Tου Κ.Ν. Σταμπολή
Τους τελευταίους μήνες ο νεαρός σεΐχης Γουαλίντ Αλ Χαφίζ Σαούντ, ένας από τους 5.000 πρίγκηπες του βασιλικού οίκου των Σαούντ, που μένει σε μία πολυτελή έπαυλη στα περίχωρα της Τζέντα δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά το βράδυ. Ξυπνά κάθιδρος λίγο πριν τα χαράματα έχοντας δει το ίδιο απαίσιο όνειρο. Το όνειρο δείχνει ότι η τιμή του πετρελαίου έχει κατρακυλήσει στα δέκα δολάρια το βαρέλι και ο εξασκών χρέη αρχηγού της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Φάχντ, τον έχει καλέσει επειγόντως μαζί με τα άλλα αδέλφια του και ξαδέλφια του σε μια μεγάλη κλειστή συγκέντρωση στα ανάκτορα στην πρωτεύουσα Ριάντ, όπου τους έχει εξαγγείλει τα νέα μέτρα περιστολών των εξόδων και μείωσης κατά δύο τρίτα του ετήσιου πλουσιοπάροχου επιδόματος των (μερικών εκατομμυρίων δολαρίων) που λαμβάνουν από το θησαυροφυλάκιο της χώρας. Αυτό σημαίνει τέρμα στα σχέδια αγοράς βίλας στη Γαλλική Ριβιέρα, τέρμα στα ταξίδια στο εξωτερικό και τέρμα στις νέες κατακτήσεις εξωτικών καλλονών, όπως και τέρμα στην αγορά νέων αυτοκινήτων και την αγορά τελευταίων μοντέλων ηλεκτρονικών συσκευών. Απ’ εδώ και πέρα θα πρέπει να ζήσει με αυτά που έχει και μάλιστα θα πρέπει σύντομα ν’ αρχίσει να εργάζεται αναπτύσσοντας κάποια κερδοφόρα εμπορική δραστηριότητα σύμφωνα με τις υποδείξεις του πρίγκιπα Φάχντ. Πραγματικός εφιάλτης δηλαδή! Ευτυχώς όμως για τον Γουαλίντ αυτό είναι μόνο ένα όνειρο αφού η τιμή του πετρελαίου καλά κρατεί κοντά στα 60 δολ. το βαρέλι και η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να υπερασπισθεί το καθεστώς την υψηλών τιμών. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός πετρελαίων του Κουβέϊτ, συμμάχου χώρας της Σαουδικής Αραβίας, και πρόεδρος του ΟPEC, Σεΐχης Αχμάντ Φαχάντ Αλ-Σαμπάχ έκανε λόγο για πρώτη φορά τα τελευταία 30 χρόνια, για τιμή στόχο του βαρελιού και όχι απλώς για αυξημένα επίπεδα παραγωγής. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Αλ-Σαμπάχ στις 15 Ιουνίου, κατά την τελευταία σύνοδο του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγικών κρατών, του γνωστού ΟΠΕΚ, το καρτέλ, και κυρίως η Σαουδική Αραβία, θα επιδιώξει μία τιμή στόχο στα 50 δολάρια το βαρέλι για τους επόμενους μήνες, το οποίο στην πράξη σημαίνει ότι η διεθνής αγορά θα κινηθεί αρκετά δολάρια παραπάνω. Όπερ και εγένετο. Τις τελευταίες δέκα μέρες οι τιμές για παραγγελίες φορτίων με παραδόσεις εντός του Ιουλίου και του Αυγούστου έφθασαν τα 60 δολάρια το βαρέλι στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων ΙΡΕ στο Λονδίνο και στο ΝΥΜΕΧ στη Νέα Υόρκη. Παρά τις παραινέσεις των Αμερικανών φίλων και προστατών, και τις εκκλήσεις των κοινοτικών εκπροσώπων περί ανάγκης αύξησης της παραγωγής τους και άρα μείωσης των διεθνών τιμών, και αντίστοιχες δηλώσεις φιλοφρονήσεως από πλευράς Σαουδαράβων ότι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν σε ουσιαστικές αυξήσεις της παραγωγής τους, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί στην πραγματικότητα. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με τον φόβο των Αράβων για μία ενδεχόμενη μείωση των τιμών του αργού στα επίπεδα των 10 και 12 δολαρίων ανά βαρέλι, όπως συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν δεν υπελόγισαν ορθά την δυναμική της διεθνούς οικονομίας και των πετρελαιοαγορών, όπου χάρις σε μία παρατεταμένη υπερπαραγωγή μερικών μόνο μηνών, οι διεθνείς τιμές οδηγήθηκαν στο ναδίρ. Έτσι τώρα με κίνδυνο να χαρακτηρισθούν ως υπονομευτές της οικονομικής σταθερότητας της Δύσης, οι Σαουδάραβες, οι οποίοι και ουσιαστικά ελέγχουν την παραγωγή από πλευράς ΟΠΕΚ – αφού μόνο αυτοί έχουν την δυνατότητα αυξομείωσης της παραγωγής τους σε υπολογίσιμα επίπεδα – έχουν αποφασίσει με κάθε τρόπο να κρατήσουν τις τιμές υψηλά, ισχυροποιώντας έτσι πολιτικά και οικονομικά την θέση τους στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Βέβαια, όπως παρατηρούν έγκυροι αναλυτές μέσα από διεθνή μέσα, η προσήλωση των Αράβων στις υψηλές τιμές θα διαρκέσει μέχρις ότου παρατηρηθούν (ή και λίγο πιο πριν), τα πρώτα σημεία ύφεσης των οικονομιών του Βορρά, το οποίο θα έχει άμεση επίπτωση στην μείωση της ζήτησης πετρελαίου. Αλλά ακόμα και τότε εκτιμούν οι ίδιοι αναλυτές οι τιμές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν εντυπωσιακά αφού οι περισσότεροι παραδέχονται ότι η αγορά θ’ αντέξει ένα ελάχιστο σημείο υποχώρησης στα 35 με 40 δολάρια το βαρέλι. Ίσως, αυτή η περιοχή διακύμανσης αποτελέσει τελικά και την συμβιβαστική λύση μεταξύ πετρελαιοπαραγωγών και πετρελαιοεισαγωγικών χωρών για τα επόμενα χρόνια. Όμως για τους επόμενους μήνες οι εκτιμήσεις είναι αρκετά δυσοίωνες αφού η διεθνής παραγωγή από χώρες του ΟΠΕΚ αλλά και εκτός ΟΠΕΚ, οι οποίες τον Μάϊο παρήγαγαν συνολικά 84.6 εκατ. βαρέλια/ημέρα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) , αδυνατεί να καλύψει την διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση από τις αγορές των ΗΠΑ-Ευρώπης όπως και από Κίνα-Ινδία. Παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια παραγωγή αργού ήτο αυξημένη το Μάϊο κατά 260 χιλ. βαρέλια/ημέρα και κατά 2.5 εκατ. βαρέλια μεγαλύτερη από τον Μάϊο του 2004, η πίεση για ακόμα μεγαλύτερη παραγωγή παραμένει σταθερή. Τα στοιχεία του ΙΕΑ ομιλούν για ουσιαστική αύξηση στην παγκόσμια ζήτηση 1.8 εκατ. βαρέλια/ημέρα το 2005 σε σύγκριση με το 2004. Σε κάθε περίπτωση για να καλυφθεί με άνεση αυτή η σημαντική αύξηση στην ζήτηση απαιτεί ανάλογη αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής σε επίπεδα πολύ υψηλότερα των σημερινών 2.5 εκατ. βαρέλια/ημέρα. Εξ’ ου και το πρόβλημα της στενωπού μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Ένα πρόβλημα που γίνεται χειρότερο με δεδομένη την ελάχιστη εφεδρική παραγωγή του ΟΠΕΚ, δηλαδή κυρίως της Σ. Αραβίας, που έφθανε μόλις 1.5-2.0 εκατ. βαρέλια/ημέρα. Μία εφεδρεία όμως που δεν πρόκειται κατά τα φαινόμενα να χρησιμοποιήσει η εν λόγω χώρα στα πλαίσια της πρόσφατης ανακοινωθείσας πολιτικής τιμών. Αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε περαιτέρω αυξήσεις των διεθνών τιμών του αργού το οποίο δεν αποκλείεται να φθάσει τα 75 ή και τα 80 δολ./βαρέλι, (δηλαδή τα επίπεδα τιμών του 1979 σε σημερινές τιμές) μέχρι τα τέλη του έτους. Να σημειώσουμε ότι οι σημερινές τιμές των 50 και 60 δολαρίων ισοδυναμούν σε τιμές του 1983 και 1984. Άρα, παρατηρούν οι πεσιμιστές, υπάρχουν ακόμη περιθώρια για κορύφωση των τιμών σε επίπεδα παρόμοια όπως αυτά της πετρελαϊκής κρίσεως του 1979-1980 όταν έπεσε ο Σάχης του Ιράν. Εάν όμως οδηγηθούν τελικά σε τέτοια επίπεδα οι τιμές ή και υψηλότερα, δηλαδή γύρω στα 100 δολ./βαρέλι, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει υποχώρηση ή και κατάρρευση συνέπεια του κλυδωνισμού που θα έχει εν τω μεταξύ προκληθεί στην παγκόσμια οικονομία, η ανάπτυξη της οποίας έχει ήδη υποχωρήσει κατά 0.4% το 2004 σε σύγκριση με το 2003 συνέπεια των υψηλών τιμών που επικράτησαν. Οι Επιπτώσεις στην Ελλάδα Οι αρνητικές επιπτώσεις στην Ελληνική αγορά από την συνεχή ανοδική πορεία των διεθνών τιμών είναι ήδη αρκετά εμφανείς και επηρεάζουν άμεσα τις τσέπες του καταναλωτή. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ΕΚΟ η μέση τιμή αμόλυβδης έχει ανατιμηθεί κατά 22.39% από τις αρχές του έτους ενώ οι διεθνείς τιμές έχουν αυξηθεί κατά 25%. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον Οκτώβριο του 2003, οπότε και άρχισε η ανοδική τους πορεία, δηλαδή σε διάστημα 20 μηνών οι διεθνείς τιμές έχουν ανέβει κατά 140% περίπου. Έχει υπολογισθεί ότι στις 4 Ιανουαρίου, ένας αυτοκινητιστής που έδινε 20 ευρώ στο πρατήριο έβαζε στο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του 27,47 λίτρα αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, ενώ στις 21 Ιουνίου 22,44 λίτρα. Η απώλειά του δηλαδή είναι 5,04 λίτρα, που για ένα μέσο αυτοκίνητο που καίει για τα 100 χιλιόμετρα 10 λίτρα, σημαίνει 50 λιγότερα χιλιόμετρα σε διαδρομές. Στην αρχή της εβδομάδας το ΥΠΑΝ έδωσε την μέση τιμή για την αμόλυβδη, σύμφωνα με την πανελλαδική τιμοληψία που κάνει σε 2.300 πρατήρια σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Αυτή διαμορφώνεται σε 0,891 ευρώ, το λίτρο, έναντι 0,88 της10ης Ιουνίου, εμφανίζει δηλαδή αύξηση1,25%. Όμως στην Αττική σε πολλά πρατήρια οι τιμές έχουν ήδη φθάσει το 1 ευρώ το λίτρο για την αμόλυβδη. Όπως είναι φυσικό οι αυξημένες τιμές των καυσίμων έχουν επιπτώσεις και στα μακρο-οικονομικά μεγέθη της οικονομίας. Έτσι επηρεάζεται άμεσα πλέον το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το οποίο αυξήθηκε κατά 50% και διαμορφώθηκε στα 5.4 δις με κύρια αρνητική συνιστώσα την μεγάλη δαπάνη για εισαγωγή καυσίμων (1.8 δις ευρώ το Α’ τετράμηνο του 2004, 2.44 δις ευρώ το αντίστοιχο του 2005). Έτσι εκτιμάται ότι η συνολική δαπάνη για εισαγωγές καυσίμων για το 2005 θα ξεπεράσει τα 8.0 δις ευρώ και θ’ αγγίξει το 4.6% του ΑΕΠ από 3.9% που ήτο πέρυσι. Ευκαιρίες στον πετρελαϊκό τομέα στην Ελλάδα Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε ημερίδα του ΙΕΝΕ την περασμένη εβδομάδα που είχε θέμα για την «Έρευνα και Ανάπτυξη των Υδρογονανθράκων», υπάρχουν σοβαρά περιθώρια για την ανάπτυξη και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από εγχώρια κοιτάσματα υδρογονανθράκων τα οποία αποδεδειγμένα υπάρχουν στον Ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα σε περιοχές της Δυτικής και Βορείου Ελλάδος. Κοινή ήτο η διαπίστωση των συμμετεχόντων στην Ημερίδα ότι μέχρι σήμερα στην χώρα μας έχουν γίνει μόνο ελλιπείς και αποσπασματικές προσπάθειες ενώ υπάρχει παντελής έλλειψη στρατηγικής και προγραμματισμού για την ανάπτυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σε όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της Ημερίδας αφορούσε την ανάγκη επαναδραστηριοποίησης της χώρας στον τομέα έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων. Για αυτό όμως απαιτείται η έκφραση σταθερής πολιτικής βούλησης με την δημιουργία κατάλληλου κρατικού φορέα ο οποίος θα αναλάβει την διαχείριση των δικαιωμάτων του Δημοσίου στον τομέα των Υ/Α αφού προηγουμένως υπάρξει διαχωρισμός της διαχείρισης των κρατικών δικαιωμάτων από τα ΕΛΠΕ, τα οποία και ελέγχονται πλέον κατά 65% από ιδιωτικά κεφάλαια. Ο φορέας αυτός θα πρέπει να αναλάβει την οργάνωση, το συντομότερο δυνατό, της διεξαγωγής ενός νέου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων με σκοπό την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Η πλέον κατάλληλη στιγμή είναι τώρα όπου παρατηρούνται υψηλές διεθνείς τιμές πετρελαίου και άρα έχουν διαμορφωθεί κατάλληλες οικονομικές συνθήκες για την αξιοποίηση των Ελληνικών κοιτασμάτων τα οποία δεν θεωρούνται εύκολα μεν, πλην όμως παραμένουν πολλά υποσχόμενα. Όπως έγινε γνωστό, το ΥΠΑΝ έχει δεχθεί αρκετές προτάσεις από ξένες εταιρείες που ενδιαφέρονται ν’ αναπτύξουν άμεσα τα γνωστά κοιτάσματα στο Κατάκολο και την Επανωμή.