Του Κ. Ν. Σταμπολή
Δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση ή αναφορά σε επιστημονικές εργασίες ή ειδικευμένα συγγράμματα για να γίνει αντιληπτή η σημασία που έχουν οι επενδύσεις για την πρόοδο μιας επιχείρησης ή την ανάπτυξη μίας οικονομίας. Χωρίς την πραγματοποίηση επενδύσεων σε συνεχή βάση και υποστήριξη από τις ανάλογες δημιουργικές δυνάμεις δεν θα ήτο δυνατή οιαδήποτε ανάπτυξη και η οικονομία, αλλά και οι πολίτες, αργά ή γρήγορα θα οδηγούντο στον απόλυτο μαρασμό. Για τομείς όπως είναι ο τουρισμός, η οικοδομή, η μεταποίηση, η βιομηχανία η έννοια των επενδύσεων είναι λίγο πολύ ξεκάθαρη και καταληπτή αφού αυτή αναφέρεται στην δημιουργία νέων καταλυμάτων, την διαμόρφωση χώρων, την κατασκευή νέων κτιρίων, την εγκατάσταση μηχανολογικού εξοπλισμού κ.λπ. Στην «ενέργεια» όπου το μεγαλύτερο μέρος της απαραίτητης υποδομής είναι σχεδόν αόρατο (π.χ. υπόγειοι σωλήνες, υπόγεια και εναέρια καλώδια), και οι περισσότερες παραγωγικές μονάδες ευρίσκονται σε απόμακρες τοποθεσίες η αντίληψη το τι εννοούμε με τον όρο επένδυση είναι λιγότερη κατανοητή. Στον τομέα της παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος οι επενδύσεις αναφέρονται στην κατασκευή ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, (θερμικών, υδροηλεκτρικών ή και πυρηνικών) δικτύων διανομής (π.χ. πυλώνες, καλώδια) και συστημάτων διαχείρισης (π.χ. υποσταθμοί, μετασχηματιστές, ηλεκτρονικοί ελεγκτές). Εδώ σημαντικό ρόλο έχει η εξόρυξη και μεταφορά λιγνίτη, που παραμένει η βασική πρώτη ύλη παραγωγής ηλεκτρισμού στη χώρα μας, καθώς και η αξιοποίηση του πολύ αξιόλογου υδροδυναμικού δυναμικού που διαθέτουμε. Τελευταία, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) κυρίως μέσω της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά συστήματα, όπου η πρώτη ύλη είναι μεν εγχώρια και δωρεάν, πλην όμως προϋποθέτει τεχνογνωσία και σοβαρά επενδυτικά κεφάλαια. Στο Φυσικό Αέριο, όπου η πρώτη ύλη εισάγεται (σε φυσική μορφή μέσω αγωγών από την Ρωσία και σε υγροποιημένη, με ειδικά πλοία, από την Αλγερία) οι επενδύσεις αφορούν την επέκταση της ήδη υπάρχουσας σοβαρής υποδομής μεταφοράς, διανομής και ελέγχου ως και την αναβάθμιση αποθηκευτικών χώρων. Η έμφαση από πλευράς επενδύσεων μέσα στα επόμενα 4-5 χρόνια θα είναι στην επέκταση των δικτύων διανομής στις πόλεις και στις βιομηχανικές ζώνες καθώς και στην δημιουργία διεθνών διασυνδέσεων (π.χ αγωγός Τουρκίας-Ελλάδος-Ιταλίας). Στο πετρέλαιο οι επενδύσεις αφορούν σε πρώτη φάση την έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου και σε δεύτερη την μεταφορά, διύλιση αποθήκευση και εμπορία. Καθώς ο ρόλος του πετρελαίου εξακολουθεί να ενισχύεται σε παγκόσμια βάση είναι αυτονόητο ότι αυτός ο τομέας θα αποτελεί βασικό πόλο έλξης επενδύσεων σε βάθος χρόνου. Στην Ελλάδα οι επενδύσεις θα κατευθυνθούν κυρίως στην ανακαίνιση και επέκταση των υφιστάμενων διϋλιστικών συγκροτημάτων καθώς και στην κατασκευή νέων αποθηκευτικών χώρων ενώ θα υπάρξουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες μέσα από τις ανάγκες εξυπηρέτησης ενός ολοένα και πιο απαιτητικού καταναλωτικού κοινού (π.χ. κατασκευή νέων πρατηρίων, ανακαίνιση παλαιών κ.λπ). Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» (24/04), ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς. Αυτή θα επιτρέψει την είσοδο ιδιωτών παραγωγών και διακινητών ενέργειας σε ένα χώρο που μέχρι τώρα αποτελούσε σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο των μεγάλων κρατικών φορέων στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο (ΔΕΗ & ΔΕΠΑ). Η είσοδος ανεξάρτητων παραγωγών θα φέρει νέες επενδύσεις, νέα τεχνολογία και προπαντός θα δώσει την δυνατότητα δραστηριοποίησης σε ένα πολλά υποσχόμενο τομέα, νέων ανθρώπων με επιχειρηματικές προσδοκίες και όρεξη για δουλειά. Γιατί επενδύσεις υπό την ευρύτερη έννοια, δεν είναι μόνο χρήματα αλλά και ανθρώπινες αξίες και δέσμευση για παραγωγική εργασία. Έτσι η επιχειρούμενη τώρα απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου αναμένεται ότι θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη σημαντικών σε μέγεθος επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα μέσα στα επόμενα χρόνια. Αυτό θα δώσει την δυνατότητα σε έναν μικρό αλλά υπολογίσιμο αριθμό επιχειρήσεων να δραστηριοποιηθούν επενδύοντας στην κατασκευή και λειτουργία μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού (μέχρι τώρα το αποκλειστικό προνόμιο της ΔΕΗ) ή την διανομή και εμπορία φυσικού αερίου (μέχρι τώρα το προνόμιο της ΔΕΠΑ και θυγατρικών της). Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τους παρατιθέμενους πίνακες η διαφορά μεταξύ του «σύνηθες» και των «αισιόδοξου» σεναρίου είναι σημαντική με τεράστιο θετικό αντίκτυπο στην οικονομία στην περίπτωση του δεύτερου. Όμως οι περισσότεροι επιχειρηματίες που έχουν αδειοδοτηθεί για κατασκευή μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δηλώνουν άκρως απογοητευμένοι από την στάση της κυβέρνησης, η οποία προφανώς φοβούμενη τις αντιδράσεις της πανίσχυρης ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, εμποδίζει έντεχνα μέσω πολλαπλών περιορισμών και κρυφών πριμοδοτήσεων προς όφελος της ΔΕΗ (που περιέχονται στις διατάξεις των Κωδικών Λειτουργίας του Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας που συνέταξε η ΡΑΕ) την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς και την δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού με πλήρη διαφάνεια (fair play). Αλλά και στη περίπτωση των ΑΠΕ, παρά τις όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες για «ξεμπλοκάρισμα» κάποιων επενδύσεων το τοπίο παραμένει εξαιρετικά θολό αφού δεν έχει λυθεί το βασικό χωροταξικό θέμα το οποίο εμποδίζει πλέον όλες τις αδειοδοτημένες και ώριμες επενδύσεις να προχωρήσουν, ιδιαίτερα στον χώρο της αιολικής ενέργειας. Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά γνωστός παράγοντας του ενεργειακού τομέα με μεγάλο επενδυτικό βάρος «θα πρέπει η πολιτική ηγεσία επιτέλους να καταλάβει ότι εάν πραγματικά επιθυμεί επενδύσεις δεν αρκούν μόνο οι καλές προθέσεις, ενώ θα πρέπει να είναι εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντι στις εισηγήσεις γραφειοκρατών που στην ουσία επιθυμούν να διαφυλάξουν το status quo των δημοσίων επιχειρήσεων. Αυτό όμως δεν θα φέρει ιδιωτικές επενδύσεις». Ένα άλλο παράδειγμα ατυχούς μέχρι στιγμής επενδυτικής αντιμετώπισης από την πολιτεία είναι αυτό της έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων. Παρά το γεγονός ότι το πετρέλαιο οδεύει πλέον προς τα 60 δολ./βαρέλι η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει ακόμα, ούτε φαίνεται ότι την απασχολεί, εάν θα προχωρήσει σε ένα διεθνή γύρο παραχωρήσεων. Κάτι που θα βοηθούσε άμεσα στην προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων σε αυτόν τον τομέα. Να σημειώσουμε ότι υπάρχουν αρκετές διεθνείς εταιρείες πετρελαίου, που έχουν ήδη εκφράσει έντονο ενδιαφέρον προς το ΥΠΑΝ και τα ΕΛΠΕ ν’ αναλάβουν πρόγραμμα ερευνητικών γεωτρήσεων, ιδιαίτερα στην Δυτική Ελλάδα, όπου έχουν προκύψει αξιόλογα αποτελέσματα από τον 1ο διεθνή γύρο παραχωρήσεων (1997-2000). Με δυνατότητες για συνολικές επενδύσεις, που σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, μπορεί να φθάσουν τα 9.0 δις. ευρώ μέσα στα επόμενα έξι (6) χρόνια και με αισιόδοξες τα 15.0 δις. € (δηλ. 2.5 δις. € κατ’ έτος), η ενέργεια εμφανίζεται ως ο τομέας κλειδί που μπορεί να στηρίξει αποφασιστικά την ανάκαμψη της οικονομίας. Και αυτό γιατί οι επενδύσεις σε ενεργειακά projects έχουν συνήθως αλυσιδωτές αντιδράσεις στην οικονομία αφού επηρεάζουν πλήθος άλλων κλάδων προσφέροντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες (business opportunities) ενώ παράλληλα δημιουργούν αρκετές νέες θέσεις εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια είναι πράγματι στρατηγικός ο ρόλος της ενέργειας στην ανάπτυξη της οικονομίας. Δεν θα ήτο υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας σήμερα μπορούν να στηριχθούν σ’ ένα μεγάλο βαθμό σε μία επιτυχημένη διαχείριση του ενεργειακού συστήματος και στην προσέλκυση «κατάλληλων» επενδύσεων που θα συμβάλλουν στην ριζική αναβάθμιση και επέκτασή του. Τούτου λεχθέντος, θα πρέπει να τονίσουμε ότι με τον όρο «κατάλληλες» υπονοείται η δυνατότητα επίτευξης μίας σωστής αναλογίας μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Γιατί μέχρι σήμερα οι επενδύσεις από άποψης επενδυμένων κεφαλαίων, σε όλο το φάσμα του ενεργειακού τομέα κυριαρχούντο από το κράτος (δηλ. ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ) με μικρό ποσοστό ν’ αναλογεί σε ιδιωτικές επενδύσεις (π.χ. Motoroil, διάφορες εταιρείες εμπορίας πετρελαίου όπως Jetoil, Ελινοίλ, Shell, Avin, και κατασκευαστικές όπως ΤΕΡΝΑ, Ελληνική Τεχνοδομική, ΡΟΚΑΣ, Διεθνής Αιολική κ.α.). Εάν εξετάσουμε το σύνολο των επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα τα τελευταία 4 χρόνια (2000-2004) θα παρατηρήσουμε μία αναλογία περίπου 1 προς 4 (Σύνολο κρατικών επενδύσεων 3,000 εκ. € έναντι 750 εκ. του ιδιωτικού τομέα) προς όφελος του κρατικού τομέα. Είναι εμφανές ότι αυτή η αναλογία θα πρέπει να αλλάξει ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα ο οποίος και έχει την δυνατότητα πλέον να συμβάλλει κατ’ αναλογία τουλάχιστον το 50% των απαιτούμενων ενεργειακών επενδύσεων μέσα στην επόμενη πενταετία. Όμως για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε αυτήν την κλίμακα μέσα στα επόμενα χρόνια, θα χρειασθεί η κυβέρνηση να μπορέσει να ξεπεράσει τα όποια νομοθετικά εμπόδια, τις σοβαρές διοικητικές αγκυλώσεις την συνδικαλιστική άρνηση και ασφαλώς να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις ποικίλες τοπικές αντιδράσεις. Αυτό δεν απαιτεί μόνο πολιτική τόλμη και αποφασιστικότητα αλλά κυρίως επανατοποθέτηση των προτεραιοτήτων από οικονομικής αναπτυξιακής άποψης και κυρίως πολιτικού σχεδιασμού. Μόνον εάν οι επενδύσεις στον πλέον νευραλγικό τομέα της οικονομίας που είναι η ενέργεια, αξιολογηθούν σωστά και αναγνωρισθεί ο συσχετισμός με τους άλλους τομείς (π.χ. κατασκευές, τουρισμός, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές) και η καταλυτική επίδραση τους στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας του τόπου, θα μπορέσουν να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο, που θα επιτρέψουν μία επιτυχημένη απελευθέρωση των αγορών ενέργειας και κυρίως την αποδέσμευση δημιουργικών επιχειρηματικών δυνάμεων.