Του Κώστα Κόλμερ
Ο Ρομπέρτο Μαρόνι, υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων της πολιτικής κυβερνήσεως Μπερλουσκόνι και συναρχηγός της Λίγκας του Βορρά στην Ιταλία, ανεκοίνωσε ότι το κόμμα του θ’ αρχίσει να συλλέγει υπογραφές για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος με σκοπό την αποχώρηση της χώρας του απ’ την ευρωζώνη, χαρακτηρίσας το ευρώ πραγματική καταστροφή» και ότι υπήρξε το προϊόν ενός ευρωπαϊκού μοντέλου, την αποτυχία του οποίου δοκιμάζουμε τώρα με μεγάλη ανησυχία. Ο σινιόρ Μαρόνι ζήτησεν επίσης να σταματήσει η επικύρωση του Ευρωσυντάγματος από την ιταλική Βουλή. Η είδηση εδημοσιεύθη στην βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» ολίγας ημέρας μετά την πληροφορίας ότι γερμανοί υπουργοί συνεζήτησαν την διάλυσι του κοινού ευρωπαϊκύ νομίσματος στην Κάτω Βουλή, την Μπούντεσνταγκ. Αν και οι παρατηρήσεις του ιταλού υπουργού εξέφραζαν ‘προσωπικές απόψεις», εντούτοις υπεγράμμισαν τους κινδύνους που διατρέχει η νομισματική ένωση μετά την απόρριψην του Ευρωσυντάγματος υπό της Γαλλίας και της Ολλανδίας και την απόφαση της βρετανικής κυβερνήσεως ν’ αναβάλει το δημοψήφισμά της. Υποτίθεται ότι η πολιτική ενοποίηση είναι προαπαιτούμενον ή και αποτέλεσμα της νομισματικής ενώσεως, χωρίς τούτο να είναι αυταπόδεικτο. Πατά ταύτα υπήρξε το επίσημον δόγμα όπισθεν της συνταγματικής συνθήκης, η αξιοπιστία της οποίας ήδη δοκιμάζεται αγρίως. Σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (7/6/05), «η αξιοπιστία του ευρώ που απεκτήθη στα παρελθόντα 4 έτη… χάνεται εξαιτίας της…ανευθύνου δημοσιονομικής πολιτικής της Ελλάδος, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας»! Η πραγματικότης, βεβαίως έχει κι άλλες όψεις. Η ιταλική οικονομία πάσχει από καιρού από ύφεσιν. Όπως και η ευρωπαϊκή βραδυπορεί εν τω συνόλω της. Αίτιον θεωρείται η ανατίμηση πέρυσι του ευρώ και τα άκαμπτα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης. Όπως διεπιστώθη στο δείπνον των δώδεκα υπουργών Οικονομίας της ευρωζώνης, του γνωστού ως «Γιουροκρούπ», την 6η Ιουνίου στο Λουξεμβούργον, «άνεμος κρίσεως» (FT ibid, σελ. 3) φυσάει τα αανιά του ευρωσκάφους ‘εξαιτίας της ραγδαίας υποτιμήσεως του ευρώ, των αυξανόμενων ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, της αποκλίσεως στην απόδοση των οικονομιών των κατ’ ιδίαν χωρών και της εντεινομένης κριτικής εις βάρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης ως προς την πολιτικήν επιτοκίων». Επιπροσθέτως εθίγη και το μέχρι τούδε απηγορευμένο «ταμπού» της ευρωζώνης, το αν δηλαδή έχει μέλλον το ευρώ… Η εντεύθεν νευρικότης της διεθνούς χρηματαγοράς και η έμφυτος αναζήτηση ευκαιριών κερδοσκοπίας εξεμεταλλεύθη αμέσως τις παρατηρήσεις του Ρ. Μαρόνι και ανέβασε την επιτοκιακή διαφορά των ιταλικών ομολόγων στο 0,24 της ποσοστιαίας μονάδος επάνω απ’ τα 10ετή γερμανικά ομόλογα –στο υψηλότερο σημείον από του Οκτωβρίου 2002 (3,43%) Η επιτοκιακή διαφορά αντανακλά το επιπλέον κόστος χρηματοδοτήσεως του τεραστίου ιταλικού δημοσίου χρέους που ανέρχεται στο 106,6% του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας. Τυχόν, όμως έξοδος της Ιταλίας από την ευρωζώνη θα σημαίνει εκτόξευση του κόστους αναχρηματοδοτήσεως της και εξαφάνιση των ωφελημάτων από μίαν υποτίμηση της νέας λιρέτας. Εκτός εάν η ιταλική κυβέρνηση ισοσκελίσει τα δημόσια οικονομικά της είτε με αύξηση των φόρων είτε με περικοπή των δαπανών είτε αμφοτέρωθεν. Τεχνικώς η επανάκτηση της νομισματικής ανεξαρτησίας δεν είναι αδύνατη. Α ημπορούσε να πραγματοποιηθεί είτε με την επάνοδο είς μίαν νέας ισοτιμίας λιρέτα (.χ. 2.500L/E) είτε με το λεγόμενο «διφυές» νομισματικό σύστημα όπου θα εχρησιμοποιούντο αμφότερα στις συναλλαγές. Τόσον το ευρώ όσον και η νέα λιρέτα Ο κίνδυνος, βεβαίως είναι η νομοτέλεια του Αριστοφάνους: «Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό» (βλ. κωμωδία «Βάτραχοι» και τον γνωστόν καταχρηστικώς ως «νόμον του Γκρέσαμ»). Εάν μάλιστα εφαρμοσθεί συνεπής δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, ίσως το εθνικό νόμισμα αποβεί ισχυρότερον του κοινού ευρωπαϊκού, ως συμβαίνει με το ελβετικό φράγκον ή την βρετανική στερλίνα, που τελευταίως ανατιμώνται έναντι του ευρώ. Το πλεονέκτημα της πολιτικής ανακτήσεως του εθνικού νομίσματος είναι ότι διαφυλάσσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα του εγχώριου προϊόντος, δια μιας σειράς ανταγωνιστικών υποτιμήσεων (π.χ. έναντι της Κίνας, η οποία αρνείται πεισμόνως ν’ ανατιμήσει το νόμισμά της, το ρένμινμπι) επιτρέπει την εφαρμογήν υψηλοτέρων επιτοκίων στο εσωτερικόν (ώστε να μη διαρρέουν τα κεφάλαια στο εξωτερικό) και παρέχει διακριτικό χειρισμό της νομισματικής κυκλοφορίας (αναλόγως του κύκλου της οικονομίας). Ο πληθωρισμός ίσως ανέλθη, αλλά η τελματωμένη οικονομική δραστηριότης θα αναζωογονηθεί και η ανεργία θα… εξαχθεί στις χώρες με το «κοινό νόμισμα», το ευρώ –εξ ου και η καταφορά των Γερμανών κατά της ροτάσεως Μαρόνι 9βλ. δηλώσεις Ότμαρ Ίσιγκ και Άιχελ: «Η νομσιματική ένωσι θα… εξακολουθήσει να είναι επιτυχημένη!». Ταύτα με ν διά την Ιταλία μία χώρα με μεγάλη βιομηχανική παραγωγή και παράδοση, διά την οποίαν αδιαφόρησαν ο Ρομάνο Πρόντι και οι λοιποί ιταλοί «σοσιαλιστές» που ελαφρά τη καρδία έβαλαν την χώρα στην ευρωζώνη. Δια την Ελλάδα όμως τι ισχύει; Εν πρώτοις ένα ι Ιταλία έχει πρόβλημα με δημόσιον χρέος 106,6% του ΑΕΠ, πόσο μάλλον η Ελλάς με αντίστοιχο χρέος 120% του ΑΕΠ; Ήδη η επιτοκιακή διαφορά των ελληνικών ομολόγων έφθασε το 0,30 της εκατοστιαίας μονάδας. Εάν η Ελλάς απεχώρει εκ της ευρωζώνης, είναι σχεδόν βέβαιον ότι η διαφορά αυτή θα ηύξανε. Πόσον όμως; Απάντηση: Εξαρτάται πάλι απ’ την συνεπή δημοσιονομική πολιτική και το συμμάζεμα των ελλειμμάτων. Η Δανία, που είναι εκτός ευρωζώνης, αλλά με μικρόν έλλειμμα πληρώνει μόλις 0,01 της εκατοστιαίας μονάδος άνω των 10ετών γερμανικών ομολόγων (η βάσις συγκρίσεως) ενώ η Νέα Ζηλανδία 2,47. Δηλαδή επιτόκιον 5,68% που δεν είναι προς θάνατον. Ταύτα διά να ξεκαθαρίσωμεν με τις σπερμολογίες των εγχωρίων ευρωλάγνων και τις απειλές του χερ Άιχελ ότι «όποιο πρόβατο φύγει από την ευρωστάνη το τρώει ο κακός ο λύκος»… Αυτά είναι εξίσου ανεύθυνα λόγια. Αλλού είναι το πρόβλημα, που δεν είναι άλλον απ’ τα τεράστια αφανή ελλείμματα του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία προσποιούνται ο «αρμόδιοι» (αλλά και οι ξένοι δανειστές) ότι «τα ελέγχουν». Οι τελευταίοι μάλιστα βαυκαλίζονται με την υπονοουμένην ευρωπαϊκήν εγγύησιν αποπληρωμής των ελληνικών χρεών, εις περίπτωσιν στάσεως πληρωμών, η οποία εγγύησι βεβαίως δεν υπάρχει στην Συμφωνία του Μάαστριχτ που ίδρυσε το ευρώ. Τα δημόσια έσοδα ηυξήθηκαν το πρώτο 6μηνο με ρυθμό 3% έναντι 11% ετησίου, που απαιτεί η μείωση του δημοσίου ελλείμματος στο 3,6% του ΑΕΠ και το οποίον προβλέπει το «επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθεροποίησης» δ’ εφέτος. Όταν τον προσεχή Οκτώβριον γίνει η επανεξέταση της ελληνικής οικονομίας απ’ την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποκαλυφθεί η τεραστία υστέρηση των δημοσίων εσόδων και η γιγάντωση των ελλειμμάτων τότε θα ριφθή η ιδέα όχι να φύγει η Ελλάς από την ευρωζώνη, αλλά να εκδιωχθή κακήν κακώς, ως αποτελούσα παράδειγμα προς αποφυγήν διά τις άλλες χώρες του ευρώ παρά το μικρόν μέγεθος της οικονομίας της. Υπάρχει, βεβαίως, πάντοτε και η εκδοχή νέων φορομπηχτικών μέτρων, άλλα δευτέρα φορολογική επιδρομή εντός πενταμήνου μάλλον θα… τρώσει καιρίως το κύρος της κυβερνήσεως, ιδίως εν όψει δυσκόλου χειμώνος με το πετρέλαιον άνω των 55 (μάλιστα ανατιμωμένων) δολαρίων το βαρέλι. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ)