Tου Κ. Ν. Σταμπολή
Μέχρι πρόσφατα η παραγωγή, η μεταφορά και η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα αποτελούσε προνόμιο της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, ενός μονοπωλιακού κρατικού οργανισμού. Το ίδιο συνέβαινε σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και στον υπόλοιπο κόσμο όπου λειτουργούσαν παρόμοιες κρατικές εταιρείες που παρήγαγον και διαχειρίζοντο το ηλεκτρικό ρεύμα σε μονοπωλιακή βάση. Εδώ και 15 περίπου χρόνια, στα πλαίσια μίας νέας φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, (με πρώτη διδάξασα τη Μ.Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ) η οποία επιδιώκει την συρρίκνωση του ρόλου του κράτους, ιδιαίτερα στην παροχή και διαχείριση υπηρεσιών κοινωνικής ωφέλειας, και την ανάληψη του παραγωγικού έργου από καλά οργανωμένες και επικερδείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, το παλαιό μονοπωλιακό μοντέλο εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται από μία νέα ανταγωνιστική αγορά. Στον τομέα της ενέργειας αυτό έχει επιπτώσεις στον τρόπο λειτουργίας των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, ενώ η αγορά πετρελαιοειδών είναι ελεύθερη και ανταγωνιστική στις περισσότερες χώρες, καθότι εκ συστάσεώς της ακολούθησε το Αμερικανικό μοντέλο οργάνωσης όπως αυτό εδραιώθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα. Στην Ευρώπη, η ΕΕ έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ της υιοθέτησης του φιλελεύθερου μοντέλου στην ενέργεια. Εδώ και μία 10ετία έχουν θεσμοθετηθεί προς τούτο ειδικές διατάξεις και Οδηγίες και επιδιώκεται μέχρι τον Ιούλιο του 2007 να έχουν απελευθερωθεί πλήρως οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι πελάτες ανεξαρτήτως, δηλ. βιομηχανίες, εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και κατοικίες, θα είναι ‘επιλέγοντες’. Δηλαδή θα έχουν δικαίωμα επιλογής του προμηθευτού τους. Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ αυτό αποτελεί ήδη μία πραγματικότητα, τουλάχιστον στους τομείς της βιομηχανίας και του εμπορίου, ενώ σύντομα όλοι ανεξαιρέτως οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα απολαμβάνουν νέες και ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Οι νέες αυτές υπηρεσίες παρέχονται από τις χιλιάδες νέες επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν στους τομείς της παραγωγής, μεταφοράς και διανομής και εμπορίας ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου προσφέροντας μάλιστα συγκριτικά μειωμένα τιμολόγια. Οι ιδιωτικές αυτές επιχειρήσεις ελέγχονται και συντονίζονται στην λειτουργία τους από τις κατά τόπο ‘ρυθμιστικές’ αρχές και τους ανεξάρτητους ‘διαχειριστές’ των συστημάτων μεταφοράς και διανομής. Το νέο αυτό μοντέλο λειτουργίας της αγοράς αποβλέπει στην δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, την πραγματοποίηση επενδύσεων, την δημιουργία απασχόλησης και ασφαλώς στην συμπίεση του κόστους με την παροχή υπηρεσιών σε ανταγωνιστικές τιμές. Οι θετικές επιπτώσεις στις Ευρωπαϊκές αγορές είναι ήδη εμφανείς με επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ να έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια και με την προσφορά συνδυασμένων υπηρεσιών (π.χ. φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, και τηλεπικοινωνίες) από έναν προμηθευτή. Επιπλέον, οι νέοι παίκτες έχουν επενδύσει και σε νέες μορφές ενέργειας, ιδιαίτερα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) συνεισφέροντας στην προσπάθεια ανάπτυξης και προώθησης νέων τεχνολογιών προσφέροντας την δυνατότητα σε πολλούς περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένους καταναλωτές να αγοράζουν ‘πράσινη’ ενέργεια, ακόμα και με ποιο ακριβά τιμολόγια εάν χρειασθεί. Στην Ελλάδα η όλη προσπάθεια ανοίγματος της αγοράς ξεκίνησε το 1999 μέσω του Ν. 2773/99 με την μετατροπή της ΔΕΗ σε ΑΕ, την ίδρυση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) και του ανεξάρτητου διαχειριστή ηλεκτρικού ρεύματος (ΔΕΣΜΗΕ) και την δυνατότητα αδειοδότησης ιδιωτών για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι το 2001 εδόθησαν οι πρώτες άδειες σε εταιρείες που εκπλήρωναν κάποια βασικά κριτήρια, οι οποίες και άρχισαν να προετοιμάζουν επενδύσεις για την κατασκευή 5- 6 σταθμών, ο κάθε ένας της τάξης των 300 – 400 MW, οι οποίοι θα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά εισαγόμενο φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη. Πέντε χρόνια μετά δεν έχει κατασκευαστεί ούτε ένας σταθμός από αμιγώς ιδιωτικές εταιρείες αυτοπαραγωγούς (πέραν μίας μονάδας ανοικτού κύκλου 150 MW της εταιρείας «Ήρων» (ΤΕΡΝΑ) στη Βοιωτία η οποία βάσει ειδικής σύμβασης παρέχει εφεδρεία στον ΔΕΣΜΗΕ, και μίας μεγαλύτερης μονάδας των ΕΛΠΕ, υπό κατασκευή στην Θεσσαλονίκη) όχι λόγω ατολμίας ή ανεπάρκειας των επενδυτών αλλά λόγω μη εξασφάλισης των στοιχειωδών όρων αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος προσφοράς-προμήθειας-πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από την πολιτεία. Αυτοί οι όροι εξασφαλίζονται μέσω των Κωδίκων Λειτουργίας του Συστήματος, οι οποίοι κατ’ ουσίαν αποτελούν το manual λειτουργίας του και προβλέπουν σαφείς κανόνες για το πώς και πότε και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις ένας παραγωγός μπορεί να εισέλθει στο σύστημα και να προσφέρει ηλεκτρική ενέργεια. Παρά το γεγονός ότι τέτοιοι Κώδικες είχαν μελετηθεί σε βάθος και λεπτομέρεια και είχαν παρουσιαστεί στην πολιτική ηγεσία από το 2002, από την προηγούμενη διοίκηση της ΡΑΕ (πρόεδρος Καθηγ. Π. Κάπρος), είχαν απορριφθεί από την κυβέρνηση Σημίτη ως μη κατάλληλοι παραπέμποντας σε πλείστες όσες αναθεωρήσεις. Βασικά αίτια απόρριψής τους ήσαν οι ενστάσεις της νομενκλατούρας της ΔΕΗ και των συνδικάτων, η αυτοκρατορία των οποίων απειλείτο. Η μη ύπαρξη εγκεκριμένων Κωδίκων εμπόδιζε τις όποιες ιδιωτικές επενδύσεις, αφού οι Τράπεζες οι οποίες θα εκάλυπταν το κύριο μέρος της χρηματοδότησης, δεν επείθοντο περί της βιωσιμότητας της όλης επένδυσης. Μοναδική εξαίρεση τα «Ελληνικά Πετρέλαια», τα οποία με εντολή άνωθεν και προ της εισόδου του Ομίλου Λάτση στο μετοχικό τους κεφάλαιο, είχαν ήδη προχωρήσει στην επένδυση μονάδας 400 MW στη Θεσσαλονίκη (αυτή ολοκληρώνεται σύντομα και πρόκειται να αρχίσει την λειτουργία της εντός του έτους). Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και υπό την νέα ηγεσία της ΡΑΕ (πρόεδρος ο Καθηγ. Μ. Καραμανής) προχώρησε στην διατύπωση «Νέων» Κωδίκων (οι οποίοι και έχουν αντιγράψει στο μεγαλύτερο, αλλά όχι στο πιο ουσιαστικό, μέρος τους τους παλαιούς) και σε εκτενείς διαβουλεύσεις με τους αδειούχους ανεξάρτητους παραγωγούς για τη διαμόρφωση των τελικών διατάξεων. Αν και οι παρόντες «Κώδικες» οι οποίοι και εγκρίθησαν και υπογράφησαν από τον Υπουργό Ανάπτυξης κ. Δημήτρη Σιούφα την περασμένη Δευτέρα (09/05/2005), θα εξυπηρετήσουν μια μεταβατική περίοδο 18 – 24 μηνών, και σε αρκετά σημεία είναι βελτιωμένοι έναντι των παλαιών, εν τούτοις όλοι σχεδόν οι ανεξάρτητοι παραγωγοί θεωρούν ότι με την κατάργηση του τριζωνικού συστήματος (Βορράς-Στερεά-Νότος) πριμοδοτούν τη μονάδα των ΕΛΠΕ της Θεσσαλονίκης και καταργούν τα όποια κίνητρα προέβλεπαν οι παλαιοί «Κώδικες» για την εγκατάσταση μονάδων σε Βοιωτία-Εύβοια-Αττική, εκεί δηλαδή όπου υπάρχουν μεγάλα κέντρα κατανάλωσης και απαιτούνται επειγόντως νέες μονάδες. Οι ιδιώτες επενδυτές εστιάζουν την κριτική τους και σε άλλα δύο σημεία των «Κωδίκων». Την μη σαφή αναφορά σε δεσμευτικά Μακροχρόνια Πιστοποιητικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΠΔΙ) και την προβλεπόμενη αναδιοργάνωση των τιμολογίων της ΔΕΗ, που ενδεχομένως θα οδηγήσει στην μείωση των τιμολογίων της προς τον εμπορικό/τριτογενή τομέα, ο οποίος αναμένεται να αποτελέσει και τον κύριο όγκο επιλεγόντων πελατών των ανεξάρτητων παραγωγών, στερώντας τους έτσι από την γενική πελατειακή τους βάση. Σοβαρές ενστάσεις έχουν όμως οι ανεξάρτητοι παραγωγοί και ως προς τους περιορισμούς που θέτουν οι «Νέοι» Κώδικες σε ότι αφορά τη δυνατότητα εξαγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Σύμφωνα με τους υφιστάμενους Κώδικες, μόνον οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας έχουν τη δυνατότητα εξαγωγών. Αντίθετα, οι «Νέοι» Κώδικες επιτρέπουν σε όλους τους κατόχους άδειας προμήθειας να πραγματοποιούν εξαγωγές. Το γεγονός αυτό είναι σοβαρό επενδυτικό αντικίνητρο για την εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όπου στα επιχειρηματικά τους σχέδια συμπεριλαμβανόταν και η δυνατότητα που τους παρείχε (το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο να πραγματοποιεί εξαγωγές στην αγορά της Ιταλίας). Έτσι η νέα προτεινόμενη ρύθμιση, θα επιτρέψει σε εταιρείες εμπορίας που θα έχουν πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια από εισαγωγές να τη διαμετακομίζουν απλώς μέσω Ελλάδας στην Ιταλία, χωρίς να διατρέχουν κανένα επιχειρηματικό κίνδυνο (αδιάφορες στην τιμή ηλεκτρικής ενέργειας που θα διαμορφώνεται στην Ελληνική αγορά) και χωρίς να έχουν υλοποιήσει καμία επένδυση στη χώρα μας. Επιπλέον, οι εταιρείες αυτές που θα εισάγουν ενέργεια θα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να την εξάγουν (και να κάνουν διαμετακόμιση ενέργειας) από το να τη διαθέτουν σε επιλέγοντες πελάτες ή στο Ελληνικό σύστημα. Την ύστατη ώρα και μετά από συντονισμένες παραστάσεις των επενδυτών-αυτοπαραγωγών ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Δημήτρης Σιούφας αποδέχθηκε ορισμένες αλλαγές ώστε οι μονάδες του Νότου που είχαν χάσει όλα τα πλεονεκτήματά τους με το αρχικό σχέδιο κωδίκων που κατάρτισε η ΡΑΕ τον Μάρτιο, ξαναποκτούν τώρα ένα μέρος από αυτά. Αυτό γίνεται με την υιοθέτηση δύο ζωνών (Βορράς-Νότος) στο σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα οι μονάδες που είχαν προγραμματιστεί να κατασκευαστούν σε Βοιωτία και Κορινθία (βλέπε όμιλοι Στασινόπουλου, Κοπελούζου, Μότορ Όϊλ, Μυτιληναίου και ΤΕΡΝΑ) να επανακτούν το φυσικό πλεονέκτημα, έναντι των μονάδων του Βορρά (ΕΛΠΕ). Πάντως η αλλαγή αυτή, όσο και το σύνολο των διατάξεων των κωδίκων, θα πρέπει να αξιολογηθεί εκ νέου τόσο από τους επιχειρηματικούς ομίλους, όσο και από τις τράπεζες που καλούνται να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις υπό την μορφή project financing. Μια άλλη σοβαρή αντίρρηση που έχουν εκφράσει οι ιδιώτες επενδυτές είναι ότι με τους νέους Κώδικες, επέρχονται ανατρεπτικές αλλαγές σε σχέση με τις βασικές επενδύσεις που έχουν πραγματοποιήσει έως σήμερα, ιδιαίτερα ως προς τις τοποθεσίες των νέων μονάδων οι τουρμπίνες των οποίων είναι αερόψυκτες, αφού όλα τα οικόπεδα ευρίσκονται στην ενδοχώρα. Η νέα πολιτική της ΡΑΕ και του ΥΠΑΝ δεν αποκλείει πλέον την ίδρυση ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων σε Αττική και Βοιωτία και μάλιστα σε παραθαλάσσιες περιοχές, ώστε τώρα να ευνοούνται συγκεκριμένες εταιρείες. Όπως δεν αποκλείει και την χρήση άνθρακα, ως βασικό καύσιμο, πράγμα που όμως είχε αποκλεισθεί αυστηρά με το προηγούμενο καθεστώς με συνεπακόλουθο οι παραγωγοί να υποχρεωθούν να αγοράζουν πιο ακριβό φυσικό αέριο. Έτσι, ορισμένοι από τους επενδυτές ομιλούν ακόμη και περί «μη έντιμης» πολιτικής του Υπουργείου με την αλλαγή των βασικών όρων του παιχνιδιού. Ο μεν πρόεδρος της ΡΑΕ κ. Μιχ. Καραμανής δηλώνει ότι «οι επενδύσεις στην ιδιωτική ηλεκτροπαραγωγή δεν πρόκειται και δεν μπορεί να είναι επιδοτούμενες», οι δε επενδυτές αρνούνται ότι έθεσαν ποτέ θέμα επιδότησής τους αφού αυτοί καλύπτουν εξ’ ολοκλήρου (μέσω ιδίων κεφαλαίων και τραπεζικού δανεισμού σε ποσοστό 30/70) το κόστος κατασκευής και λειτουργίας των σταθμών. Αυτό που ζητούν οι ανεξάρτητοι παραγωγοί είναι μια ελάχιστη διασφάλιση ότι όταν οι σταθμοί λειτουργήσουν με το καλό να μπορεί να απορροφηθεί ένα μέρος της παραγωγής τους, από τον ΔΕΣΜΗΕ, ικανό να συνεισφέρει στην απόσβεση της επένδυσής τους. Αυτό εξ’ άλλου ακριβώς ζητούν και όλες οι Τράπεζες οι οποίες σε σύσκεψή τους με το ΥΠΑΝ πριν 10 ημέρες ξεκαθάρισαν απόλυτα τις θέσεις τους. «Υπό αυτή την έννοια» τονίζει εκπρόσωπος μεγάλης εταιρείας που έχει άδεια ηλεκτροπαραγωγής, «δεν μπορούμε να ομιλούμε περί επιδοτήσεων, και με το σαθρό αυτό επιχείρημα να εμποδίζουμε έντεχνα την συμμετοχή των εγχώριων επενδυτών στην παραγωγή σε ένα κρίσιμο τομέα της εθνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός καλούνται τώρα όχι μόνο να άρουν τα όποια αντικίνητρα στην διαμόρφωση των όρων λειτουργίας της αγοράς αλλά και να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση στρώνοντας κόκκινο χαλί υποδοχής προς τους επενδυτές, οι οποίοι με συνέπεια και παρρησία όλα αυτά τα χρόνια επένδυσαν σε υποδομή και έμψυχο υλικό αναμένοντας το άνοιγμα της αγοράς!». Ένας άλλος επενδυτής παρατηρεί ότι εάν πράγματι η κυβέρνηση επιθυμούσε να διευκολύνει την είσοδο ιδιωτών επενδυτών στην ηλεκτροπαραγωγή θα έπρεπε σε μία αρχική φάση να προσφέρει μακροχρόνιες συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος με εγγυημένες τιμές (δηλ. ΡΡΑ), όπως ακριβώς έπραξε η κυβέρνηση Θάτσερ στην Αγγλία την περίοδο 1985-1990, όταν ξεκίνησε τις ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια και έσπασε το μονοπώλιο του CEGB (της Βρετανικής ΔΕΗ), δίδοντας ΡΡΑ δεκαπενταετούς διάρκειας στους πρώτους ανεξάρτητους παραγωγούς. Παράγοντες του ΥΠΑΝ σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις παρατηρούν ότι ναι μεν οι νέοι Κώδικες δεν αναφέρονται άμεσα στην προαγορά συγκεκριμένων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας, πλην όμως αυτό θα επιτευχθεί μέσω των διαγωνισμών που θα προκηρύξει ο ΔΕΣΜΗΕ το φθινόπωρο για την εξασφάλιση διαθεσιμότητας ισχύος 900-1200 MW για τα επόμενα έτη σ’ ένα αρχικό στάδιο. Αργότερα θα ακολουθήσουν και άλλοι διαγωνισμοί για επιπλέον ισχύ. Έτσι οι ανεξάρτητοι παραγωγοί θα εξασφαλίσουν μέσω των προαγορασμένων από το ΔΕΣΜΗΕ ΠΔΙ απορρόφηση μέρους της παραγωγής τους σε ποσοστό που θα καλύπτει αθροιστικά, σε μία περίοδο 10 – 12 ετών, περίπου το 70% του κεφαλαιουχικού τους κόστους. Δηλαδή, σε περίπτωση που οι πωλήσεις τους στην Ημερήσια Αγορά Η.Ε. δεν καλύπτουν πλήρως το αναλογούν ποσοστό απόσβεσης κεφαλαίου τότε ο ΔΕΣΜΗΕ μέσω της προαγοράς ΠΔΙ θα καλύπτει στο τέλος του έτους τη διαφορά. Με αυτό τον τρόπο οι ανεξάρτητοι παραγωγοί θα μπορούν να διασφαλίσουν τις πωλήσεις ενός μεγάλου μέρους της παραγωγής των σταθμών τους, παρατηρούν οι ίδιοι παράγοντες για να συμπληρώσουν «ότι οι παραγωγοί που θα προχωρήσουν στην κατασκευή νέων ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων θα έχουν εκ των προτέρων τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις για απορρόφηση σημαντικού μέρους της παραγωγής τους». Παρ’ όλες όμως αυτές τις διαβεβαιώσεις οι ιδιώτες παραγωγοί παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως προς τις πραγματικές προθέσεις της πολιτείας. «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οι δε νέοι Κώδικες δυστυχώς, εάν και προς την σωστή κατεύθυνση, δεν εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για την μετάβαση στο νέο καθεστώς όπως απαιτούν οι Κοινοτικές Οδηγίες και όπως ήδη δουλεύει η υπόλοιπη Ευρώπη» παρατηρεί ένας από τους σημαντικούς επενδυτές του κλάδου, για να προσθέσει, «Η οργάνωση και λειτουργία μίας απελευθερωμένης και ανταγωνιστικής αγοράς δεν εξαντλείται με την θέσπιση των Κωδίκων. Απαιτεί πρωτίστως αλλαγή νοοτροπίας και καταδίκη ξεπερασμένων πρακτικών. Σήμερα το υπό διαμόρφωση σύστημα δεν εγγυάται ισότιμη μεταχείριση για όλους τους παίκτες αφού η ΔΕΗ, με διοικητικές πράξεις μόνο, αποκτά αυτόματα άδειες για όλους τους σταθμούς της ενώ ο κάθε ανεξάρτητος παραγωγός για να λάβει την άδεια λειτουργίας είναι υποχρεωμένος να ταλαιπωρείται με μεγάλο κόστος, μήνες και χρόνια, μέσα από δαιδαλώδεις και συχνά αντικρουόμενες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Επίσης, με το ν’ αποφεύγεται συστηματικά και κατά παρέκκλιση των υποχρεώσεων μας απέναντι στην ΕΕ ο λογιστικός διαχωρισμός, το γνωστό unbunding, των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ, αλλά και της εκχώρησης σε αυτήν εντελώς δωρεάν της πρώτης ύλης, δηλ. του λιγνίτη, (ενώ αποκλείεται παρόμοια πρόσβαση στους ιδιώτες παραγωγούς οι οποίοι μόνο εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο μπορούν να χρησιμοποιήσουν) υπάρχει εν τη γενέσει της μία άνιση μεταχείριση προς τους ανεξάρτητους παραγωγούς. Υπό αυτούς τους όρους δεν μπορούμε να ομιλούμε περί ελεύθερου ανταγωνισμού και μετάβαση σε απελευθερωμένη αγορά αλλά περί μιάς κεκαλυμμένης προσπάθειας διατήρησης του μονοπωλίου της ΔΕΗ. Τέλος, για το πώς αντιλαμβάνεται η Ελληνική δημόσια διοίκηση την έννοια της απελευθέρωσης και της συμμετοχής των ιδιωτικών εταιρειών στην όλη διαδικασία είναι χαρακτηριστικό ότι το οριστικό κείμενο (μερικών εκατοντάδων σελίδων) των νέων Κωδίκων Λειτουργίας της Αγοράς εστάλη προς τελικά σχόλια στις εταιρείες δύο ημέρες προ του Πάσχα και τους εζητήθη να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους εντός τριών ημερών!»