Του Κώστα Κόλμερ
Η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, κατά 5% περίπου τον περασμένο Μάρτιο –με την συνεχή πτωτική της πορεία απ’ την αρχή του έτους- η επιτάχυνση του δανεισμού των νοικοκυριών, με ετήσιο ρυθμό 15% στα 121 δις. ευρώ, αντιστοίχως και η «ανησυχητική» (αλλ’ αναμενόμενη) υστέρηση των δημοσίων εσόδων, τα οποία παρουσιάζουν σαφή σημεία κοπώσεως, είναι μερικά από τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης υφέσεως στην ελληνική οικονομία. Η χαμηλή ανάπτυξη (επισήμως κάτω του 2,5 εφέτος) το υψηλό ποσοστό ανέργων (άνω του 12% του ενεργού πληθυσμού και >50% στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας) ως και ταχεία άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών (+3,4% τον περασμένο Απρίλιο, κατά 62% ταχύτερον του μέσου όρου της ευρωζώνης) συνθέτουν την εικόνα του Ελληνικού «στασιμοπληθωριμού». Η λεγόμενη ανάπτυξη των περασμένων ετών δεν ωφείλετο στην αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών αλλά μάλλον στην άνοδο της δημοσίας ζητήσεως, για επενδύσεις «βιτρίνας» (Ολυμπιακά, αεροδρόμια, γέφυρες κ.λπ) και στην εισαγωγική διείσδυση (από Ευρωπαϊκή Ένωση, Κίνα και συρρίκνωση των εξαγωγών κάτω του 30% των εισαγωγών). Η άνοδος της συνολικής ζητήσεως, το τρέχον έτος, αναμένεται να επιβραδυνθεί κάτω του συνήθους ρυθμού αυξήσεως 3%. Η μείωση των εσόδων του ΦΠΑ, το πρώτο δίμηνο, και η πτώση των λιανικών πωλήσεων, τον περασμένο Ιανουάριο (για τον οποίο υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία), προδιαθέτουν διά την επερχόμενη κάμψη της καταναλώσεως. Ακόμη κι αυτές οι εισαγωγές αυτοκινήτων, που στο παρελθόν αυξάνοντο με υψηλούς ρυθμούς (λόγω των πιστωτικών διευκολύνσεων), τώρα επιβραδύνονται. Ομοίως, η οικοδομική δραστηριότης παρουσιάζει πτωτική τάση. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Η μέση οικογένεια οφείλει στις τράπεζες από πιστωτικές κάρτες και δάνεια άνω των 4.000 ευρώ ετησίως. Τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα (>6% του ΑΕΠ), η περιστολή των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και οι διοικητικές εμπλοκές («βασικός μέτοχος», κατάργηση «μαθηματικού τύπου» στα δημόσια έργα, κυβερνητικές υστερήσεις κ.λπ) αποτελούν πρόσθετα εμπόδια της οικονομικής δραστηριότης. Η «αιφνιδία» ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ, που θα επιτείνει το ήδη βεβαρημένον (απ’ την άνοδο της τιμής του πετρελαίου) ισοζύγιο πληρωμών, με αποτέλεσμα την απώλεια αγοραστικής δυνάμεως των ελληνικών νοικοκυριών, και οι νέες δυσχέρειες στον κρατικό προϋπολογισμό, που έχει συνταχθεί με άλλες εικασίες, εντείνουν το κλίμα αβεβαιότητος στην οικονομία, ως άλλωστε πιστοποιείται από τις δειγματοληπτικές έρευνες (ΙΟΒΕ). Το ΑΕΠ θα μειωθεί εφέτος και εξ αιτίας ενός νέου παράγοντος: Της ακρίβειας της ενεργείας και του ενδεχομένου εκτεταμένων διακοπών της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από την ΔΕΗ, το επερχόμενον θέρος. Ελλείπουν περί τα 1.200 μεγαβάτ ισχύος ή το 12% της καταναλώσεως. Οι νέοι κώδικες συναλλαγών ηλεκτρικής ενεργείας δεν θεωρούνται ότι ανάβουν το «πράσινο φως» για ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού, ενώ η ΔΕΗ ασχολείται κυρίως με συντήριση του υπάρχοντος συστήματος. Η ανταγωνιστικότης της οικονομίας υποχώρησε κατά 6 θέσεις εφέτος στην 50ή της κατατάξεως 60 χωρών υπό του διεθνούς Ινστιτούτου IMD. Η προηγηθείσα ανατίμηση του ευρώ και η άνοδος του εγχωρίου κόστους έχουν φθείρει την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού προϊόντος τουλάχιστον κατά το 1/5 από το 2002 μέχρι τούδε. Μία νέα γενεά προβληματικών επιχειρήσεων κυοφορείται, με «γεγεννημένες» ήδη την ΑΛΤΕ, τις Ολυμπιακές Αερογραμμές, πολλές κατασκευαστικές και την Αγροτική Τράπεζα. Στο Χρηματιστήριο Αθηνών η «χιονοστιβάδα κανονιών» ως η Έμφασις, η Ηπειρωτική, η Βετερίν, κατρακυλά συμπαρασύροντας επενδυτικές και χαρτοφυλάκια. Οι τιμές των μετοχών μικράς και μεσαίας κεφαλαιοποιήσεως έχουν χάσει το 90% της αξίας των και δεν διαφαίνεται προοπτική ανακτήσεως της. Υπάρχει έλλειψη ρευστότητος εκτός του τραπεζικού συστήματος, με συνέπεια την μεγάλη αύξηση των απλήρωτων επιταγών. Μόνον οι τράπεζες είχαν το 2004 αξιόλογη κερδοφορία (35% προ φόρων) και τούτο χάρις στα αρνητικά (1,5 μονάδες στα 100) επιτόκια. Τα διεθνή λογιστικά πρότυπα αναμένεται να επιδεινώσουν την εικόνα των εισηγμένων εταιρειών, ενώ από τους ξένους θεσμικούς επενδυτές εξαρτάται η «ευημερία» του χρηματιστηριακού δείκτου, που διατηρείται με «τεχνητές αναπνοές» άνω των 2.900 μονάδων. Πίσω από τις τρέχουσες παραμέτρους που επηρεάζουν την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στο εσωτερικό της χώρας, υπάρχει πάντοτε ο προβληματικός δημόσιος τομέας εν ευρεία εννοία. Το επίσημο δημόσιο χρέος τοποθετείται στο 126% του ΑΕΠ (216 δις. ευρώ) έναντι 106% της Ιταλίας (η οποία όμως αναγνωρίζεται υπό του προέδρου του Ιταλικού Συνδέσμου Βιομηχάνων Λουκά Μοντεζεμόλο, ως ευρισκομένη στον πάτο της Ευρώπης!» Τι θα έλεγε επί του προκειμένου ο ελληνικός ΣΕΒ;). Ο μέχρι τούδε ακαθάριστος δανεισμός του Δημοσίου ανήλθε στα 28 δις. ευρώ ή στο 16% του ΑΕΠ. Έως τέλους του έτους θα πρέπει να συναφθούν δάνεια 12-16 δις. ευρώ (αναλόγως της πορείας των δανειακών αναγκών του Δημοσίου), πράγμα όχι απολύτως εξασφαλισμένον παρά την ένταξη της Ελλάδος στην ευρωζώνη, ιδίως μετά την πρόσφατη αναταραχή στη διεθνή αγορά ομολόγων, κατόπιν της υποβαθμίσεως του χρέους της GM και της Φορντ. Οι καθαρές δανειακές ανάγκες των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέπονται στα 370 εκατ. ευρώ φέτος και των δημοσίων επιχειρήσεων εις το ύψος των 1,3 δις. ευρώ (χωρίς τις αποσβέσεις). Πέραν των τεραστίων αυτών χρεών, που πρέπει να καλυφθούν με νέο δανεισμόν, υπάρχει το ενδεχόμενον νέων απαιτήσεων εις βάρος του Δημοσίου, όπως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (για παράνομες απορροφήσεις κοινοτικών πόρων 2 δις. ευρώ) και της εμφανίσεως αγνώστων κονδυλίων των εξοπλισμών. Τον προσεχή Οκτώβριο η ελληνική οικονομία θα υποβληθεί πάλιν εις μίας «ακτινοσκόπηση» υπό της ECOFIN, ανάλογον εκείνης της 12ης Απριλίου 2005, οπότε και ετέθη η Ελλάς υπό τον ευρωπαϊκόν έλεγχον του «υπερβολικού ελλείμματος». Εάν μέχρι τότε δεν έχει βελτιωθεί η οικονομία –πράγμα μάλλον απίθανον- πρέπει να αναμένεται νέος κύκλος φορολογικών μέτρων, που βεβαίως θα επιδεινώσουν περαιτέρω την οικονομική κατάσταση της χώρας.