Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, κάνοντας την αυτοκριτική της για τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα από το 2010 και μετά (περίοδο Μνημονίου), προσπαθεί να δικαιολογήσει (εν μέρει) τη βαθύτερη (σε σχέση με τις προβλέψεις) ύφεση στον λεγόμενο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή και την καθυστέρηση στην εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών

Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, κάνοντας την αυτοκριτική της για τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα από το 2010 και μετά (περίοδο Μνημονίου), προσπαθεί να δικαιολογήσει (εν μέρει) τη βαθύτερη (σε σχέση με τις προβλέψεις) ύφεση στον λεγόμενο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή και την καθυστέρηση στην εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών. Αν και η έκθεση δίνει, κατά κάποιο τρόπο, το μήνυμα του mea culpa, αποτυγχάνει να συγκεκριμενοποιήσει το ειδικό βάρος των όποιων παραγόντων που οδήγησαν στη βαθύτατη οικονομική ύφεση. Στο παρόν σημείωμα αξιολογούμε ποιοι παράγοντες, αλλά και κατά πόσο, επέδρασαν αρνητικά στην ελληνική οικονομία. Χρησιμοποιούμε ένα απλό οικονομετρικό υπόδειγμα Vector AutoRegression (VAR), στο οποίο ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ επηρεάζεται από α) τη διεθνή ζήτηση (την οποία προσεγγίζουμε από τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ), β) την ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας (με άλλα λόγια, την πραγματική συναλλαγματική μας ισοτιμία), γ) το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) και δ) τον δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας στην Ελλάδα της Political Risk Services Group (PRS). Χρησιμοποιώντας στοιχεία της τελευταίας 30ετίας, και εφαρμόζοντας την τεχνική variance decomposition analysis, ποσοτικοποιούμε την επίδραση των παραπάνω παραγόντων στη διακύμανση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας μας. Σε χρονικό ορίζοντα 6ετίας (όσο περίπου διαρκεί η ύφεση), το ΑΕΠ επηρεάζεται κατά σειρά προτεραιότητας σε ποσοστό 53% από την ιστορία του, 22% από τη διεθνή ανάπτυξη, 18% από το δημόσιο χρέος, 4% την κυβερνητική αποτελεσματικότητα και μόνο 3% από την ανταγωνιστικότητα τιμών. Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Το ΑΕΠ επηρεάζεται στο μέγιστο επίπεδο από την ίδια την ιστορία του. Με άλλα λόγια, η δίνη της ύφεσης λειτουργεί ως «βαρίδι» στις όποιες προσπάθειες εξόδου από την κρίση, πόσω μάλλον όταν το ίδιο το διεθνές περιβάλλον υπολείπεται σημαντικά του μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξής του. Η πολιτική λιτότητας (η οποία καθορίζεται από εμάς και την τρόικα – βλέπε προσπάθειες μείωσης του χρέους) έχει σχετικά μικρό δείκτη βαρύτητας στην ύφεση και σίγουρα μικρότερο από τη διεθνή ανάπτυξη, η οποία εξακολουθεί να ατονεί. Η κυβερνητική αποτελεσματικότητα έχει υψηλότερο δείκτη βαρύτητας από την ανταγωνιστικότητα τιμών. Αυτό σημαίνει ότι αντί της εμμονής στην πολιτική δραστικών περικοπών στους μισθούς των εργαζομένων, πρέπει επιτέλους να επισπεύσουμε την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών.

* Ο κ. Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 08/06/2013)