Του Γιάννη Μαρίνου
Γίνεται ολοένα καταφανέστερο ότι ο παραμερισμός κάθε ηθικής αναστολής και η συνακόλουθη διάβρωση της ελληνικής κοινωνίας από τη διαφθορά τείνουν να παραλύσουν τη λειτουργία του κράτους και να υποβαθμίσουν δραματικά την αξιοπιστία των θεσμών. Είναι αναμφισβήτητο ότι σε όλες τις κοινωνίες, όλες τις εποχές, ενδημούσαν και το έγκλημα και η παράνομη γενικότερα δραστηριότητα και η διαφθορά. Ως εξαίρεση, όμως, που αποδοκίμαζε η επικρατούσα ηθική τάξη και εδίωκε το κράτος δικαίου. Αυτή η πραγματικότητα τείνει πια να ανατραπεί αφού οι περισσότερες ηθικές αξίες που στηρίζουν την κοινωνική συνοχή έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί και η ελληνική κοινωνία έχει διδαχθεί να τις περιφρονεί, ενώ η ανοχή προς τη διαφθορά και την ασυδοσία και ο χλευασμός της νομιμότητας έχουν αναχθεί σε κυρίαρχα χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας. Κατά την τελευταία 25ετία η άρχουσα πολιτική ηγεσία με τη λεοντή της προοδευτικότητας και με χαΐδεμα των ταπεινών ενστίκτων των μαζών δίδαξε ως νέες αξίες μεταξύ άλλων και τα εξής: το «ήλθε η σειρά μας να φάμε» (λεχθέν το 1981 από τότε υπουργό), τη «νομιμοποίηση» δωροληψίας με την ιστορική ρήση «να πάρει την προμήθειά του αλλά όχι και 500 εκατομμύρια», την ηθικοποίηση της μοιχείας κατά τη θεατρικά σκηνοθετημένη επιστροφή από το Χέρφιλντ, την ισοπέδωση προς τα κάτω στη δημόσια διοίκηση διά της καταργήσεως της αξιοκρατίας και με την κομματικοποίηση του κράτους. Και ακόμη αναδείχθηκε η παρανομία δημοκρατική κατάκτηση, υποβαθμίστηκε τραγικά η δημόσια εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και θεσμοθετήθηκε ατύπως η αναρχία και η «ιδεολογική» καταπίεση στον χώρο των AEI και η ασυλία προς κάθε είδους τρομοκράτες (από τους μασκοφόρους αναρχικούς ως τους «εισαγγελείς» δημοσιογράφους της τηλεόρασης). Επίσης γενικεύθηκε το φακελάκι ως αναπόφευκτη προϋπόθεση για να λειτουργήσει το κράτος, για να τύχεις ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, για να μη θεωρηθείς φορολογικός παραβάτης κ.ο.κ. Προ ετών ρώτησα τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γιατί δεν στέλνουν στο εδώλιο κάποιους βαμβακοκαλλιεργητές, εκκοκκιστές βάμβακος και γεωπόνους που ως συμμορία καταλήστευαν τις κοινοτικές επιδοτήσεις για ανύπαρκτη παραγωγή βάμβακος. Μου απάντησε ότι είναι χιλιάδες οι παραβάτες και ως εκ τούτου ανέφικτη η διεξαγωγή της δίκης τους ακόμη και αν ως δικαστική αίθουσα χρησιμοποιηθεί ο Θεσσαλικός κάμπος. Και προσέθεσε μελαγχολικά: «Το έγκλημα μπορεί να παταχθεί όταν συνιστά εξαίρεση στην κοινωνική λειτουργία. Οταν οι παραβάτες τείνουν να γίνουν η πλειονότητα των πολιτών, τότε το κράτος δικαίου δεν μπορεί να λειτουργήσει. Κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας». Κάτω από τέτοιες συνθήκες για την αναστροφή αυτού του νοσηρού κλίματος, στο οποίο δραστηριοποιούνται οι αδίστακτοι υπό την απαθή ανοχή ή την απελπισμένη παραίτηση από την αναγκαία αντίδραση των υγιών στοιχείων της κοινωνίας μας, οι έχοντες την ευθύνη και διεκδικούντες τον κατεπείγουσας αναγκαιότητας ρόλο του εξυγιαντή Ηρακλή, επιβάλλεται όχι μόνο να καταβάλλουν τιτάνια προσπάθεια και με υψηλό πολιτικό κόστος, αλλά και να πατάσσουν αμείλικτα κάθε αδυναμία ή ιδιοτέλεια η οποία στην εκλαϊκευμένη σύνοψή της αποδίδεται με το «η σειρά τους και η σειρά μας». Εξαιρετικά δύσκολο το έργο, ιδίως αν το υπονομεύουν και οι δικοί σου άνθρωποι, αλλά και πρόκληση για αναστροφή του επικίνδυνου κατήφορου στον οποίο έχει παρασυρθεί ο τόπος μας. (Από Το Βήμα της Κυριακής, 29/5/05)