Tου Kωστή H. Φαφούτη
Τον Οκτώβριο του 2004, όταν είχε ξεκινήσει το πρώτο «ράλι» της τιμής του πετρελαίου, δεν ήταν λίγοι αυτοί που προέβλεπαν ότι η άνοδος της αξίας του «μαύρου χρυσού» δεν ήταν μόνο συγκυριακή ή (και) κερδοσκοπική, αλλά είχε τα χαρακτηριστικά μιας δομικής κρίσης, που θα μπορούσε να επιφέρει μακροπρόθεσμα σημαντικές συνέπειες στην οικονομία ολόκληρου του πλανήτη. Η νέα πετρελαϊκή κρίση και τα «ιστορικά ρεκόρ» που καταρρίπτονται σήμερα έρχονται μάλλον να ενισχύσουν τις συγκεκριμένες εκτιμήσεις και να προκαλέσουν μεγάλες ανησυχίες. Το περιβάλλον των υψηλών τιμών, που σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα συνεχιστεί και δεν αποκλείεται, καθώς πλησιάζουμε προς τον χειμώνα τα 60 δολάρια το βαρέλι να μην είναι παρά μια «γλυκιά ανάμνηση», έχει τις βασικές αιτίες του στην υπερβολική αύξηση της ζήτησης. Αυτή γνωρίζει συνεχώς όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς τεράστιες χώρες με υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Κίνα και η Ινδία, απορροφούν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου, με αποτέλεσμα η προσφορά να μην επαρκεί. Δυσοίωνες προβλέψεις Με δεδομένο πως η ζήτηση δεν προβλέπεται ότι θα καμφθεί, φαίνεται ότι πλέον το πρόβλημα δεν θα είναι αν το πετρέλαιο είναι ακριβό, αλλά κατά πόσον η παραγωγή θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τη συνεχόμενη αύξησή της ώστε οι τιμές να μην ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Οι πιο δυσοίωνες δε προβλέψεις φτάνουν να θέτουν το ερώτημα κατά πόσον στο εγγύς μέλλον θα υπάρχει διαθέσιμο πετρέλαιο για να αγοραστεί από τις ενδιαφερόμενες χώρες! Η διάρκεια λοιπόν της πετρελαϊκής κρίσης είναι αυτή που οδηγεί στην έκφραση εντονότατων ανησυχιών και προβληματισμών για τις διαστάσεις και τις συνέπειες σε διεθνές επίπεδο. Η αγωνία αυτή, όμως, δεν είναι δυνατόν να «αγγίξει» και την εφησυχασμένη χώρα μας. Η οποία περί άλλα τυρβάζει. Οπως ακριβώς συμβαίνει με τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά την αποτυχία του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και το μέλλον και τις προοπτικές της Ευρώπης –όπου η χώρα μας λάμπει διά της απουσίας της και ουδείς μοιάζει να ενδιαφέρεται σοβαρά για τις συνέπειες που θα υπάρξουν– πολιτική ηγεσία και μέσα ενημέρωσης εμφανίζονται να θεωρούν περιττή πολυτέλεια την ενασχόλησή τους με την πετρελαϊκή κρίση. Με μοναδική... φωτεινή εξαίρεση τους βενζινοπώλες, που σπεύδουν να ανεβάσουν τις τιμές μόλις γίνει γνωστή η αύξηση του μπρεντ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Πρωτεύοντα ζητήματα –λόγω και της καθυστέρησης και των αγκυλώσεων της ελληνικής οικονομίας– είναι το ασφαλιστικό των τραπεζών και οι αντιδράσεις που προκαλεί και το ωράριο, θέματα προ πολλού λυμένα στις περισσότερες χώρες της Ενωσης. Αντιθέτως, για τη δυσοίωνη προοπτική της τιμής του πετρελαίου επικρατεί ανεξήγητος εφησυχασμός, όταν μάλιστα η χώρα μας έχει από τις μεγαλύτερες εξαρτήσεις από τον «μαύρο χρυσό». Μόνο και μόνο το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2005 έχει καταρτισθεί με την εκτίμηση ότι η τιμή του βαρελιού θα κυμαίνεται στα 40 δολάρια, αρκεί για να συνειδητοποιήσει κανείς τις συνέπειες από μία ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση της αξίας του. Kαίρια πλήγματα Πολύ πιο δυσάρεστες όμως θα είναι οι επιπτώσεις αν παραταθεί για καιρό το περιβάλλον της ακριβής ενέργειας. Μία τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη διεθνώς –και η Ευρώπη είναι η περιοχή με την κατ’ εξοχήν στασιμότητα σε αυτό το επίπεδο– αλλά θα καταφέρει πιο καίρια πλήγματα στις οικονομίες, που εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, όπως η ελληνική. Η οποία επιπλέον, σε αντίθεση και με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν έχει αναπτύξει εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η περιβόητη επένδυση για την αιολική ενέργεια, που έχει βαλτώσει εδώ και μία δεκαετία. Ελάχιστα είναι εξάλλου και όσα έχουν γίνει για την απαραίτητη εξοικονόμηση ενέργειας, όταν βρισκόμαστε στο σημείο το υπουργείο Ανάπτυξης και η ΔΕΗ να αγωνιούν μήπως από την υπερκατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος κατά τους θερινούς μήνες προκληθεί μπλακ-άουτ... Το ακριβό πετρέλαιο μπορεί να αποδειχθεί καίριας σημασίας για την ούτως ή άλλως προβληματική και γεμάτη αγκυλώσεις, στρεβλώσεις και ελλείμματα ελληνική οικονομία και να την γυρίσει ακόμη πιο πίσω, αν δεν ληφθούν εγκαίρως πρόνοιες ώστε να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται. Επιβάλλεται λοιπόν η κυβέρνηση να λάβει σοβαρά υπόψη τις εξελίξεις και να προβλέψει συγκεκριμένες αντιδράσεις εντός του πλαισίου του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που προωθεί. (Από την Καθημερινή, 26/6/05)