Του Ron Oxburgh*
Το 1896, ο Svante Arrhenius, ο διάσημος χημικός που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, είχε προβλέψει ότι η χρήση των ορυκτών καυσίμων θα προκαλούσε αύξηση της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και θα οδηγούσε στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Το πρόσφατο συμπέρασμα των εθνικών επιστημονικών ενώσεων από όλο τον κόσμο επιβεβαιώνει την πρόβλεψη του Arrhenius. Δείχνει, επίσης, ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα διαταράσσουν την ευαίσθητη ισορροπία παραγόντων – όπως η θερμοκρασία των θαλάσσιων υδάτων, η αλμυρότητά τους, τα ρεύματα, τους πάγους και την ηλιακή ακτινοβολία – η οποία διατήρησε για πάνω από 8.000 χρόνια ένα σταθερό, ήπιο κλίμα, τη στιγμή που οι άνθρωποι πέτυχαν τον εκπληκτικό εκείνο μετασχηματισμό που ονομάζουμε σύγχρονο πολιτισμό. Παρά το γεγονός ότι το κλίμα άλλαζε συνεχώς και κατά το παρελθόν, οι σημερινοί ρυθμοί των αλλαγών είναι απαράμιλλοι. Έτσι, η προσαρμογή μας σε αυτούς καθίσταται δύσκολη και δαπανηρή. Δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί τι θα συμβεί σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου. Τα ενδεχόμενα είναι πολλά, από ανεμοστρόβιλους, παγετώνες, καταιγίδες και πλημμύρες μέχρι αύξηση της στάθμης των θαλασσών και νέες παθογένειες. Οι επιστημονικές ενώσεις συμβουλεύουν, πως όσο πιο πολύ αναβάλλουμε την επίλυση του εν λόγω προβλήματος, τόσο πιο δύσκολη θα γίνει αυτή. Εξάλλου, έρευνες έχουν δείξει ότι μία άμεση αντιμετώπισή του είναι και περισσότερο οικονομική. Σύμφωνα με τις καλύτερες – και μάλλον συντηρητικές – εκτιμήσεις, οι πιο ακραίες κλιματολογικές συνέπειες πιθανόν να αποφευχθούν, αν μέχρι το 2050 καταφέρουμε να περιορίσουμε την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα στο διπλάσιο του προ-βιομηχανικού επιπέδου. Βρισκόμαστε ενώπιον μίας πολύ «εύθραυστης» κατάστασης. Οι υποδομές όλου του πλανήτη κοστίζουν εκατοντάδες τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η παγκόσμια οικονομία βασίζεται στα φθηνά ορυκτά καύσιμα. Η πρόκληση για εμάς είναι να πετύχουμε την μετάβαση σε μια οικονομία «χαμηλού άνθρακα», αρκετά σύντομα ώστε να περιορίσουμε τις κλιματολογικές αλλαγές και σταδιακά ώστε να καταστεί οικονομικά προσιτή η ανανέωση των υποδομών (οχήματα, σταθμοί ενέργειας κ.τ.λ.). Η πλειοψηφία των σημερινών υποδομών ανανεώνεται κάθε 40-50 χρόνια περίπου. Έτσι, αν ξεκινήσουμε τώρα, έχουμε πολλές ελπίδες να τα καταφέρουμε. Ούτως ή άλλως, θα πρέπει να αναζητήσουμε εναλλακτικές πηγές ενέργειας κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα, καθώς τα αποθέματα πετρελαίου έχουν αρχίσει και μειώνονται. Οι κλιματολογικές αλλαγές απλά μας πιέζουν να το κάνουμε αυτό νωρίτερα. Ποιες είναι, όμως, οι επιλογές μας; Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να σταματήσουμε να σπαταλούμε ενέργεια. Οφείλουμε να απαιτήσουμε περισσότερο αποτελεσματικές εφαρμογές, οχήματα και σταθμούς ενέργειας. Οι επιλογές μας, ωστόσο, για πηγές καθαρής ενέργειας είναι περιορισμένες. Συνήθως στρεφόμαστε προς τις ανανεώσιμες πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή, οι οποίες όμως αν και βοηθούν, δεν μπορούν να καλύψουν το σύνολο της ζήτησης. Αυτό που χρειάζεται είναι να βρεθεί ένας τρόπος αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας. Τα φυτά αποτελούν, βεβαίως, τον τρόπο με τον οποίο η φύση αποθηκεύει την ηλιακή ενέργεια, ενώ πρόσφατα έγινε δυνατή και η παραγωγή οικονομικών υγρών καυσίμων από αγροτικά υπολείμματα, όπως άχυρα. Κάτι που προσφέρει την προοπτική συμπαραγωγής τροφής και καυσίμων. Επίσης, μία άλλη επιλογή παραμένει η πυρηνική ενέργεια, που έχει καταστεί σήμερα πιο αποτελεσματική, ασφαλέστερη και παράγει λιγότερα απόβλητα. Η πυρηνική σύντηξη πιθανόν να προσφέρει μία λύση στο πρόβλημα των κλιματολογικών αλλαγών, αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί πριν από τα μέσα του αιώνα. Η κάθε χώρα αναμένεται να επιλέξει και κάτι διαφορετικό από το ενεργειακό αυτό μενού. Όλες τους, ωστόσο, θα εξακολουθήσουν να εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα για τις επόμενες δεκαετίες. Τι θα γίνει όμως με τις εκπομπές αερίων; Αυτές μπορούν να μειωθούν με τρεις τρόπους: βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της καύσης, αλλάζοντας το μείγμα των ορυκτών καυσίμων προς όφελος του φυσικού αερίου (το ορυκτό καύσιμο με τις μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του θείου) αλλά και του κάρβουνου, το πλέον ρυπογόνο από πλευράς εκπομπών, και με την απάλειψη του διοξειδίου του άνθρακα με την αποθήκευσή του κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Η τελευταία αυτή τεχνολογία, η δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα, είναι υψίστης σημασίας. Ο άνθρακας αποτελεί το φθηνότερο και πιο ευπρόσιτο καύσιμο, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι αναπτυσσόμενες χώρες για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες τους σε ενέργεια. Ακατάσχετες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από αυτές τις χώρες θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις μειώσεις που επιχειρούν οι χώρες της δύσης. Ο ομάδα των οκτώ πιο πλούσιων κρατών του κόσμου (G8) οφείλει να αναγνωρίσει την πραγματικότητα των κλιματολογικών αλλαγών που συντελούνται αλλά και την ανάγκη άμεσης δράσης για την αντιμετώπισή τους. Πρέπει, επίσης, να αναγνωρίσουν το γεγονός, ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα καταφέρουν ποτέ να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων, αν τα αναπτυγμένα κράτη δεν τους παράσχουν την απαραίτητη τεχνική και οικονομική βοήθεια. Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να καταλάβουν πως μία τέτοια συνεργασία θα είναι και προς δικό τους όφελος, καθώς θα είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν τυχόν ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι επιχειρήσεις, τέλος, θα πρέπει να το δουν σαν μία ευκαιρία και όχι σαν απειλή. * Ο Λόρδος Oxburgh είναι μη εκτελεστικός πρόεδρος της Shell Transport and Trading. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στους Financial Times τον Ιούλιο του 2005.