Του Κ. Ν. Σταμπολή
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα παρήγαγε 30.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, από το γνωστό κοίτασμα του Πρίνου και κάλυπτε το 15% περίπου των αναγκών της σε καύσιμα. Σήμερα δια της βίας παράγει 3.000 βαρέλια και καλύπτει ούτε το 1% της πετρελαϊκής της κατανάλωσης. Για μία χώρα όμως που είχε φθάσει να καλύπτει ένα σοβαρό μέρος του ενεργειακού της ισοζυγίου από εγχώρια παραγωγή πετρελαίου η υποβάθμισή της στην σημερινή κατάσταση μαρτυρεί μία εγκληματική αδιαφορία, έλλειψη πολιτικής και στρατηγικής και προπαντός άγνοια των βασικών αρχών ενεργειακής επιβίωσης από διαδοχικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Κορυφαίο παράδειγμα ανεύθυνης συμπεριφοράς απεδείχθη η διάλυση της κρατικής εταιρείας ερευνών ΔΕΠ-ΕΚΥ το 1998 και η ενσωμάτωσή του προσωπικού της στα ΕΛΠΕ. Αυτό οδήγησε ως ήτο φυσικό στην συρρίκνωση και πλήρη αδρανοποίηση του κλάδου των ερευνών. Σε μία εποχή μάλιστα που όλα τ’ άλλα κράτη ενίσχυαν τις προσπάθειές τους σε αυτό τον τομέα. Σήμερα η Ελλάδα καταναλώνει περί τα 18 εκατ. τόνους πετρελαίου τον χρόνο οι οποίοι ισοδυναμούν με 380.000 βαρέλια την ημέρα. Η χώρα εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από εισαγωγές αργού που προέρχονται κυρίως από τη Ρωσία και τον Περσικό Κόλπο. Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια πλήρως παγκοσμιοποιημένη και εμπορικά απελευθερωμένη αγορά, η οποία λειτουργεί χάρις στην ελεύθερη διακίνηση όλων των αγαθών, το πετρέλαιο παραμένει μια στρατηγικής φύσεως πρώτη ύλη, η εξασφάλιση της οποίας, υπό τη μορφή ελεγχόμενων αποθεμάτων προσδίδει κύρος, πλούτο και σχετική ανεξαρτησία κινήσεων στο κυρίαρχο κράτος. Αν και πρόδηλα τα οφέλη που προκύπτουν από την αξιοποίηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έκριναν σκόπιμο να σταματήσουν ή και να εμποδίσουν κάθε έρευνα στον ελληνικό χώρο με το ανεδαφικό επιχείρημα ότι η χώρα μας είναι πτωχή σε κοιτάσματα και δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμεθα με ατελέσφορες ερευνητικές δραστηριότητες. Όμως για το πετρέλαιο, όπως και για τα περισσότερα μεταλλεύματα, ισχύει ο κανόνας της διαρκούς έρευνας, βάσει του οποίου μόνο εάν η προσπάθεια είναι συνεχής και καλά οργανωμένη μπορεί να αποδώσει, με την προϋπόθεση ότι τα γεωλογικά στοιχεία, και οι γεωφυσικές συντεταγμένες είναι θετικά, κάτι που ασφαλώς συμβαίνει για πολλές περιοχές της χώρας μας. Πέρα από το παραγωγικό κοίτασμα του Πρίνου (η περαιτέρω εκμετάλλευση του οποίου, ιδίως στην ανατολική πλευρά, εξαρτάται από πολιτικούς παράγοντες και την δυνατότητα της χώρας να υπερασπισθεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα) η χώρα μας διαθέτει αρκετά άλλα πετρελαιοπιθανά κοιτάσματα σε διάφορες τοποθεσίες (π.χ. Δυτική Ελλάδα, Θερμαϊκός Κόλπος, Νότια Κρήτη) τα οποία επειδή δεν έχουν ερευνηθεί σε μεγάλη έκταση ή βάθος, δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για την αξιολόγησή τους. Γι’ αυτό έχει διαμορφωθεί μία εσφαλμένη εικόνα βάσει της οποίας η Ελλάδα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο πετρελαϊκό ενδιαφέρον. Και όμως υπάρχουν κοιτάσματα, τα οποία εάν αξιολογηθούν σωστά θα οδηγήσουν σε μία πλήρη ανατροπή της επικρατούσας άποψης ενώ η εκμετάλλευσή τους θα καταστήσει και πάλι τη χώρα μας πετρελαιοπαραγωγό με ότι οφέλη αυτό μπορεί να αποφέρει. Η προηγούμενη κυβέρνηση για λόγους που είναι αδιευκρίνιστοι, αλλά οπωσδήποτε ποινικά κολάσιμοι, αποφάσισε να εμποδίσει με κάθε τρόπο την ανάπτυξη των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Όμως η συνέχιση αυτού του καθεστώτος από την σημερινή κυβέρνηση μπορεί μόνο να ενισχύσει υποψίες περί παιγνίου συγκάλυψης. Ομολογουμένως τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων θεωρούνται δύσκολα από την άποψη ότι το κόστος έρευνας και εξόρυξης είναι σαφώς υψηλότερο απ’ ότι σε άλλες περιοχές. Όμως με το βαρέλι στα 60 δολάρια σήμερα και 80 αύριο η εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων θεωρείται πλέον απόλυτα οικονομική (αυτό ισχύει ακόμη και με τιμές 30 και 35 δολ./βαρέλι). Όπως έχουμε επισημάνει στο παρελθόν η Ελλάδα έχει την δυνατότητα παραγωγής 100.000 βαρ/ημέρα, ακόμα και 200.000 βαρελιών από γνωστά αλλά και νέα κοιτάσματα. Ένα τέτοιο επίπεδο παραγωγής μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν η χώρα αναπτύξει εκ νέου αξιόλογη ερευνητική δραστηριότητα σε συνεργασία με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες, ορισμένες από τις οποίες έχουν ήδη υποβάλλει προτάσεις στο ΥΠΑΝ για την ανάπτυξη των κοιτασμάτων στην Επανωμή και το Κατάκολο. Εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η χώρα δαπανά ετησίως τεράστια ποσά για την εισαγωγή πετρελαίου (6.0 δις ευρώ το 2004, ενώ προβλέπεται 8.0 δις ευρώ για το 2005, που αναλογεί στο 4.6% του ΑΕΠ) τότε έχουμε κάθε συμφέρον να προωθήσουμε την εγχώρια παραγωγή. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση καλείται να λάβει θέση και να προχωρήσει άμεσα στην οργάνωση και διεξαγωγή ενός νέου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων βάση του οποίου θα συμμετέχουν Ελληνικές και Διεθνείς εταιρείες οι οποίες και θα αναλάβουν όλα τα έξοδα επενδύοντας σοβαρά ποσά για αυτόν τον σκοπό.