Του Κ. Ν. Σταμπολή
Τους τελευταίους 18 μήνες οι διεθνείς τιμές πετρελαίου, με μικρές μόνο περιόδους ανάπαυλας, ανατιμώνται διαρκώς. Την περασμένη εβδομάδα έφθασαν στα ιστορικά υψηλά επίπεδα των 58 δολ. το βαρέλι στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων σε Ν. Υόρκη και Λονδίνο, αντιπροσωπεύοντας μία αύξηση 130% σε σχέση με τις τιμές που ίσχυαν τον Οκτώβριο του 2003. Οι λόγοι που οδηγούν την ανοδική τους πορεία είναι πολλοί και σύνθετοι έχουν όμως κοινό χαρακτηριστικό την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, κυρίως λόγω της ανόδου στην κατανάλωση που σημειώνεται σε Κίνα και Ινδία οι οποίες, σταδιακά μετατρέπονται από αγροτικές μέχρι τώρα οικονομίες που ήσαν σε βιομηχανικές-καταναλωτικές. Παράλληλα η ζήτηση παραμένει σταθερά υψηλή σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη οι οποίες επιπλέον, κυρίως οι ΗΠΑ, αυξάνουν σταθερά τα αποθέματά τους. Ένας σοβαρός λόγος που συντελεί στην ανάγκη αύξησης των αποθεμάτων και πιέζει την ζήτηση είναι η συνεχιζόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην Μ. Ανατολή. Παράλληλα, ο τρόπος καθορισμού των διεθνών τιμών μέσω των χρηματιστηριακών αγορών, συμβάλλει στην κερδοσκοπία η οποία δρα μέσω της προαγοράς παράγωγων προϊόντων πετρελαίου (oil futures). Η προεξόφληση υψηλών ή χαμηλών τιμών από τους παίκτες αποφέρει υψηλά κέρδη και συμβάλλει και αυτή στις εξελίξεις. Επειδή όμως έχουμε εισέλθει γενικά σε περίοδο στενότητας στην διεθνή αγορά, αφού η παγκόσμια παραγωγή των 84.5 εκ. βαρελιών την ημέρα αδυνατούσε να καλύψει την ισόποση ζήτηση κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, ενισχύονται οι ανοδικές τάσεις με προεξόφληση μίας μάλλον δύσκολης αγοράς για το Β’ εξάμηνο του 2005. Όπως παρατηρούν εμπειρογνώμονες του πετρελαϊκού χώρου δεν τίθεται θέμα επάρκειας από πλευράς παγκοσμίων ορυκτών αποθεμάτων τα οποία σήμερα ανέρχονται στα 1,147 δις. βαρέλια και αναμένονται να καλύψουν τις ανάγκες του πλανήτη, με σημερινούς ρυθμούς κατανάλωσης, μέχρι το έτος 2045 τουλάχιστον. Κάθε χρόνο όμως ανακαλύπτονται νέα κοιτάσματα τα οποία αναπληρούν αυτά που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί επιμηκύνοντας έτσι τον χρόνο επάρκειας. Ο λόγος που παρατηρείται σήμερα στενότητα στη παραγωγή είναι διότι τα τελευταία 10-15 χρόνια με τις τιμές του αργού σε χαμηλά επίπεδα δεν έγιναν οι απαραίτητες παραγωγικές γεωτρήσεις και έτσι δεν υπάρχουν τώρα περιθώρια περαιτέρω αύξησης της παραγωγής άμεσα. Η Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα του κόσμου, μόλις το περασμένο Ιανουάριο ανακοίνωσε πρόγραμμα σειράς νέων παραγωγικών γεωτρήσεων, εξέλιξη η οποία αναμένεται να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή της στα 12-14 εκ. βαρέλια την ημέρα, μέχρι το έτος 2007, από τα 9.5-10.5 εκ. βαρέλια που είναι σήμερα. Όμως έως ότου αυξηθεί η παραγωγή της Σ. Αραβίας αλλά και των άλλων γεωγραφικών περιοχών με δυνατότητες για αυξημένη παραγωγή, (π.χ. Κασπία, Δυτ. Αφρική) θα εξακολουθήσει να υπάρχει έλλειψη περιθωρίων και εφεδρείας στη διεθνή αγορά, με αποτέλεσμα οι τιμές να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα. Οι επιπτώσεις από την διατήρηση επί μακρό διάστημα ακριβών διεθνών τιμών πετρελαίου για την αδύναμη Ελληνική οικονομία θα είναι ολέθριες. Ήδη, οι επιπτώσεις για τον εγχώριο καταναλωτή είναι εμφανείς με το λίτρο την αμόλυβδη να αγγίζει το ένα ευρώ και με προοπτική αυτό να αυξηθεί στα 1.5 ή και 1.8 ευρώ πριν το τέλος του έτους. Το ενεργειακό ισοζύγιο της Ελλάδας η οποία είναι μία πετρελαιοεισαγωγική χώρα, εξαρτάται σχεδόν κατά 70% από το πετρέλαιο. Μία υπέρμετρη εξάρτηση εάν σκεφθούμε ότι ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται κάτω του 45%. Το 2004, η χώρα μας ξόδεψε περισσότερα από 6 δις. ευρώ για την εισαγωγή αργού και προϊόντων, το οποίο αντιστοιχεί στο 3,9% του ΑΕΠ και σχεδόν στο 20% του έτσι και αλλιώς ελλειμματικού μας εμπορικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Το ποσό αυτό θα ήτο σημαντικά υψηλότερο εάν η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου δεν είχε λειτουργήσει όλο το 2004 υπέρ του ευρώ. Οι εκτιμήσεις για το 2005 είναι ότι εάν οι τιμές διαμορφωθούν τελικά στα 55 δολ/βαρέλι μέσο όρο, και με τη σημερινή ισοτιμία ευρώ-δολαρίου αμετάβλητη, το συνολικό κόστος για εισαγωγή πετρελαίου θα εκτιναχθεί στα 7.5 δις. ευρώ δυσχεραίνοντας περαιτέρω την οικονομική θέση της χώρας. Παρά τον προβληματισμό που εκφράζεται διεθνώς από την συνεχιζόμενη άνοδο του αργού, στην Ελλάδα δυστυχώς επικρατεί μία ανεξήγητη νηφαλιότητα και εφησυχασμός αφού η Κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει πως οι διεθνείς τιμές ως δια μαγείας πρόκειται σύντομα να υποχωρήσουν και άρα εκτιμά ότι δεν υπάρχει ανάγκη για την λήψη κάποιων, έστω στοιχειωδών, μέτρων περιορισμού της ζήτησης. Όμως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) πριν από τρεις εβδομάδες σε έκκληση που απηύθυνε στα μέλη του, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, προειδοποιεί ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει και άλλο και άρα επείγει η λήψη έκτακτων μέτρων τώρα, για τον περιορισμό της κατανάλωσης πετρελαίου. Πολύ φοβούμεθα ότι για μία ακόμη φορά η χώρα μας θα οδηγηθεί από τις δυσμενείς εξελίξεις αντί να φροντίσει όσο υπάρχει ακόμα καιρός να λάβει τα απαραίτητα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και μείωσης της εξάρτησης της από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Εάν αναγκαστεί αργότερα να λάβει μέτρα όταν πλέον οι τιμές θα έχουν εκτιναχθεί πάνω από 60 δολ/βαρέλι ή και 70 δολ./βαρέλι αυτά θα είναι μάλλον επαχθή, ανοργάνωτα και θα οδηγήσουν την οικονομία σε ύφεση. Έτσι η Κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να μελετήσει τώρα μία δέσμη μέτρων που θα αφορούν κυρίως την μείωση των ορίων ταχύτητας στις Εθνικές Οδούς, την απαγόρευση της κίνησης των Ι.Χ. στα κέντρα των πόλεων κατά τις ώρες αιχμής (08-18:00) και την αναπόφευκτη αύξηση της φορολογίας στις βενζίνες και το πετρέλαιο κίνησης. Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση την κυβέρνηση πρέπει να απασχολήσει σοβαρά η μελέτη και θέσπιση ενός ευρύτατου προγράμματος εξοικονόμησης ενέργειας, προώθησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με φοροαπαλλαγές καθώς και η οργάνωση ενός εθνικού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων τα οποία αποδεδειγμένα υπάρχουν τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Δυτική Ελλάδα.