Του Κ. Κόλμερ
(*) Κατ’ αντιστοιχίαν με τα Reaganomics, δηλαδή την οικονομική πολιτική του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, που εφόρτωσε την αμερικανικής οικονομία με τεράστιο δημόσιον χρέος, έχομε και στην Ελλάδα τις οικονομικές παρεμβάσεις του διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Νίκου Γκαργκάνα, που βρίθουν αντιφάσεων, ανακολουθιών και αυτοδιαψεύσεων. Εις γεύμα που παρέθεσεν προ εβδομάδος στον υπουργό Οικονομικών κ. Γιώργο Αλογοσκούφη, ο κ. Γκαργκάνας ενεφανίσθη περισσότερον αισιόδοξος του συνήθους διά την πορείαν της ελληνικής οικονομίας. (Άλλωστε noblesse oblige). Προέβλεψε μείωση του πληθωρισμού «στα τέλη του έτους στο 3,3% (!) από 3,9%-4% που εκτιμούσε μέχρι πρότινος και ότι «η πορεία της οικονομίας θα είναι θετικώτερη», οπότε «διασκεδάζονται τα θρυλλούμενα που έκαναν λόγον για ύφεση στην οικονομία ως αποτέλεσμα του τέλους της Ολυμπιάδας» (βλ. εφημερίδες στις 15.6.05) Εξάλλου, ο διοικητής της ΤτΕ εις δηλώσεις του προς τον γάλλον δημοσιογράφο Γιασέν Λε Φορεστιέ απεφήνατο ότι «κανένα νόημα δεν έχει αυτή την στιγμή μία συζήτηση σχετικά με την πιθανή μείωση των επιτοκίων της ευρωζώνης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο μέτρο που τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό έχουν ανοδικό προσανατολισμό». Είναι η πρώτη φορά που ομολογείται από επίσημα χείλη ότι ο εγχώριος πληθωρισμός, ως μετρείται από την… Εθνικοσοσιαλιστική «μας» Στατιστικής Υπηρεσίαν (ΕΣΥΕ), είναι άσχετος με εκείνον της ευρωζώνης –έστω και αν εδώ μειούται ανεπαισθήτως. Μέχρι τούδε προσεπάθουν να μας πείσουν ότι ενιαίο νόμισμα σημαίνει και ενιαίο πληθωρισμόν. Μαζί με άλλους 13 μύθους του ευρώ διεψεύσθη κι αυτός (Βλ. σχ. «Η μεγαλειώδης απάτη του ευρώ: Το οθνείο νόμισμα», Εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 172, 12 ευρώ ή 4.089 δρχ. όσον τέσσερις καφέδες καπουτσίνο στη «φετινή Ελλάδα»)… Στην πραγματικότητα το γενικό επίπεδο των τιμών καλπάζει στην χώρα μας, όπου θα είχε «κάποιο νόημα» η άνοδος των επιτοκίων όχι τόσον δια ν’ ανασχέσει τον πληθωρισμό όσο δια ν’ αποζημιώσει τους αποταμιευτές που σήμερα χάνουν από το κεφάλαιόν των εξαιτίας της αρνητικής αποδόσεως των καταθέσεων (=1,5% ετησίως!) εις ευρώ. Ο κ. Γκαργκάνας απεκάλυψεν εν συνεχεία ότι «η αύξηση των τιμών του πετρελαίου, η πλεονάζουσα ρευστότητα της ευρωζώνης και οι αλλαγές σε διάφορες χώρες, όσον αφορά στους εμμέσους φόρους (σ.σ. εννοεί την αύξηση του ΦΠΑ στην Ελλάδα και Πορτογαλία) όλα αυτά συνιστούν κίνδυνο για τον πληθωρισμό». Όθεν δικαιολογείται η στάση αναμονής της ΕΚΤ δια την πτώση των «παρεμβατικών» επιτοκίων της ΕΚΤ, τα οποία σημειωτέον παραμένουν επί διετίαν στα χαμηλά επίπεδα του 2% έναντι 3,75% του δολαρίου. Εντούτοις, η εμφάνιση του πληθωρισμού είναι φαινόμενο υπερβολικής ζητήσεως και όχι ανόδου του κόστους (εκ του πετρελαίου και των εμμέσων φόρων). Εάν η ΕΚΤ δεν διευκόλυνε την ευρωοικονομία με αύξηση της ρευστότητας (αύξηση κυκλοφορίας +τραπεζικές πιστώσεις >10%), η άνοδος των τιμών θα συνεκρατείτο από την κάμψη των πωλήσεων. Αυτά λέγει η οικονομική θεωρία. Στον πραγματικό κόσμον, όμως, η μεν ευρωζώνη πάσχει από κάμψη της συνολικής ζητήσεως, η δε ελληνική οικονομία, ως «ειδική περίπτωση», πάσχει από ασύμμετρον άνοδο (π.χ. ο δείκτης ΕΣΥΕ των λιανικών πωλήσεων ηυξήθη 9% τον παρ. Απρίλιον και των καταναλωτικών δανείων με ρυθμόν 30% ετησίως). Συνεπώς το ευρώ χρειάζεται μείωση των επιτοκίων, ενώ η ελληνική οικονομία άνοδον. Αντίθετη είναι η πολιτική της ΕΚΤ στην ευρωζώνη και των Garganomics εν Ελλάδι –όπερ αποδεικνύει πόσον ασύμβατος με τις ανάγκες της χώρας μας είναι η ένταξη στην ευρωζώνη. Στην αμφισβήτηση του κ. Γκαργκάνα επροχώρησε ακόμη και το «σοσιαλίζον» απαισίως ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Ερευνών), το οποίον εις πρόσφατο δημοσίευμα (Απρίλιος 2005) διαπιστώνει μεταξύ άλλων ότι «ως αποτέλεσμα της ελλιπούς προετοιμασίας της χώρας, η ένταξή της στον ΟΝΕ έχει προκαλέσει κόστος, το οποίο έχει καταβληθεί με τη μορφή υψηλού πληθωρισμού και σημαντικής επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών» (βλ. σχ. Μελέτη του κ. Μιχάλη Γ. Αργυρού). Ο ίδιος αναλυτής σημειώνει ότι «η συνέχιση της οικονομικής πολιτικής της 10ετίας του ’90 και στο διάστημα 2001-2003 εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους για την οικονομία μας. Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα παρουσιάζει μία επεκτατική πολιτική για τις ανάγκες της κοινής νομισματικής πολιτικής, ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, ανατιμωμένη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και διευρυμένα ελλείμματα στον δημόσιο και εξωτερικό τομέα της οικονομίας. Σε συνδυασμό με μία έντονα αυξητική τάση στον δανεισμό του ιδιωτικού τομέα και με σημαντικές ανατιμήσεις στην αγορά ακινήτων, τα παραπάνω αποτελούν κλασικά συμπτώματα επικίνδυνης υπερθέρμανσης. Η διατήρηση υψηλού πληθωρισμού σε συνδυασμό με χαμηλούς ρυθμούς αναπτύξεως αποτελεί σοβαρή πιθανότητα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Η εμφάνιση ακόμη πιο δυσμενών και εν δυνάμει πολύ σοβαρών οικονομικών εξελίξεων δεν αποκλείεται, καταλήγει με νόημα η μελέτη του ΚΕΠΕ. Ιδού που μας οδήγησεν η παρέα του κ. Κ. Σημίτη και η απαλλοτρίωση της νομισματικής ανεξαρτησίας υπό της ΤτΕ!. Εντούτοις, ποίαν άλλη χρείαν μαρτυρίας έχομε διά την αποτυχία των Garganomics από την απογοήτευση που προεκάλεσαν στην ψυχολογίαν των ελληνικών νοικοκυριών; Σύμφωνα με έρευνα της εγκύρου ICAP δια το 2005 έξι στα δέκα νοικοκυριά προβλέπουν επιδείνωση της οικονομικής των καταστάσεως και μόνο ένα στα δέκα βελτίωσιν- μία άλλη ένδειξη της ανισοκατανομής του «πλούτου» που συνεπέφερε το ευρώ και όχι μόνον στην χώρα μας. Αίτια του νέου κύματος απαισιοδοξίας που πλήττει την ελληνική κοινωνία θεωρούνται η αύξηση του κόστους ζωής και η διάψευση των προσδοκιών για βελτίωση του εισοδήματος και της απασχολήσεως από τους Ολυμπιακούς Αγώνες- έτερος διαψευσθείς παταγωδώς μύθος του σημιτικού «εκσυγχρονισμού». Ως μην έφθανεν, όμως η αποδοκιμασία της νομισματικής πολιτικής (ή μάλλον της ελλείψεως) υπό της Τραπέζης της Ελλάδος τα έξι τελευταία χρόνια της προσχωρήσεως της χώρας στην ευρωζώνη ήλθεν ακόμη και ο τέως προϊστάμενος του κ. Γκαργκάνα, ο πολύς κ. Λουκάς Παπαδήμος, αντιπρόεδρος σήμερον της ΕΚΤ, αποδημήσας εν Φρανκφούρτη, ο οποίος εδήλωσεν ότι «το ευρώ έπληξε την ευρωανάπτυξη». Παρεμβαίνων στην συζήτηση ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ κ. Τζον Σνόου εζήτησεν από τους ευρωπαίους ηγέτας «μεγάλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που να βοηθήσουν την δυνατή ανάπτυξη, την απασχόληση και τα εισοδήματα». Υποπτευόμεθα ότι η όλη υπόθεση θα καταλήξει με προπέτασμα καπνού την διένεξι διά δήθεν μείωση των επιτοκίων, εις μίας μαζική παρέμβαση για άδειασμα της «φούσκας» του ευρώ. Ενώ ημισείας μονάδος μείωση των ευρωεπιτοκίων ανεπαίσθητον επίδραση θα είχεν επί της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητος στην ευρωζώνη, αντιθέτως μία υποτίμηση 20% του ευρώ στην ισοτιμίαν 1:1 με το δολάριον (όπου και οι αγοραστικές ανισοτιμίες PPP εξαφανίζονται) θα ενίσχυε τις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και θα περιόριζε την ευρωανεργίαν. Ήδη στις 21.6.05 το ευρώ κατρακύλησε στα χαμηλότερα επίπεδα από 9μηνου 91,21 δολάρια). Βεβαίως, τούτο ανεβάζει το κόστος του πετρελαίου στην ευρωζώνη περισσότερο των 59 δολαρίων το βαρέλι και προκαλεί την ανεπίληπτον χρεοκοπία των Garganomics στην χώρα μας. «Ας πρόσεχαν», ως θα έλεγεν και ο κ. Σημίτης. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ 26/06/05)