Του Κ.Ν. Σταμπολή
Όσο άμεση είναι η σχέση μεταξύ της αύξησης του ΑΕΠ μιας χώρας με την κατανάλωση ενέργειας, άλλο τόσο σταθερή είναι η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης ενέργειας και των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, με πιο ορατούς και μετρήσιμους συντελεστές την θεαματική αύξηση της συγκέντρωσης Διοξειδίου του Άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα τα τελευταία 50 χρόνια και την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της βιόσφαιρας – το γνωστό φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι καταστροφικές επιπτώσεις από την σταθερή πλέον αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη έχουν μελετηθεί συστηματικά τα τελευταία είκοσι χρόνια από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και τ’ αποτελέσματα έχουν δημοσιοποιηθεί μέσα από (χιλιάδες) καλά τεκμηριωμένες εργασίες και ερευνητικά προγράμματα. Εξ’ άλλου τα πορίσματα αυτών των ερευνών οδήγησαν σε παγκόσμια συνεννόηση για τα θέματα της ατμόσφαιρας με την θέσπιση του γνωστού Πρωτοκόλλου του Κιότο. Το πρωτόκολλο αυτό που υπεγράφει το 1997 από τα περισσότερα κράτη, αποβλέπει στην περικοπή των επιπέδων εκπομπής έξι εκ των βασικότερων αερίων θερμοκηπίου μέχρι το έτος 2010. Οι στόχοι που ετέθησαν αφορούσαν τη μείωση κατά περίπου 5% σε σύγκριση με τα επίπεδα τιμών του 1990. Το πρωτόκολλο αυτό, αν και ευχολόγιο στην αρχή, εδώ και μερικούς μήνες έχει τεθεί σε πλήρη ισχύ αφού προσχώρησε σε αυτό η πλειοψηφία (από πλευράς παραγωγής όγκου ρύπων) των βιομηχανοποιημένων χωρών, με τελευταία υπογράψασα τη Ρωσία (Νοέμβριος 2004). Σημαντική εξαίρεση οι ΗΠΑ, η κυβέρνηση της οποίας για λόγους κυρίως προστασίας της βιομηχανίας της, αρνείται όχι μόνο να συζητήσει την συμμετοχή της στο Πρωτόκολλο του Κιότο αλλά ισχυρίζεται ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, άμεσο αποτέλεσμα της αύξησης της συγκέντρωσης CO2, και άλλων ρύπων, αποτελεί απλά μία θεωρία η οποία δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί! Και αυτό παρά το γεγονός ότι μερικές από τις πιο έγκυρες επιστημονικές μελέτες για το όλο θέμα έχουν προέλθει από γνωστά Αμερικανικά εργαστήρια και πανεπιστήμια. (Η μονόπλευρη, εάν όχι παρανοϊκή, τοποθέτηση της κυβέρνησης Μπους είναι τέτοια που δεν έχει διστάσει να περιορίσει ή να καταργήσει ακόμη κονδύλια σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια που μελετούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου). Για αυτό η προ ολίγων ημερών ανακοίνωση από μία από τις μεγαλύτερες, πιό ιστορικές και πλέον αξιοσέβαστες εταιρείες της Αμερικής, την General Electric, ότι αποφάσισε, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια να διπλασιάσει τις επενδύσεις της, στους τομείς των αποδοτικών ενεργειακών συστημάτων και περιβαλλοντικών τεχνολογιών, έχει βαρύνουσα σημασία. Σε μια ειδική παρουσίαση πριν δύο εβδομάδες, στην Ουάσινγκτον, ενώπιον εκπροσώπων της κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και της βιομηχανίας, ο πρόεδρος και CEO της GE, κος Τζέφρεϊ Ιμμελτ, ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο επιχειρηματικό πρόγραμμα, με την κωδική ονομασία, Ecoimagination (δηλ. Οικοφαντασία) βάση του οποίου η εταιρεία του μέχρι το 2010 θα επενδύσει 1.5 δις δολάρια (1.2 δις ευρώ), και περισσότερα αν χρειασθεί, στον χώρο της ενέργειας και του περιβάλλοντος. Με την κίνησή της αυτή η GE, η μεγαλύτερη εταιρεία των ΗΠΑ (στο ίδιο επίπεδο με την ExonMobil από πλευράς κεφαλαιοποίησης με ετήσια έσοδα που ξεπερνούν τα 150 δις δολάρια και κέρδη 16.0 εκατ. δολ.) έδωσε ένα ηχηρό μήνυμα τόσο στην πολιτική ηγεσία όσο και στην βιομηχανία. Το μεγαλεπήβολο, αλλά απόλυτα εφαρμόσιμο σχέδιο της GE, δεν στερείται επιχειρηματικής λογικής και δεν είναι μόνο λόγια για την δημιουργία «πράσινων» εντυπώσεων, όπως έσπευσαν να δηλώσουν οι επικριτές (οι οποίοι δεν είναι λίγοι στις ΗΠΑ) των προσπαθειών για την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας. Η διοίκηση της GE, η οποία ηγείται μιάς πολυεθνικής από τις πλέον διαφοροποιημένες από πλευράς δραστηριοτήτων, προϊόντων και υπηρεσιών, είναι σε θέση να λαμβάνει και ν’ αποκωδικοποιεί τα μηνύματα της αγοράς πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από οποιαδήποτε κυβερνητική υπηρεσία, μη εξαιρουμένης και της CIA. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει τόσο με το πελατολόγιό της όσο με τις διαμορφούμενες ανάγκες της διεθνούς αγοράς και των εταιρειών ιδιαιτέρως. Η GE γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι οι αέριοι ρύποι στην Ευρώπη και αλλού αντιστοιχούν ήδη σε υπολογίσιμα κόστη στην λειτουργία της βιομηχανίας και των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων με σημαντικές επιπτώσεις στην φορολογία και διαμόρφωση των κερδών. Όσο περνάει ο καιρός οι επιπτώσεις από την θεσμοθετημένη πλέον προσμέτρηση περιβαλλοντικών παραγόντων στην οικονομική λειτουργία μιάς επιχείρησης θα γίνονται όλο και πιο αισθητές. Αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις τεχνολογικές επιλογές των επιχειρήσεων όπου η στροφή προς πιο αποδοτικά και λιγότερο ενεργοβόρα συστήματα (άρα και με λιγότερες εκπομπές καυσαερίων) θεωρείται πλέον δεδομένη. Η GE, η οποία ήδη διαθέτει σειρά τέτοιων προϊόντων και τεχνολογιών (π.χ. ανεμογεννήτριες, κυψέλες καυσίμων, υψηλής απόδοσης τουρμπίνες συνδυασμένου κύκλου, κλπ.) και έχει επενδύσει αρκετά κεφάλαια σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, με το νέο πρόγραμμά της επιθυμεί στην ουσία να κεφαλοποιήσει τις πολυετείς της έρευνες και να λανσάρει νέα προϊόντα σε συνθήκες εμπορικής λειτουργίας. Η GE, μια εταιρεία παγκοσμίως γνωστή για τα καινοτόμα προϊόντα της, ακολουθώντας την διορατικότητα του μεγαλοφυούς ιδρυτού της Thomas Alpha Edison, φαίνεται ότι έχει ήδη προεξοφλήσει την «πράσινη» στροφή της τεχνολογικής μας εποχής. Αυτό στην ουσία σημαίνει ζήτηση για προϊόντα, τεχνολογίες και υπηρεσίες που αποβλέπουν σε πιο ορθολογική χρήση ενέργειας, και την παραγωγή καθαρής ενέργειας με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος. Η GE ευρίσκεται σε μία πλεονεκτική θέση να εκμεταλλευτεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την εξεύρεση νέων ενεργειακών πόρων, την μείωση του CO2 και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, παράγοντες οι οποίοι ήδη επηρεάζουν τους ανά τον κόσμο πελάτες της. Το ερώτημα βέβαια παραμένει εάν η κυβέρνηση Μπους, η οποία έσπευσε να συγχαρεί την GE για αυτή την «σωστή περιβαλλοντική της τακτική» θα αλλάξει και αυτή τακτική ή θα περιμένει να λάβουν για αυτήν τις «καίριες» αποφάσεις οι βιομηχανίες και οι μεγάλοι καταναλωτές της χώρας. Στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι βάσει συγκεκριμένων Κοινοτικών Οδηγιών και στα πλαίσια μιάς φιλο-περιβαλλοντικής Ευρωπαϊκής πολιτικής, είμεθα υποχρεωμένοι να μειώσουμε τάχιστα τις εκπομπές αερίων ρύπων και να αυξήσουμε την συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μας ισοζύγιο, είμεθα τραγικά πίσω στην θεωρία και την πράξη. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ως χώρα διαθέτουμε τις ιδεώδεις κλιματολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες να αξιοποιήσουμε σχεδόν όλες τις ΑΠΕ (ηλιακή και αιολική ενέργεια, υδροηλεκτρικά, γεωθερμία, βιομάζα). Αυτή την εποχή συζητούνται δύο βασικά νομοσχέδια, ένα για τις ΑΠΕ και το άλλο για τα βιοκαύσιμα, τα οποία έχει ετοιμάσει η κυβέρνηση και πρόκειται μέσα στο καλοκαίρι να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή. Οι ενδιαφερόμενοι φορείς έχουν ήδη υποβάλλει τις παρατηρήσεις τους οι οποίες και είναι εκτενείς και ουσιαστικές και θα πρέπει η κυβέρνηση να τις πάρει σοβαρά υπ’όψη. Εάν και προς την σωστή κατεύθυνση, τα νομοσχέδια αυτά πάσχουν ως προς τις προτεινόμενες ή μη διαδικασίες εφαρμογής καθώς αυτές μπορούν να αποβούν η λυδία λίθος για την επιτυχή εφαρμογή τους. Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς το προτεινόμενο νομοθετικό πλαίσιο, για να μεταφραστεί σε θεαματική αύξηση των εφαρμογών και εγκαταστημένης ισχύος από ΑΠΕ, πρέπει να εγγυηθεί την απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης, την ασφαλή χωροταξική οριοθέτηση και την ισότιμη πρόσβαση στα δίκτυα διανομής ενέργειας. Πρέπει επίσης να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για να επιτρέψει την ευρεία εφαρμογή μικρών αποκεντρωμένων ενεργειακών συστημάτων σε επίπεδο οικιακής κατανάλωσης (π.χ. φωτοβολταϊκά). Μόνο έτσι η διείσδυση των ΑΠΕ σε εθνικό επίπεδο μπορεί να γίνει πραγματικότητα με άμεσα και απτά αποτελέσματα για την εθνική οικονομία και την προστασία του περιβάλλοντος.