανάλωση να μειώνεται κατά 2%.

Ωστόσο, πριν από πέντε χρόνια επικρατούσε πανευρωπαϊκά αίσθηση ευφορίας για τη μελλοντική αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου. Τα περισσότερα σενάρια που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας υπερθεμάτιζαν για την έκρηξη της ζήτησης στα 600 δισ. κ.μ. το 2015 και στα 700 δισ. κ.μ. το 2030, ζήτηση την οποία εκτιμούσαν ότι θα τροχιοδρομούσε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μονάδες φυσικού αερίου φιλοδοξούσαν να επωφεληθούν από τις χαμηλότερες εκπομπές CO2, συγκρινόμενες με τον άνθρακα και τη συμπληρωματικότητα τους με τις ΑΠΕ. Τι θα ανέκοπτε αυτήν την ανάπτυξη; Η ισχυρή ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας ή των ΑΠΕ ή και των δύο μαζί, σε συνδυασμό με βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης και μάλιστα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, μετά το 2020.

Η IEA θεωρεί ότι η ανάκαμψη της ζήτησης φυσικού αερίου στα επίπεδα του 2010 δεν προβλέπεται να προκύψει ως τα τέλη της δεκαετίας που διανύουμε. Η ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής κατανάλωσης φυσικού αερίου, δηλαδή, ο οικιακός και εμπορικός τομέας, που αντιπροσωπεύουν μερίδιο 38-40% της αγοράς, φαίνεται απίθανο να δώσει τεράστια κέρδη, λέει η IEA. Κι αυτό γιατί ούτε αύξηση του πληθυσμού αναμένεται, κι επιπλέον, η ευρωπαϊκή κατεύθυνση είναι να βελτιωθεί η ενεργειακή απόδοση, άρα να επέλθει εξοικονόμηση ενέργειας. Σε αυτά να προστεθούν και οι απαγορευτικές τιμές του φυσικού αερίου, που ελέω οικονομικής κρίσης, αναγκάζουν τους καταναλωτές να μειώνουν τους θερμοστάτες στα σπίτια τους. Μόνον αν οι χειμώνες γίνουν πιο ψυχροί υπάρχει ελπίδα για μικρά, όμως, κέρδη σε αυτόν τομέα. Διαφορετικά, οι εταιρίες φυσικού αερίου μπορούν να προσβλέπουν σε μια σταθεροποίηση.

Το τοπίο επιβαρύνεται και από τη βιομηχανία. Οι παραγωγικοί δείκτες στον τομέα της μεταποίησης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι σε επίπεδα κάτω του 2007, το οποίο μεταφράζεται σε ακόμη χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι τρεις έως τέσσερις φορές ακριβότερες από τις ΗΠΑ, καθιστώντας έτσι ευρωπαϊκούς βιομηχανικούς τομείς, όπως, τα λιπάσματα και τα χημικά, μη ανταγωνιστικούς. Η IEA θεωρεί απίθανη την προοπτική, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, να βελτιωθούν τα πράγματα στην οικονομία της Ευρώπης και να μειωθούν οι τιμές του φυσικού αερίου.

Δύσκολα, επίσης, εμφανίζονται τα πράγματα και στην παραγωγή ενέργειας. Οι μονάδες φυσικού αερίου υποφέρουν όχι μόνον από τη χαμηλή ζήτηση ηλεκτρισμού, αλλά και τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ. Μόνον στο 9μηνο του 2012 καταγράφηκε αύξηση κατά 30% των ΑΠΕ στην Ευρώπη. Το οξύμωρο, μάλιστα είναι, ότι στις ΗΠΑ οι φθηνές τιμές του φυσικού αερίου οδήγησαν στην απ-ανθρακοποίηση, με συνέπεια το πλεόνασμα αυτό να εξάγεται σήμερα στην Ευρώπη και δη στη Γερμανία, η οποία έσπευσε να ανακοινώσει την αποπυρηνικοποίηση της, και σήμερα κάνει αθρόες εισαγωγές άνθρακα από τις ΗΠΑ, για να τροφοδοτήσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία του 2001, μετά το 2015 θα πρέπει να παροπλιστούν μονάδες που καίνε άνθρακα, όπως και πυρηνικά εργοστάσια, ως το τέλος αυτής της δεκαετίας. Το αν αυτό το γεγονός, υπογραμμίζει η IEA, θα οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου θα εξαρτηθεί από το πώς θα καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Μπορεί κάποτε, επισημαίνει η IEA, το φυσικό αέριο να ήταν πρώτο στη ζήτηση για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τώρα, όμως, οι παραγωγοί εμφανίζονται απρόθυμοι ν επενδύσουν σε μονάδες φυσικού αερίου, αν πρόκειται να λειτουργήσουν μόνον μερικές εκατοντάδες ώρες το χρόνο. Το παράδειγμα της Ιταλίας στο Νότο είναι χαρακτηριστικό.

Με αυτά τα δεδομένα η IEA καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχουν πληθύνει οι αβεβαιότητες για όσους επενδύουν σε όλη την αλυσίδα του φυσικού αερίου, κάτι, όμως, που επηρεάζει δραματικά το μέλλον της ασφάλειας εφοδιασμού της ίδιας της Ευρώπης.