Του Κ. Ν. Σταμπολή
Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε έκπληκτοι την συνεχή άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου με το ένα ρεκόρ, να διαδέχεται το άλλο. Οι τιμές του αργού έχουν αυξηθεί κατά 140% τους τελευταίους 20 μήνες, από τότε που εισήλθαμε δηλαδή στην σημερινή περίοδο. Έτσι για μία ακόμη φορά οι προβλέψεις μας (βλέπε «Κ» 26.10.2003) περί υψηλών τιμών αργού απεδείχθησαν απόλυτα σωστές. Αν και η σημερινή τιμή των 60 δολ/βαρέλι υπολείπεται σε πραγματική αγοραστική αξία της τιμής των 38-40 δολ. που είχε φθάσει το βαρέλι κατά την κρίση του 1979-81, αυτό δεν σημαίνει ότι το ακριβό πετρέλαιο δεν έχει επιφέρει μία σημαντική αναστάτωση στην διεθνή οικονομία η ανάπτυξή της οποίας έχει υποχωρήσει κατά 0.4% το 2004 έναντι το 2003. Με εκτιμήσεις για αύξηση του αργού στα 80 ή και 100 δολ./βαρέλι τα χειρότερα είναι μπροστά μας. Και στην Ελλάδα οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανέστατα δυσμενείς με το λίτρο την αμόλυβδη να πωλείται στο 1€ το λίτρο και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών σε διαρκή επιδείνωση. Εκτιμάται ότι για το 2005 το κόστος αγοράς πετρελαίου θα εκτιναχθεί στα 8.0 δις. ευρώ περίπου ή 4.6% ΑΕΠ, αυξημένο δηλαδή κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το 2004 και κατά 32% σε απόλυτα νούμερα (Η Ελλάδα επλήρωσε 6.0 δις. € για εισαγωγές πετρελαίου το 2004). Δεν υπάρχει πλέον ουδεμία αμφιβολία ότι οδηγούμεθα ταχέως, εάν δεν έχουμε ήδη εισέλθει, σε μία νέα ενεργειακή κρίση. Μία κρίση με διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ ότι οι προηγούμενες λόγω του διαφορετικού ρόλου που έχει πλέον το πετρέλαιο στις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες κρίσεις (από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το 1990) η σημερινή κρίση χαρακτηρίζεται από μία ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση και όχι όπως στο παρελθόν από προβλήματα στην παραγωγή και περιορισμούς στην προμήθεια. Σήμερα απεναντίας παρατηρείται επάρκεια στην προσφορά. (Το παγκόσμιο σύστημα παράγει σήμερα 84.6 εκ. βαρ./ημέρα, σχεδόν 2.0 εκ. βαρέλια ανά ημέρα περισσότερο από πέρυσι). Την σημερινή κρίση επιδεινώνει η περιορισμένη απ’ ότι αποδεικνύεται δυνατότητα των διυλιστηρίων να παράγουν προϊόντα υψηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών (π.χ. ντίζελ και βενζίνες χαμηλής περιεκτικότητας θείου) σε ικανές ποσότητες για ν’ αντιμετωπισθεί η ζήτηση κυρίως στις ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία. Ένας ακόμα παράγων που επιτείνει την κρίση είναι η τελευταία απόφαση του ΟΠΕΚ –που ελέγχει το 37% της παγκόσμιας παραγωγής- να υπερασπισθεί το πλαφόν των 50 δολαρίων το βαρέλι με την προκλητική δικαιολογία ότι αφού μέχρι σήμερα οι υψηλές τιμές των τελευταίων 12 μηνών δεν έχουν επηρεάσει αρνητικά, δηλ. καταστροφικά, την παγκόσμια οικονομία, υπάρχουν ακόμη περιθώρια αύξησής των! Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι οι τιμές στις διεθνείς αγορές θα κινηθούν αναπόφευκτα πάνω από το επίπεδο αυτό, όπως ήδη κινούνται. Ταυτόχρονα η Σαουδική Αραβία εμείωσε το ποσοστό εκπτώσεων που προσφέρει στους πελάτες της και ασφαλώς η διαμόρφωση των τιμών μέσα από τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, κάτι που δεν ίσχυε παλαιότερα, συμβάλλει και αυτό στην άνοδο ή κάθοδο των τιμών μέσω κερδοσκοπικών κινήσεων. Έτσι παρατηρούμε μία σκλήρυνση της στάσης των μελών του Καρτέλ, με συνειδητή επιλογή για μια πολιτική υψηλών τιμών κάτι που έχει να συμβεί από το 1974! Όμως η σημερινή κρίση όπως συνάγεται από την συμπεριφορά των τιμών τους τελευταίους 20 μήνες δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο να χαρακτηρισθεί κερδοσκοπική ή συγκυριακή, αλλά είναι απόλυτα δομική για αυτό και θα έχει μακρά διάρκεια. Η κρίση είναι παράλληλα και πολιτική από την άποψη της ρελάνς των Αράβων στο παγκόσμιο σκηνικό οι οποίοι επιχειρούν επανακαθορισμό του ρόλου τους μετά την αδυναμία των ΗΠΑ να ελέγξουν το εμπόλεμο Ιράκ, όπου η παραγωγή αργού αντί να επιστρέψει στα επί Σαντάμ επίπεδα των 2.5-3.0 εκ. βαρ/ημέρα έχει πατώσει με αποτέλεσμα η παγκόσμια παραγωγή να στερείται σταθερά 2.0-2.5 εκ. βαρ/ημέρα. Αυτή η εξέλιξη ώθησε στην ελαχιστοποίηση της εφεδρικής ικανότητας του ΟΠΕΚ, γεγονός που συμβάλλει στην επιβολή καθεστώτος υψηλών τιμών εκ μέρους του. Έν όψει της προοπτικής διατήρησης των υψηλών τιμών αλλά και της μελλοντικής αβεβαιότητας ως προς την ύπαρξη ή μη επαρκών αποθεμάτων πετρελαίου, είναι πασιφανές ότι απαιτείται επειγόντως η σχεδίαση και υιοθέτηση μίας ξεκάθαρης και μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής και όχι μία αποσπασματική αντιμετώπιση όπως ακριβώς συμβαίνει έως τώρα. Τέτοια πολιτική δεν υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια και δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση, ωσεί παρούσα, μάλλον αδιάφορα αντιμετωπίζει τις τρέχουσες εξελίξεις, εγείροντας έτσι σοβαρά ερωτηματικά ως προς τις προθέσεις της αλλά και την ικανότητά της να διαχειρισθεί μία κρίση, -η οποία βαθαίνει μέρα με την ημέρα-, πολλώ δε μάλλον να διατυπώσει θέσεις και όραμα για το μέλλον. Εκ των πραγμάτων μία ολοκληρωμένη ενεργειακή πολιτική για μία πετρελαιοεισαγωγική χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία εξαρτάται κατά 70% για τις ενεργειακές της ανάγκες από εισαγόμενο πετρέλαιο, ενώ διαθέτει σημαντικούς εγχώριους αλλά ανεκμετάλλευτους ενεργειακούς πόρους, πρέπει να εμπεριέχει δύο βασικές συνιστώσες . Η πρώτη, εξ’ ανάγκης, πρέπει να έχει αμυντικό χαρακτήρα και ν’ αποβλέπει στον περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης, ιδίως του πετρελαίου και συγχρόνως στην πιο ορθολογική χρήση ενέργειας (π.χ. ευρύτερη χρήση φυσικού αερίου, ιδίως στα νοικοκυριά και στην βιομηχανία, επέκταση του μεταφορικού έργου, ιδίως των εμπορευμάτων, με μέσα σταθερής τροχιάς κ.α.). Εξάλλου βασικό ρόλο στην προσπάθεια περιορισμού της κατανάλωσης θα παίξει η εξοικονόμηση ενέργειας. Εδώ η κυβέρνηση θα πρέπει να πρωτοτυπήσει μέσω μίας συνεχούς προσπάθειας με στόχο την αλλαγή της καταναλωτικής κουλτούρας του Έλληνα σε ότι αφορά την χρήση ενέργειας. Στα πλαίσια αυτής της αμυντικής πολιτικής θα πρέπει να επιδιωχθεί η αύξηση, και όχι η μείωση όπως επιδιώκει σήμερα η κυβέρνηση, της τιμής των πετρελαϊκών προϊόντων μέσω του μηχανισμού του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ). Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με την ανάγκη θωράκισης της οικονομίας έναντι των αναμενόμενων μελλοντικών αυξήσεων των διεθνών τιμών. Μία αύξηση του ΕΦΚ τώρα με την προϋπόθεση ότι θα είναι υψηλή και εφ’ άπαξ θα δώσει το κατάλληλο μήνυμα στην αγορά περί περιορισμού της κατανάλωσης ενώ οι πληθωριστικές επιπτώσεις θα «είναι μία και έξω», δηλ. θα επηρεάσουν τον τιμάριθμο καταναλωτού άπαξ με το ευεργητικό αποτέλεσμα οι μετέπειτα τυχόν αυξήσεις των διεθνών τιμών ν’ απορροφηθούν, προσφέροντας παράλληλα την δυνατότητα στην κυβέρνηση μείωσης του ΕΦΚ όταν υπάρξει σαφής και διαρκής υποχώρηση των διεθνών τιμών. Η απέλπιδα προσπάθεια της κυβέρνησης για μείωση του ΕΚΦ, κατά παρέκκλιση μάλιστα των Κοινοτικών Οδηγιών, δεν οδηγεί πουθενά αφού ακόμα και εάν συναινέσει η Ε.Ε., σε λίγες εβδομάδες οι διεθνείς τιμές θα έχουν ανέλθει ακόμα περισσότερο εξαλείφοντας έτσι τα όποια οφέλη από μία ενδεχόμενη μείωση του ΕΦΚ. Η δεύτερη συνιστώσα μίας αποτελεσματικής ενεργειακής πολιτικής, η οποία και θα πρέπει ν’ προωθηθεί παράλληλα με την πρώτη, θα πρέπει να έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό και ν’ αποβλέπει στην μέγιστη ανάπτυξη όλων ανεξαιρέτως των εγχώριων ενεργειακών πηγών, συμβατικών και μη. Πολύς λόγος γίνεται για τις των Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), την προώθηση των οποίων η κυβέρνηση εμφανώς προωθεί και έχει μάλιστα ετοιμάσει σχετικό νομοσχέδιο το οποίο, όταν εφαρμοσθεί αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στην αγορά. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι μέσα στα επόμενα 10-15 χρόνια και με την προϋπόθεση μίας γενναιόδωρης στήριξης για την ανάπτυξή τους είναι ζήτημα εάν οι ΑΠΕ μπορέσουν να καλύψουν 10-15% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας. Ασφαλώς ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό, αλλά επ’ ουδενή λόγω ικανό να λύσει το ενεργειακό μας πρόβλημα. Σταθερή θα πρέπει επίσης να είναι η επιδίωξη για απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο, διότι μόνο μέσα από μία απόλυτα απελευθερωμένη και ανταγωνιστική αγορά μπορούν να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες μεγάλες ενεργειακές επενδύσεις (δηλ. νέοι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας). Όμως η Ελλάδα διαθέτει και ένα αξιόλογο ορυκτό πλούτο, δηλ. λιγνίτη και υδρογονάνθρακες, η ανάπτυξη των οποίων με εξαίρεση τον λιγνίτη έχει ουσιαστικά σταματήσει εδώ και χρόνια. Η χώρα μας αποδεδειγμένα διαθέτει αξιόλογα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, τόσο στο Αιγαίο και κυρίως στην Δυτική Ελλάδα. Η προηγούμενη κυβέρνηση για λόγους που είναι αδιευκρίνιστοι, αλλά προδίδουν μία εγκληματική αδιαφορία, αποφάσισε να εμποδίσει με κάθε τρόπο την ανάπτυξη των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Όμως η συνέχιση αυτού του απαράδεκτου καθεστώτος από την σημερινή κυβέρνηση δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά ως προς τις προθέσεις της. Ομολογουμένως τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων θεωρούνται δύσκολα από την άποψη ότι το κόστος έρευνας και εξόρυξης είναι σαφώς υψηλότερο απ’ ότι σε άλλες περιοχές. Όμως με 60 δολ. το βαρέλι σήμερα και με 80 αύριο η εκμετάλλευση των Ελληνικών κοιτασμάτων θεωρείται πλέον απόλυτα οικονομική (αυτό ισχύει ακόμη και με τιμές 25 και 30 δολ./βαρέλι). Όπως έχουμε επισημάνει στο παρελθόν η Ελλάδα έχει την δυνατότητα παραγωγής 100.000 βαρ/ημέρα, ακόμα και 200.000 βαρέλια από γνωστά και νέα κοιτάσματα με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συνεχής ερευνητική προσπάθεια. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση καλείται να λάβει θέση και να προχωρήσει άμεσα στην οργάνωση και διεξαγωγή ενός νέου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων βάση του οποίου θα συμμετέχουν Ελληνικές και Διεθνείς εταιρείες οι οποίες και θα αναλάβουν όλα τα έξοδα επενδύοντας σοβαρά ποσά για αυτόν τον σκοπό. Με μία διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση που αγγίζει τα 400.000 βαρέλια (από τα οποία παράγονται εγχώρια μόνο 3,000) η χώρα μας έχει κάθε συμφέρον να προωθήσει την εγχώρια παραγωγή. Χωρίς προκατάληψη θα πρέπει επίσης να εξετασθεί εκ νέου η δυνατότητα χρησιμοποίησης της πυρηνικής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή όπως έχουν ήδη αρχίσει να πράττουν χώρες οι οποίες έως τώρα είχαν αρνητική στάση. Σήμερα η πυρηνική τεχνολογία είναι πολύ πιο εξελιγμένη και ασφαλής ενώ η επεξεργασία και αποθήκευση των αποβλήτων έχει λυθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος με διεθνείς εταιρείες που αναλαμβάνουν υπεύθυνα την όλη διαδικασία. Οι όποιες ενστάσεις για λόγους σεισμικότητας του Ελλαδικού χώρου δεν ευσταθούν, ιδιαίτερα εάν εξετάσουμε την περίπτωση της Ιαπωνίας η οποία με απήρως μεγαλύτερη σεισμικότητα δεν έχει αναφέρει κάποιο σοβαρό ατύχημα από αυτήν την αιτία τα τελευταία 40 χρόνια, από τότε δηλαδή που άρχισε η λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων. Απώτερος στόχος μίας επιτυχημένης ενεργειακής πολιτικής θα πρέπει να είναι η μείωση της εισαγωγής καυσίμων και η αύξηση της συμμετοχής των εγχώριων πηγών (ένας στόχος για κάλυψη του 60% των ενεργειακών αναγκών από εγχώρια παραγωγή δεν αποτελεί ουτοπία). Αυτό κρίνεται απόλυτα αναγκαίο για να μπορέσει η χώρα μας να δημιουργήσει ανταγωνιστικούς όρους στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, οι οποίες ως γνωστό εξαρτώνται από άφθονη και φθηνή σχετικά ενέργεια, και δεύτερον για να μπορέσει να επιβιώσει σ’ ένα διεθνές περιβάλλον όπου η εξασφάλιση ενεργειακών πηγών θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Μπορεί η Ελλάδα να μην γίνει ποτέ αυτάρκης σε ενεργειακούς πόρους, εξάλλου κάτι τέτοιο δεν θα συνέφερε οικονομικά (εάν και θα μπορούσε εάν αποτελούσε πρωταρχική πολιτική επιλογή) μπορεί όμως να μεγιστοποιήσει την εγχώρια παραγωγή αποκομίζοντας καθ’ οδό σημαντικά οφέλη για την οικονομία της, η οποία θα επηρεάζεται λιγότερο από τις διεθνείς αναταράξεις, αλλά και την απόκτηση τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και αύξηση της απασχόλησης. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μία ενεργειακά ανεξάρτητη χώρα έχει σαφώς μεγαλύτερο κύρος και δυνατότητα ελιγμών στις διεθνείς αγορές αλλά και στην γεωπολιτική σκακιέρα.