Του Κ. Κόλμερ
Πολλοί εχολώθησαν με το απορριπτικό (56%) δημοψήφισμα των Γάλλων, για το «Σύνταγμα της Ευρώπης» και το πολύ της θλίψεως φέρει… σκοτοδίνη (»το ευρωσύνταγμα δεν έπρεπε ν’ αποτελέσει αντικείμενο δημοψηφίσματος»! ΕΣΤΙΑ 30.05.05). Ανεξαρτήτως, όμως, των κρίσεων και επικρίσεων διά το δημοψήφισμα των Γάλλων (και των Ολλανδών που επακολούθησε ένα είναι βέβαιον: ότι με την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος (και την οριστική του ματαίωσι) η Ελλάς (και ο Ελληνισμός γενικώτερον) απέφυγον περαιτέρω περιθωροποίησιν. Ως γνωστόν, με το Ευρωσύνταγμα οι πλέον πολυπληθείς χώρες θα επωφελούντο μεγάλως από την ανακατανομή μεριδίων ψήφου (voting share) εις βάρος των μικρότερων χωρών λ.χ. η Γερμανία θα ηύξανε τις ψήφους της στα διάφορα όργανα της Κοινότητος (κυρίως στο Συμβούλιο Υπουργών, που έχει και την αποφασιστική αρμοδιότητα) από 9,04% εις 18,22% (υπερδιπλασιασμός). Αντιθέτως, η Ελλάς θα έχανε το 37,8% των αντιστοίχων δικαιωμάτων ψήφου (από 3,74% εις 2,34%). Με την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος επανέρχεται το καθεστώς της Νικαίας και ούτως η ψήφος των μικρών χωρών διατηρείται, ως επίσης και το δικαίωμα αρνησικυρίας. Με το νέο σύνταγμα, η πλειοψηφία του 55% των κρατών με 65% του πληθυσμού της Ε.Ε. θα ημπορούσε να επιβάλλει την γνώμη του, ενώ τώρα οι μικρές χώρες διατηρούν το ΒΕΤΟ, εις σημαντικά δι’ αυτάς ζητήματα, ως λ.χ. επί της λαθρομεταναστεύσεως. Ειδικώς όμως διά τον Ελληνισμόν, δύο ζητήματα αποκτούν βαρύνουσα σημασίαν: η εξαίρεση των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο (Δεκέλειας και Ακρωτηρίου) και η ένταξις της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκής Ένωσιν. Αμφότερα εματαιώθησαν με τη καταψήφιοι του Ευρωσυντάγματος. Ως γνωστόν, τα’ άρθρα ΙV-437 του Ευρωσυντάγματος θα καταργούσαν την Συνθήκη εντάξεως της Ελλάδος στην (τότε) ΕΟΚ και το Άγιον Όρος έπαυε να εξαιρείται του δικαιώματος ελευθέρας εγκαταστάσεως. Με το άρθρο 440 από του πεδίου εφαρμογής του Ευρωσυντάγματος εξαιρείτο η Κύπρος όσον αφορά τις «κυρίαρχες βάσεις» της Βρετανίας, με αποτέλεσμα ουδέποτε οι δύο εκτεταμένες περιοχές της Μεγαλονήσου να δυνηθούν να επανέλθουν στους κόλπους της Κυπριακής Δημοκρατίας –τα δε όριά των θα επεκτείνοντο στον θαλάσσιο και υποθαλάσσιο χώρο της Κύπρου όπου υπάρχει μεγάλη πιθανότης ανακαλύψεως κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου). Όσον αφορά στην Τουρκικήν υποψηφιότητα, αύτη αποκλείεται ρητώς από την Συνθήκη της Νικαίας, η οποία ανεβίωσε με την καταψήφιση του Ευρωσυντάγματος. Το γεγονός ότι εάν η Τουρκία εγίνετο πλήρες μέλος της Ε.Ε. θα είχε τις περισσότερους ψήφους στο Συμβούλιο Υπουργών, ως πολυπληθεστέρα χώρα απ’ ό,τι η Γαλλία, έκαμε «τουρκάκια» τους Γάλλους. Ετέρα «καλή» συνέπεια του γαλλικού ΟΧΙ είναι το ενδεχόμενον μειώσεως του επιτοκίου «παρεμβάσεως» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης κατά 0,5% στο 1,5% όπερ θα σημάνει νέαν υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, το οποίον θα έχει διπλάσιον επιτόκιο. Περαιτέρω υποτίμησης του ευρώ (ήδη 8% από των αρχών του τρέχοντος έτους) θεωρείται «καλό» για τις εξαγωγές και τον τουρισμό μας. Το γεγονός ότι με το Ευρωσύνταγμα οι κανόνες δικαίου των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. θα υπερίσχυον του εθνικού μας δικαίου (άρθρον Ι-6) θα ημπορούσε να εκθέσει την χώρα όχι μόνον εις αποφάσεις αντίθετες προς εθνικό συμφέρον, αλλά και ως ήκιστη δημοκρατικές, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο «πρόεδρος « και ο «υπουργός εξωτερικών» της Ενώσεως δεν εκλέγονται διά καθολικής ψήφου, αλλά διορίζονται με αδιαφανείς διαδικασίες. Ελλάς και Κύπρος έχουν χειρίστην εμπειρίαν από τις υπηρεσίες τοιούτων «ορφανών» (βλ. γεν. γραμματέα ΝΑΤΟ Λουνς, ΟΗΕ Βάλντχαϊμ, Χαφιέ Σολάνα κ.λπ) ώστε να μην εναποθέτουν τας τύχας των εις υπόπτους χείρας. Εδώ όμως τελειώνουν «τα καλά» του γαλλικού ΟΧΙ και αρχίζουν οι παρενέργειες –ιδίως δι’ αδύναμα κράτη της Ε.Ε. Ο «μεγάλος ασθενής» της (κατά το περιοδικόν «Economist»), η Ιταλία, υπέστη μετά το δημοψήφισμα άνοδο της επιτοκιακής διαφοράς των 10ετών κρατικών της ομολόγων (έναντι των αντιστοίχων γερμανικών). Επίσης, η διαφορά αποδόσεως των ελληνικών ομολόγων 10ετούς διαρκείας διευρύνθη την επαύριο του δημοψηφίσματος στο 3,58% που είναι το υψηλότερο μέχρι τούδε επίπεδο από εντάξεως της χώρας στην Ευρωζώνη. Αντιθέτως της Φινλανδίας η απόδοσις ήταν 3,30% δηλαδή 0,28 της εκατοστιαίας μονάδος χαμηλότερον –προς μεγάλη διάψευση ενός εκ των μύθων του ευρώ (ότι δήθεν μέσα στην Ευρωζώνη επικρατούν «ενιαία επιτόκια»). Εάν τα σημεία διαλύσεως που παρουσια΄ζει τώρα η «ηνωμένη Ευρώπη» ενταθούν, δεν αποκλείεται τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου ν’ αποκλίνουν περαιτέρω, με δυσαρέστους συνεπείας διά την εξυπηρέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους, που αυξάνεται εφέτος κατά 11 δις. ευρώ, στα 230 ή 131% του «ΑΕΠ» (δηλαδή της συνολικής ζητήσεως, διότι περί εθνικού «προϊόντος» καλύτερον να μην ομιλούμεν, έτσι όπως κατήντησαν την χώραν οι διάφοροι σπουδαρχίδες). Το λάθος του Ευρωσυντάγματος συνίστατο εις το ότι αντέγραψε το Αμερικανικόν (E unum pluribus) και δεν εσεβάσθη την Ευρωπαϊκή ήπειρον των πολλών εθνών. Η Ευρώπη έχει να κερδίσει από την ποικιλότητα των λαών της και όχι από την ενιαία απορρόφησή των στο γερμανικόν άρμα. Αυτό εννόησαν την τελευταία στιγμήν οι Γάλλοι, όχι όμως και οι έλληνες «βο(υ)λευτές», που πήραν αψήφιστα το Σύνταγμα της Υποταγής. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ, 05/06/2005)