Των David Buchan και Carola Hoyos
Η προσφορά της Κίνας, για την εξαγορά ενός εκ των σημαντικότερων πετρελαϊκών ομίλων στις ΗΠΑ, αποτελεί άραγε μία απλή επιχειρηματική συμφωνία ή σηματοδοτεί μία σοβαρή έκρηξη ενεργειακής ανασφάλειας, στην χώρα η οποία πρόκειται σύντομα να αποτελέσει τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου; Με άλλα λόγια, μήπως έχει ξεκινήσει ο τελικός «αγώνας» για την εξασφάλιση πετρελαίου; «Είναι μία καλή προσφορά για την Unocal, μία καλή προσφορά για την Αμερική» είχε δηλώσει στα τέλη του περασμένου μήνα ο επικεφαλής της CNOOC, Φου Τσενγιού. Είναι όμως αρκετά καλή; Δεν υπάρχει τίποτα το ύποπτο στην προσφορά που έκανε η CNOOC και η οποία ξεπερνάει κατά 2 δις δολάρια την αντίστοιχη της Chevron. Η κινεζική εταιρεία ήθελε απλά να αποζημιώσει τους μετόχους της Unocal, για την καθυστέρηση που θα προκαλούσε ο ενδεχόμενος έλεγχος ασφαλείας των ΗΠΑ στην προσφορά της. Οι σινοφοβικοί της Ουάσινγκτον πιθανόν να κάνουν λάθος στην θεωρία τους, ότι κύριος στόχος της CNOOC αποτελούν τα τμήματα πετρελαίου που διαθέτει η Unocal στις ΗΠΑ. Στόχος της κινεζικής εταιρείας μπορεί κάλλιστα να είναι και τα τμήματα φυσικού αερίου της Unocal στην Ασία. Συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι πίσω από την CNOOC κρύβεται το κινεζικό κράτος, ανησυχεί εκείνους που βλέπουν το Πεκίνο ως την πιο μεγάλη στρατηγική απειλή των ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. Το ερώτημα που τίθεται είναι, έως ποιο βαθμό δρα η εταιρεία για λογαριασμό της ή για λογαριασμό της κινεζικής κυβέρνησης. Ένα είναι σίγουρο: η προσφορά αναδεικνύει την κοινή επιθυμία ΗΠΑ και Κίνας για επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας. Ως νυν και μέλλουσες υπερδυνάμεις, διστάζουν να ανεχτούν την εξάρτησή τους από μία τόσο ζωτική πρώτη ύλη όσο το πετρέλαιο. Πράγματι, το Πεκίνο καταβάλλει ήδη προσπάθειες να μειώσει τη χρήση πετρελαίου, ενώ έχει δώσει οδηγίες προς τις κινεζικές πετρελαϊκές εταιρείες να επιδοθούν στην εξεύρεση και παραγωγή νέων ποσοτήτων «μαύρου χρυσού». Παρ’ όλα αυτά, η δίψα της Κίνας για πετρέλαιο – που έχει συμβάλλει στην εκτίναξη της τιμής του πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι – είναι τόσο μεγάλη, ώστε η χώρα προσπαθεί τώρα να εξασφαλίσει αποθέματα από την αγορά εμπορευμάτων, όπως άλλωστε κάνουν πολλές δυτικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στρατηγική ενεργειακής ασφάλειας φαίνεται να ακολουθεί και η Ινδία. Η Ιαπωνία, από την άλλη πλευρά, ακολουθεί διαφορετική τακτική, όντας μία χώρα που έχει ζήσει την τρέλα του πολέμου για το πετρέλαιο (η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ προκλήθηκε εν μέρει επειδή οι Αμερικανοί σταμάτησαν να την τροφοδοτούν με πετρέλαιο). Είναι χαρακτηριστικό, πως μεταξύ της ομάδας των 8 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου (G8), η Ιαπωνία είναι η μόνη χώρα που δεν διαθέτει μία μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία. Η εξάρτησή της – και μάλιστα από μία συγκεκριμένη περιοχή – βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα: το 90% του πετρελαίου της προέρχεται από την Μέση Ανατολή. Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ποιες ή πόσες πηγές πετρελαίου διαθέτει η κάθε χώρα, καθώς όλες αυτές οι πηγές τροφοδοτούν αποτελεσματικά την παγκόσμια αγορά, από όπου αγοράζουν όλοι πετρέλαιο. Στην πράξη, και σίγουρα σε περιόδους πολέμου, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι μεγάλες δυνάμεις – όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ τον περασμένο αιώνα – αισθάνθηκαν ότι χρειάζονται το δικό τους πετρέλαιο για να τροφοδοτήσουν το ναυτικό τους. Μάλιστα, η βρετανική κυβέρνηση είχε αγοράσει τότε την ΒΡ για αυτόν το σκοπό, ενώ οι ΗΠΑ διαθέτουν το Naval Petroleum Reserve στην Αλάσκα. Σήμερα, αυτή η σχέση συχνά αντιστρέφεται. Οι Αμερικάνοι πιστεύουν ότι χρειάζονται το ναυτικό τους, προκειμένου να προστατέψουν τα αποθέματα και τους δρόμους του πετρελαίου. Την Ουάσινγκτον βασανίζει, επίσης, εδώ και χρόνια, η αντιφατικότητα μεταξύ της ενεργειακής της εξάρτησης από την Μέση Ανατολή και της εξωτερικής της πολιτικής απέναντι στη χώρα αυτή. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζώρτζ Μπους, προωθεί τελευταία τόσο την δημοκρατία στον αραβικό χώρο όσο και ένα αμερικάνικο ενεργειακό ταμείο. Γενικά, η απόκτηση ξένων κοιτασμάτων πετρελαίου δεν αυξάνει την ενεργειακή ασφάλεια. Ακόμη και αν η CNOOC καταφέρει να αποκτήσει την Unocal, δεν θα μπορέσει να στείλει το αμερικανικό πετρέλαιο στην Κίνα. Η νομοθεσία των ΗΠΑ απαγορεύει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο άλλοι τρόποι για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Ο ένας τρόπος είναι μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων τροφοδοσίας και υπήρχε στην δεκαετία του 1970 και πριν από την καθιέρωση των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης. Οι παραγωγοί του ΟΠΕΚ προτιμούν πλέον να συμμετέχουν και αυτοί στις προθεσμιακές αγορές αποβλέποντας σε υψηλές τιμές. Είναι λογικό, όμως, οι μεγάλοι εισαγωγείς πετρελαίου, όπως η Κίνα και η Ινδία, να μπορούν να κλείνουν συμφωνίες που οι μικρότεροι καταναλωτές δεν μπορούν. Ο δεύτερος τρόπος για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας είναι το «χτίσιμο» μίας μεγάλης ποσότητας αποθεμάτων πετρελαίου. Αυτή την τακτική την ακολουθεί ήδη η Κίνα, ενώ η Ινδία την μελετά προς το παρόν. Καμία, ωστόσο, από τις δύο χώρες δεν ανήκει στον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ), μέσω του οποίου οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία έχουν συμφωνήσει όχι μόνο να διατηρούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο αποθεμάτων αλλά και να το μοιράζονται σε περιόδους κρίσης. Εν τέλει, η καλύτερη δυνατή ενεργειακή ασφάλεια που μπορούν να εξασφαλίσουν τα χρήματα είναι τα χρήματα. Το πετρέλαιο θα πάει σε αυτόν που θα υποβάλλει την ελκυστικότερη προσφορά. Όταν ο Αλί Ναϊμι, ο υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας – που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο – προέβλεψε πέρσι, πως η χώρα του θα είναι αυτή που θα παράγει το τελευταίο βαρέλι πετρελαίου πάνω στην γη, δεν είχε λάβει υπόψη του τους διεθνείς αγοραστές. Με τα σημερινά δεδομένα, αυτοί ενδεχομένως να είναι οι Κινέζοι. (Από τους Financial Times, 27/6/05)