του Κ.Ν. Σταμπολή
Χωρίς υπερβολή η περίοδος που περνάμε θυμίζει έντονα το διάστημα μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1979-81, όταν ο προβληματισμός για τις ενεργειακές μας επιλογές είχε κορυφωθεί και υπήρχε μια έντονη ανησυχία στην αγορά για τις μελλοντικές εξελίξεις. Σήμερα, τα αίτια της ανόδου των διεθνών πετρελαϊκών τιμών, οι οποίες ξεπέρασαν τα 60 δολ./βαρέλι, μπορεί να είναι διαφορετικά από αυτά της δεκαετίας του ’80, το κλίμα ανησυχίας και προβληματισμού όμως είναι παρόμοιο. Το τι ακολούθησε την Ιρανική πετρελαϊκή κρίση του 1979-81 είναι λίγο - πολύ γνωστό. Στασιμοπληθωρισμός, αύξηση των επιτοκίων, κάθετη μείωση του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης, μείωση των επενδύσεων κ.λπ. Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική, υπό την έννοια ότι η ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου (140% αύξηση τους τελευταίους 18 μήνες!) δεν οφείλεται σε ξαφνική μείωση της παγκόσμιας παραγωγής αργού ή προβλήματα στον ανεφοδιασμό, αλλά σε ποικίλους λόγους όπως στην σταθερή αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης λόγω βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης πολλών χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου, η συνέχιση της ανάπτυξης στις δυτικές οικονομίες, η περιορισμένη διυλιστική ικανότητα, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στον χρηματιστηριακό-κερδοσκοπικό παράγοντα, αφού σε αντίθεση με την δεκαετία του ’70 το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη διαπραγματεύεται πλέον ελεύθερα, καθώς έτσι διαμορφώνεται η τιμή του στα διεθνή χρηματιστήρια. Σε αντίθεση με την προ 25ετίας περίοδο το πετρέλαιο είναι σήμερα υπεύθυνο για ένα αισθητά μικρότερο τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής και της οικονομίας, γενικότερα. Αυτό εξηγεί γιατί παρά την τεράστια αύξηση στην τιμή του δεν έχει επηρεασθεί αντίστοιχα ο πληθωρισμός και η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό εξάλλου είναι και το βασικό επιχείρημα της Σαουδικής Αραβίας και του ΟΠΕΚ στην πρόσφατη (Ιούνιος 2005) απόφασή τους να υποστηρίξουν μια ελάχιστη τιμή πλαφόν στα 50 δολ./βαρέλι (από την ζώνη των 22-28 δολ./βαρέλι που ήταν μόλις πριν 20 μήνες). Αναπόφευκτα, ο ΟΠΕΚ, με την αφανή υποστήριξη και των άλλων παραγωγών χωρών (δηλ. Ρωσία, Νορβηγία, ΗΠΑ κ.ά.) θα οδηγήσει τις τιμές σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, ενδεχομένως και μέχρι τα 100 δολ./βαρέλι, μέχρις ότου αυτές φθάσουν σ’ ένα σημείο ισορροπίας, εκεί δηλαδή που οι τιμές του πετρελαίου ν’ αποτελέσουν όντως πραγματική απειλή για τη διεθνή οικονομία. Μέχρι τότε η ακολουθούμενη πολιτική των παραγωγών χωρών, κυρίως αυτών του ΟΠΕΚ, θα τους αποφέρει υψηλά έσοδα και ακόμα υψηλότερα κέρδη, ισοφαρίζοντας τις ζημίες της δεκαετίας του ’90, μηδενίζοντας το εξωτερικό τους χρέος και μεταφέροντας πλούτο στις αναιμικές τους οικονομίες. Oμως, από την πλευρά των καταναλωτών, όπως είναι η χώρα μας, δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός. Τώρα είναι η ώρα της ενδοσκόπησης και του προβληματισμού όσον αφορά την αναδιάταξη του ενεργειακού μας ισοζυγίου και την διαμόρφωση μιας μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή που πρέπει να ξεκινήσουμε ένα οργανωμένο και συνεχές πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας (και όχι απλώς για ν’ αποφεύγουμε τα black outs), τώρα πρέπει να εντατικοποιήσουμε την προσπάθειά μας για εκμετάλλευση των ΑΠΕ εισάγοντας σοβαρά κίνητρα ακόμα και για τα νοικοκυριά, και όχι μόνο για τις μεγάλες επενδύσεις, τώρα είναι η στιγμή να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση των αξιόλογων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που αναμφίβολα διαθέτουμε. Τώρα είναι η στιγμή να εξετάσουμε με σοβαρότητα και νηφαλιότητα το ενεργειακό μας μέλλον και να λάβουμε τις κατάλληλες αποφάσεις έτσι ώστε να μειωθεί η ενεργειακή μας εξάρτηση, να οργανωθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, και να πραγματοποιηθεί μια αποτελεσματική αξιοποίηση των εγχώριων και εισαγόμενων ενεργειακών πόρων. Τους τελευταίους μήνες η προσπάθεια της κυβέρνησης επικεντρώθηκε στην προώθηση των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων της χώρας με θετικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα (δηλ. πετρελαιοαγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, Ελληνικο-Τουρκικός αγωγός φυσικού αερίου, Ελληνο-Ιταλική διασύνδεση φυσικού αερίου κ.λπ.). Οι κινήσεις αυτές αναμφισβήτητα αναβαθμίζουν τη γεωπολιτική θέση της χώρας και δημιουργούν νέες προοπτικές για την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της ευρύτερης περιοχής. Oπως και η προσπάθεια, για την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και ηλεκτρισμού (οι οποίες στην ουσία βέβαια δεν απελευθερώνονται). Πλην όμως όλα αυτά δεν συμβάλλουν στην αλλαγή της νοοτροπίας της αφθονίας, και της άφρονος ενεργειακής καταναλωτικής μας κουλτούρας η οποία παραμένει φρικτά σπάταλη, άκρως αντικοινωνική και επικίνδυνη για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Η κυβέρνηση, η οποία ζει πλέον στον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων, καλό είναι εμφορούμενη από αυτό το πνεύμα να επανεξετάσει το όλο πλέγμα λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς και να διευρύνει την πίτα των παραγωγών (αντί με διάφορα φανερά ή κρυφά τεχνάσματα και αλχημείες να προσπαθεί να την μειώσει) καταστώντας την ενέργεια ένα από τα κεντρικά σημεία της οικονομικής της πολιτικής (η ενέργεια ως οικονομικό μέγεθος ευθύνεται για το 12% περίπου του ΑΕΠ). Μόνο έτσι θα μπορέσει να προσελκύσει σοβαρές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Αργά ή γρήγορα, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής εναρμόνισης, οι εγχώριες τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος (από τις φθηνότερες της Ευρώπης), αλλά και των πετρελαιοειδών θ’ αυξηθούν σημαντικά, σε επίπεδα που θα εκφράζουν την πραγματική τους αξία. Iσως τότε μόνο ο Eλληνας καταναλωτής θ’ αρχίσει να αντιλαμβάνεται την πραγματική διάσταση και αξία των καυσίμων. Μέχρι τότε θα ζούμε με αυταπάτες ροκανίζοντας πολύτιμες πρώτες ύλες με δανεικό χρόνο και χρήμα. από την Καθημερινή (24/07/2005)