Του Κ. Ν. Σταμπολή
Μία σειρά από φαινομενικά ανεξάρτητες μεταξύ τους, αλλά στην ουσία απόλυτα διασυνδεδεμένες, εξελίξεις τις τελευταίες εβδομάδες στον χώρο της ενέργειας και του περιβάλλοντος έρχονται να καταδείξουν με τον πλέον σαφή τρόπο την έλλειψη στοιχειώδους κυβερνητικού συντονισμού και την απουσία μίας ευρύτερης στρατηγικής και οράματος. Τα γεγονότα, λίγο πολύ γνωστά σε όλους που παρακολουθούν τα ενεργειακά τεκταινόμενα, επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα της προχειρότητας και της αποσπασματικής αντιμετώπισης που έχει επικρατήσει στην χώρα μας την τελευταία εικοσαετία, και αφορούν στην διαδικασία λήψης σοβαρών αποφάσεων, που επηρεάζουν σε βάθος χρόνου τόσο την πορεία των μεγάλων εθνικών θεμάτων, μεταξύ των οποίων και την ασφάλεια του ενεργειακού μας εφοδιασμού, αλλά και την καθημερινή μας ζωή. Ο Λιγνιτικός Σταθμός στην Κορώνη Πριν δύο εβδομάδες έγινε γνωστή μέσα από δηλώσεις του Υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Γιώργου Σαλαγκούδη η απόφαση της κυβερνήσεως να εξετάσει, μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) την αίτηση επιχειρηματιών του κατασκευαστικού κλάδου για την δημιουργία μεγάλης λιγνιτικής μονάδος παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος 600MW στην περιοχή Κορώνης. Εάν υπήρχε μία βασική ενεργειακή πολιτική σε εθνικό επίπεδο με ξεκάθαρες προτεραιότητες ως προς τις προωθούμενες μορφές ενέργειας, την απαιτούμενη ενεργειακή ισχύ -για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον– τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, την χωροταξική κατανομή των ενεργειακών επενδύσεων και την συμβατότητα ή μη με τις εκφρασμένες, μέσω Βρυξελλών, γενικές ενεργειακές κατευθύνσεις, της Κοινότητας, η ανωτέρω πρόταση για την δημιουργία σταθμού παραγωγής ηλεκτρισμού στην Κορώνη με την καύση λιγνίτη θα είχε απορριφθεί πάραυτα χωρίς ν’ αφήσει ουδένα, έστω και μικρό, περιθώριο αναθεώρησης ή παράθυρο ελπίδας περί ευνοϊκής εξέτασης εν ευθέτω χρόνω. Μπορεί η χώρα μας αυτήν την εποχή ν’ αντιμετωπίζει έλλειμμα στην ηλεκτροπαραγωγή, τραγική απόλειξη της ανεύθυνης ενεργειακής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχθούμε τις όποιες λύσεις, ιδιαίτερα όταν προσκρούουν κατάφορα στην περιβαλλοντική και τουριστική πολιτική της χώρας καθώς και στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες περί περιορισμού της εκπομπής ρύπων. Η περίπτωση του προτεινόμενου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στην Κορώνη αποτελεί κλασσικό παράδειγμα μιας στραβλής αντίληψης τόσο από τους επιχειρηματίες επενδυτές όσο και από πλευράς κυβέρνησης, για το τι απαιτείται στον υπό διαμόρφωση νέο αναπτυξιακό-ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας. Όσο αφορά τον προτεινόμενο σταθμό της Κορώνης υπάρχουν τα εξής επιχειρήματα τα οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη της και να ζητήσει από την ΡΑΕ να σταματήσει οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση της πρότασης: (α) Η ευρύτερη περιφέρεια της Κορώνης-Πύλου-Μεσσήνης είναι περιοχή εγνωσμένου φυσικού κάλλους και με ύψιστη αρχαιολογική σημασία και άρα πόλος έλξης τουρισμού υψηλού επιπέδου. Είναι δε τοις πάσι γνωστό ότι οι κάτοικοι της περιοχής αποβλέπουν στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον αγροτο-τουριστικό τομέα παρά σε ορυχεία και στην βιομηχανική παραγωγή. (β) Η περιοχή της Ν. Δυτικής Πελοποννήσου δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα υψηλά ηλεκτρικά φορτία τα οποία να μην μπορούν να καλυφθούν από το ενεργειακό κέντρο της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη, οι μονάδες του οποίου θα πρέπει όμως το συντομότερο ν’ αναβαθμισθούν και εκσυγχρονισθούν συμβάλλοντας ουσιαστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη. Δηλαδή δυνατότητα για μεικτή καύση βιομάζας και λιγνίτη ή ακόμα και καύση εισαγόμενου άνθρακα. Η τεχνολογία υπάρχει σήμερα για την καύση «καθαρού άνθρακα» με εξαιρετικά μειωμένους ρύπους. Αντί της προτεινόμενης νέας μονάδος θα ήτο προτιμότερο ο ΔΕΣΜΗΕ μαζί με την ΔΕΗ να εξετάσουν την δυνατότητα κατασκευής ενός ΚΥΤ πλησίον της Πάτρας, πράγμα το οποίο θα εξασφάλιζε την υποδομή για την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε όλη την Πελοπόννησο και την διείσδυσή τους στο δίκτυο. Ας ξεκαθαρίσει η κυβέρνηση τι επιθυμεί επιτέλους. Την προώθηση των ΑΠΕ με ότι αυτό συνεπάγεται από πλευράς δικτύων και υποδομής ή την κατασκευή νέων ρυπογόνων μονάδων; (γ) Η κατασκευή ενός αμιγούς λιγνιτικού σταθμού στην Κορώνη πέρα από την περιβαλλοντική όχληση και μεταμόρφωση του τοπίου από τα ορυχεία ανοικτής εξόρυξης που θα φτιαχθούν, θα συμβάλλει και στην ατμοσφαιρική ρύπανση η οποία ήδη κοστολογείται και μάλιστα ακριβά. Πριν λίγες ημέρες η τιμή του τόνου CO2 έφθασε τα 19€ στο Ευρωπαϊκό χρηματιστήριο εκπομπών ρύπων από τα 10€ που ήτο στις αρχές του έτους και οι προοπτικές είναι ότι οι η τιμή θ’ ακριβύνει περαιτέρω καθώς οι βιομηχανίες και οι ηλεκτροπαραγωγοί προσπαθούν με νέα τεχνολογία να μειώσουν τις εκπομπές τους. (δ) Η Ευρωπαϊκή ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική έχει θέσει ξεκάθαρους στόχους για την μείωση εκπομπών αερίων ρύπων, στα πλαίσια εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κιότο, και η Ελλάδα έχει ήδη δεσμευθεί βάση του εθνικού προγράμματος κατανομής ρύπων που έχει υποβάλλει στις Βρυξέλλες. Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού είναι υποχρεωμένη να μειώσει τις εκπομπές CO2, ιδιαίτερα από λιγνίτη, και όχι να επιδιώκει, άμεσα ή έμμεσα, την δημιουργία νέων ρυπογόνων μονάδων. Στην προκειμένη περίπτωση δεν φταίνε μόνο οι επιχειρηματίες που τρέφουν ελπίδες και απεργάζονται σχέδια κατασκευής περιβαλλοντικά ακατάλληλων σταθμών, αλλά και η κυβέρνηση η οποία δεν έχει ορίσει τις κατευθύνσεις και τους άξονες δραστηριοποίησης των ενεργειακών επενδύσεων. Η εκμετάλλευση του λιγνίτη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήδη θεωρείται μία κορεσμένη δραστηριότητα με την αξιοποίηση των μεγάλων λιγνιτικών πεδίων στην Βόρειο Ελλάδα και στη Μεγαλόπολη. Η διάνοιξη και εκμετάλλευση νέων λιγνιτικών πεδίων, σε παρθένες περιοχές οι οποίες μάλιστα δεν διαθέτουν τεράστια αποθέματα ούτε πρώτης ποιότητας λιγνίτη, όπως συμβαίνει στην Πύλο, δεν αποτελεί ελκυστική επενδυτική πρόταση από καμία άποψη. Οι Νέες Ιδιωτικές Μονάδες Παραγωγής Ηλεκτρισμού Ένα άλλο παράδειγμα ανύπαρκτου συντονισμού σε επιχειρησιακό επίπεδο αυτήν την φορά αποτελεί η ένταξη νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που θα κατασκευασθούν από ιδιώτες ανεξάρτητους παραγωγούς, και τις όποιες χρειάζεται εσπευσμένα η χώρα για ν’ αντιμετωπίσει, όχι τόσο τις αιχμιακές ανάγκες του καλοκαιριού, αλλά την διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας απ’ ένα διογκούμενο πληθυσμό –αποτέλεσμα των οικονομικών μεταναστών εκ βορά- και της σταθερής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων (π.χ. νέες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, κλιματιστικά κ.λπ). Ενώ η κυβέρνηση προχώρησε και ενέκρινε τους Κώδικες Διαχείρισης του Συστήματος, παρά τις όποιες αντιδράσεις της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, και άνοιξε ουσιαστικά την πόρτα για ιδιωτικές επενδύσεις με την κατασκευή νέων μονάδων που θα καίνε φυσικό αέριο, δεν φρόντισε να οργανώσει και ν’ ανακοινώσει ταυτόχρονα τον διαγωνισμό, μέσω του ΔΕΣΜΗΕ, για την εξασφάλιση πιστοποιητικών ισχύων, (900-1.200MW) ο οποίος τώρα προγραμματίζεται για το τέλος του έτους, όπου θα διαγωνισθούν οι αδειοδοτημένοι ανεξάρτητοι παραγωγοί. Με δεδομένο ότι για την κατασκευή και δοκιμές λειτουργίας ενός σταθμού συνδυασμένου κύκλου της τάξης των 400 MW, (όπως θα είναι όλοι οι νέοι σταθμοί) απαιτείται περίοδος 30 μηνών, οι νέες μονάδες δεν πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία, και ν’ ανακουφίσουν το δίκτυο, πριν την άνοιξη του 2008 το ενωρίτερο. Έτσι η ασυντόνιστη αυτή διαδικασία σημαίνει ότι οι καταναλωτές θα ταλαιπωρηθούν και το καλοκαίρι του 2007, γιατί κατά τα φαινόμενα ο κίνδυνος από black out ούτε φέτος ούτε του χρόνου πρόκειται να εκλείψει. Βέβαια μέχρι τότε θα έχουν προστεθεί στο δίκτυο δύο νέες μονάδες (Λαύριο και ΕΛΠΕ) προσθέτοντας 800 MW επιπλέον. Όμως παράλληλα θα έχει αυξηθεί και η ζήτηση η οποία τρέχει με 3.5-4.0% το έτος. Σήμερα το διασυνδεδεμένο δίκτυο διαθέτει 10.700 MW εγκατεστημένης ισχύος περίπου (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα αιολικά πάρκα) και επιπλέον 1,100 MW από εισαγωγές, δηλ. σύνολο 11.800 MW τα οποία δεν είναι όμως όλα διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή. Συνήθως είναι διαθέσιμα τα 9.000-9.500 MW. Άρα υπάρχει μεσοπρόθεσμη ανάγκη για αύξηση της ισχύος της χώρας της τάξης των 2.500-3.000 MW, έτσι ώστε ν’ αυξηθεί ο βαθμός διαθεσιμότητας του δικτύου και να εξαλειφθούν τα φαινόμενα black out. Ο Αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη Τέλος, θα πρέπει ν’ αναφερθούμε και στα δύο μεγάλα ενεργειακά έργα με διεθνή προσανατολισμό. Τον αγωγό Μπουργκάς Αλεξανδρούπολη και τον αγωγό φυσικού αερίου Τουρκίας-Ελλάδας-Ιταλίας, όπου και εδώ διαπιστώνεται μία σοβαρή έλλειψη συντονισμού και προγραμματισμού, με κίνδυνο και τα δυο αυτά έργα να μην πραγματοποιηθούν. Στο μεν πετρελαιαγωγό που θα ενώσει την Μαύρη Θάλασσα με το Αιγαίο ενώ υπεγράφη εν μέσω πανηγυρισμών τον περασμένο Μάρτιο η πολιτική συμφωνία των εμπλεκομένων κρατών (Ελλάδα-Βουλγαρία-Ρωσία) και έχουν εξευρεθεί οι εταίροι που θα συμμετέχουν στην κοινοπραξία που θα κατασκευάσει και θα διαχειρίζεται τον αγωγό, δυστυχώς δεν υπάρχει ουδεμία δέσμευση από τις Ρωσικές εταιρείες που θα προμηθεύουν το πετρέλαιο ότι επιθυμούν να κάνουν χρήση του αγωγού που πρόκειται να κατασκευασθεί. Από επιχειρηματικής πλευράς θεωρείται αυτονόητο ότι εάν δε έχουν εξασφαλισθεί κάποιες ελάχιστες ποσότητες πετρελαίου σε μακροχρόνια βάση, που θα διέρχονται μέσω του αγωγού, δεν υπάρχει οικονομική βάση για την κατασκευή του. Η εκ των υστέρων δραστηριοποίηση των ενδιαφερόμενων εταιρειών οι οποίες καλούνται τώρα να συμμετέχουν σε απανωτές συναντήσεις δεν συνιστά δέσμευση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η συντονιστής εταιρεία ΤΝΚ-ΒΡ αντιμετωπίζει την μήνην του διεφθαρμένου Ρωσικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος τις έχει επιδικάσει φορολογικό πρόστιμο 1.0 δις. ευρώ, αφού η εταιρεία, ηρνείτο, και δικαίως, την καταβολή μαύρου χρήματος στους διάφορους απαρατσίκ. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς «θα χρειασθεί ακόμα αρκετός δρόμος και επίπονες προσπάθειες για να εξασφαλισθεί η οικονομική βιωσιμότητα του έργου, και να ξεκινήσει η κατασκευή του, η οποία τοποθετείται πλέον στο β’ εξάμηνο του 2006». Ο Υπερβόρειος Αγωγός Φυσικού Αερίου Ως προς τον έτερο αγωγό που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από Τουρκία, μέσω Ελλάδος, στην Ιταλία και από εκεί στις μεγάλες αγορές της Βόρειας Ευρώπης, αποτελεί γρίφο η προθυμία με την οποία η χώρα μας έσπευσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της γείτονος. Η Τουρκία, ως γνωστό αντιμετωπίζει ένα τεράστιο πλεόνασμα φυσικού αερίου, αποτέλεσμα διαδοχικών μακροχρόνιων συμβάσεων με Ρωσία, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν και Καζακστάν. Εγκλωβισμένη σε δύσκαμπτες διακρατικές συμφωνίες με δυσμενείς όρους take or pay η Τουρκία προσπαθεί απεγνωσμένα να διοχετεύσει τα πλεονάζοντα 6-12 δις. κυβ. μέτρα αερίου κατ’ έτος (από σήμερα μέχρι το 2010) προς στην Δύση. Προς αυτήν την κατεύθυνση εξ’ άλλου συμμετέχει στην κατασκευή του εναλλακτικού αγωγού “Nabucco” που θα διέρχεται μέσω Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Αυστρίας. Η σπουδή με την οποία η Ελλάς έσπευσε να συμφωνήσει και μάλιστα να υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας με την Ιταλική Edison (πριν καν ολοκληρωθεί η οριστική μελέτη του έργου) για την κατασκευή του υπερβόρειου αυτού αγωγού, σε αυτήν την φάση εξυπηρετεί κυρίως τα Τουρκικά εμπορικά συμφέροντα. Γιατί η Ελλάδα ναι μεν θα κερδίσει μακροπρόθεσμα κάποια ποσά από τα τέλη διέλευσης και ενδεχομένως την απόκτηση μίας εναλλακτικής πηγής φ. αερίου (πέραν της Ρωσικής και του Αλγερινού LNG) η Τουρκία όμως θα έχει επιτύχει πολλαπλάσια οφέλη και χωρίς ουδένα οικονομικό ρίσκο. Σημαντικά οφέλη εξ’ άλλου, ασυγκρίτως μεγαλύτερα από την ΔΕΠΑ, φαίνεται ν’ αποκομίζει η Edison η οποία προτίθεται να δεσμεύσει το 80% της χωρητικότητας του αγωγού που θα κατασκευασθεί (με ετήσια χωρητικότητα μεταφοράς 10-12 δις. κυβ. μέτρα) και επιπλέον να εξασφαλίσει 20% ως δικαιώματα προαίρεσης. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θεωρητικά μπορεί να μην ωφεληθεί ούτε ένα επιπλέον κυβικό μέτρο αερίου από την συγκεκριμένη συμφωνία. Μέσω ξεχωριστής συμφωνίας με την Τουρκία η ΔΕΠΑ έχει προλάβει να συμβολαιοποιήσει την εισαγωγή 0.75 δις. κυβ. μέτρων αερίου κατ’ έτος από το 2006, οπότε και θα έχει ολοκληρωθεί το υπό κατασκευή έργο διασύνδεσης.