Γράφει ο Θ. Σκυλακάκης
Η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος από την πλειοψηφία του γαλλικού εκλογικού σώματος αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη με σοβαρές επιπτώσεις τόσο για την Ευρώπη στο σύνολό της όσο και για την Ελλάδα. Για την Ευρώπη συνολικά η καταψήφιση αποτελεί μια πολύ σοβαρή κρίση στρατηγικής εν όψει των προκλήσεων που θέτει η παγκοσμιοποίηση και το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες χάραξαν πριν πέντε χρόνια μια απάντηση στην επερχόμενη νέα πραγματικότητα στην Λισσαβώνα. Η απάντηση της ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης των ευρωπαϊκών οικονομιών σε συνδυασμό με την παράλληλη προώθηση τόσο της ένταξης των ανατολικών χωρών όσο και της εμβάθυνσης των θεσμών της ίδιας της Ένωσης, δεν φαίνεται να επιτυγχάνει. Η οικονομική φιλελευθεροποίηση προχωρεί με ρυθμούς χελώνας και με μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις. Η διεύρυνση προς ανατολάς έφερε στην Ευρώπη έθνη με διαφορετικές απόψεις από αυτές που επικρατούν στον αρχικό πυρήνα της Ένωσης (περισσότερο φιλοαμερικανικά στην εξωτερική πολιτική και περισσότερο φιλελεύθερα οικονομικά), που ανταγωνίζονται μαχητικά για τη διεκδίκηση νέων θέσεων εργασίας. Η εμβάθυνση τέλος φαίνεται να σταματά, για την ώρα τουλάχιστον, μετά την ψήφο απόρριψης του Ευρωσυντάγματος. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται μια αντίδραση άρνησης της πραγματικότητας από την πλευρά μεγάλων κοινωνικών ομάδων, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των αντικειμενικών δυσκολιών από τις πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς. Οι αλλόκοτοι σύμμαχοι του γαλλικού «όχι» συμφωνούν βέβαια μόνο για αυτά με τα οποία διαφωνούν. Πρόκειται για ποικίλες, αντικρουόμενες, μειοψηφικές προτάσεις, οι οποίες λόγω των αντιφάσεών τους δεν μπορούν ποτέ να αθροιστούν σε μια θετική πολιτική πρόταση για το μέλλον. Το γεγονός όμως ότι κανείς στα σοβαρά δεν έχει να προτείνει μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική για την Ευρώπη δεν αποτελεί μεγάλη παρηγοριά ούτε για τους ευρωπαϊκούς λαούς ούτε και για τις ηγεσίες τους. Η αποτυχία και η παρακμή δεν αποτελούν συνήθως αποτέλεσμα της δράσης και της προσπάθειας προσαρμογής, αλλά της αδυναμίας για παραγωγική δράση, της παθητικότητας, της έλλειψης βούλησης και ρεαλισμού. Ο δρόμος για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη το διεθνή ανταγωνισμό και να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο ζωής και ένα ικανοποιητικό δίκτυο κοινωνικής προστασίας, περνά μέσα από σκληρότερη δουλειά, περισσότερη μόρφωση και αξιοποίηση των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα και της αγοράς. Η δύσκολη αυτή πορεία ανατρέπει συνήθειες, πλεονεκτήματα και προνόμια πολλών δεκαετιών. Η ανατροπή αυτή για να προωθηθεί με το υφιστάμενο διακυβερνητικό σύστημα, εμπεριέχει μια πρόσθετη δυσκολία. Ότι οι εσωτερικές αδυναμίες των κυβερνήσεων σε διάφορες επί μέρους ευρωπαϊκές χώρες παρεμποδίζουν την πορεία της Ένωσης στο σύνολό της. Με δεδομένο ότι δυο ή τρεις αντιδημοφιλείς κυβερνήσεις αρκούν για να σταματήσουν τις μεγάλες συλλογικές αποφάσεις, είναι πραγματικό θαύμα ότι η Ευρώπη έχει φθάσει μέχρι εδώ. Το πρόβλημα είναι ότι «μέχρι εδώ» δεν αρκεί. Η Ευρώπη ή θα βρει τη δύναμη να ξεπεράσει τώρα τα αδιέξοδα, ή θα αναγκαστεί να το κάνει σε μεταγενέστερη φάση, από χειρότερη θέση και με μεγαλύτερο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Όσο για την Ελλάδα, πρόσθετες δυσκολίες της Ένωσης χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο τη θέση της χώρας μας, η οποία έχει ιδιαίτερα οξυμένα προβλήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανταγωνιστικότητας, σε σχέση με τους άλλους εταίρους μας. Θα έχουμε πρόσθετες δυσκολίες και από πλευράς πόρων και από πλευράς εξωτερικών σχέσεων, λόγω των αντιδράσεων πολλών Ευρωπαίων στην προωθούμενη ένταξη της Τουρκίας. Χρειάζεται λοιπόν με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και αποφασιστικότητα να προωθήσουμε οι ίδιοι τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, χωρίς να περιμένουμε να κάνουν οι «Βρυξέλλες», τη δύσκολη –«βρώμικη» δουλειά για λογαριασμό μας. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ)