Λέγεται εδώ και καιρό ότι η πυρηνική σύντηξη είναι και θα παραμείνει η δύναμη του μέλλοντος. Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται, παρ’ όλα αυτά, να αποδυναμώνεται, μετά την υπογραφή, στις αρχές Ιουλίου, διεθνούς συμφωνίας για την πραγματοποίηση της πρώτης πειραματικής πυρηνικής σύντηξης με τον αντιδραστήρα Iter, στη Γαλλία. Έπειτα από μία μακρά περίοδο αντιδικιών, κατά την οποία η τελευταία και οι Ευρωπαίοι εταίροι της πλήρωσαν ακριβά – το ήμισυ σχεδόν του συνολικού κόστους, που ανέρχεται στα 10 δις ευρώ – προκειμένου να μεταφέρουν την τοποθεσία του αντιδραστήρα από την Ιαπωνία στην Προβηγκία. Ο δρόμος εξακολουθεί, πάντως, να είναι μακρύς. Ο αντιδραστήρας Iter (International Thermonuclear Experimental Reactor) θα είναι έτοιμος σε μία δεκαετία, ενώ θα χρειαστεί την περαιτέρω κατασκευή ενός επιπλέον πειραματικού αντιδραστήρα προκειμένου να αποδείξει εμπορικά την τεχνολογία του. Το τίμημα, ωστόσο, είναι μεγάλο. Εφαρμόζοντας τη σύντηξη για την ένωση των ατόμων (αντί για την τεχνική της πυρηνικής σχάσης, που χρησιμοποιείται σήμερα και η οποία διασπά τα άτομα), ο Iter θα χρησιμοποιήσει βασικά στοιχεία του θαλάσσιου νερού, που είναι διαθέσιμα σε μεγαλύτερο βαθμό από το ουράνιο, με σκοπό να παραγάγει ηλεκτρική ενέργεια και πυρηνικά απόβλητα, τα οποία είναι λιγότερο ραδιενεργά και έχουν μικρότερη διάρκεια ζωής από τα υποπροϊόντα της σχάσης. Το γεγονός αυτό δίνει στην πυρηνική σύντηξη ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Το πραγματικό πρόβλημα της πυρηνικής ασφάλειας δεν βρίσκεται στη λειτουργία των αντιδραστήρων, η οποία έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά τα ατυχήματα του Tree Mile Island και του Τσερνομπίλ, αλλά στον τρόπο αντιμετώπισης των ραδιενεργών αποβλήτων με μεγάλη διάρκεια ζωής. Γι’ αυτό το λόγο, μία δελεαστική επιλογή ενδεχομένως να είναι η προώθηση των ερευνών πάνω στην πυρηνική σύντηξη και ο σταδιακός παραμερισμός της παραγωγής ενέργειας μέσω της σχάσης. Αυτό, όμως, θα ήταν λάθος. Η έρευνα πάνω στη σύντηξη δεν εξαρτάται άμεσα από τις περαιτέρω βελτιώσεις στην τεχνολογία της σχάσης. Αντιθέτως, η όποια εμπορική εκμετάλλευση της σύντηξης θα πρέπει να βασίζεται σε κατάρτιση στην πυρηνική μηχανική τεχνολογία, η οποία βρίσκεται σε ανησυχητικό μαρασμό. Αυτή η έλλειψη κατάρτισης αποτελεί πρόβλημα όχι μόνο για την Βρετανία και τις ΗΠΑ – που έχουν να παραγγείλουν πυρηνικό αντιδραστήρα από την δεκαετία του 1970 – αλλά και για χώρες όπως η Γερμανία, η οποία έχει δεσμευτεί να καταργήσει τους υπάρχοντες σταθμούς, αν και η κατά πάσα πιθανότητα επόμενη κυβέρνησή της επιθυμεί να μην διακόψει τη λειτουργία τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι απόφοιτοι των μηχανολογικών σχολών αποφεύγουν έναν τομέα με τόσο περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές όσο ο πυρηνικός. Αυτό ενδεχομένως να αλλάξει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι περισσότερες οικολογικές οργανώσεις αρνούνται να παραδεχτούν ότι μία οικονομία καθαρής ενέργειας μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν η πυρηνική ενέργεια παρέχει το σταθερό φορτίο βάσης που απαιτούν τα ηλεκτρικά συστήματα και που τόσο η ηλιακή όσο και η αιολική ενέργεια δεν μπορούν να παράσχουν. Ορισμένοι πολιτικοί, όμως, έχουν αρχίσει να βλέπουν την πραγματικότητα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι Γερουσιαστές John McCain και Joe Lieberman – οι οποίοι έχουν ασκήσει κατά το παρελθόν πιέσεις για την καθιέρωση ομοσπονδιακών ελέγχων στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – μελετούν το ενδεχόμενο παροχής δημοσιονομικών κινήτρων (π.χ. κρατικές εγγυήσεις για την ασφάλιση των πυρηνικών αντιδραστήρων) για την κατασκευή σταθμών πυρηνικής ενέργειας. (Από το Κύριο Άρθρο των Financial Times, 30/6/05)