Μπορεί σήμερα οι προεκλογικές συγκεντρώσεις να είναι πλέον κόσμιες, λιγότερο θορυβώδεις και να πραγματοποιούνται σε μεγάλους ή μικρούς κλειστούς χώρους με τους οπαδούς να προέρχονται ως να πηγαίνουν στην εκκλησία ,όμως από πλευράς επιπέδου πολιτικού διαλόγου τα πράγματα είναι τα ίδια ή χειρότερα από πριν

Μπορεί σήμερα οι προεκλογικές συγκεντρώσεις να είναι πλέον κόσμιες, λιγότερο θορυβώδεις και να πραγματοποιούνται σε μεγάλους ή μικρούς κλειστούς χώρους με τους οπαδούς να προέρχονται ως να πηγαίνουν στην εκκλησία ,όμως από πλευράς επιπέδου πολιτικού διαλόγου τα πράγματα είναι τα ίδια ή χειρότερα από πριν. Μπορεί η τηλεόραση και το ραδιόφωνο να έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό , εάν όχι πλήρως, την ρυπαρή και αντιαισθητική αφισοκόλληση, τα διαβόητα εκλογικά κέντρα μιας άλλης εποχής και τους λόγους από τα μπαλκόνια και το συνωστισμό στις πλατείες, όμως η ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν έχει κατ’ ελάχιστα βελτιωθεί αφού τα συνθήματα και μόνο (όσο πιο δυνατά και συχνά τόσο το καλύτερο!) έχουν αναδειχθεί ως η βασική μορφή πολιτικής επικοινωνίας.

Βέβαια η σαρωτική εισβολή της τηλεόρασης στο πολιτικό σκηνικό με τις δήθεν συζητήσεις μεταξύ εκπροσώπων διαφορετικών πολιτικών παρατάξεων που συνήθως καταλήγουν σε ανεξέλεγκτες λογομαχίες και διαπληκτισμούς, κάθε άλλο παρά έχουν αναβαθμίσει το επίπεδο του πολιτικού λόγου ούτε έχουν συμβάλει στην γόνιμη αναζήτηση και προβληματισμό που θα έπρεπε ν’ απασχολούν σήμερα την ελληνική κοινωνία και την οικονομία. Με την συζήτηση για την τελευταία να έχει βάναυσα και χωρίς λογική υποκαταστήσει κάθε σκέψη γύρω από τα μεγάλα εθνικά θέματα τα οποία και έχουν υποβαθμιστεί τελείως, λες και η οικονομία λειτουργεί υπεράνω εθνικών ορίων σ’ ένα φανταστικό,πλατωνικό ουτοπικό χώρο.

Αλλά ακόμη και στην στρεβλή συζήτηση γύρω από την οικονομία κυριαρχούν αντιλήψεις και τοποθετήσεις που φανερώνουν μια τραγική άγνοια για το πώς λειτουργεί το οικονομικό γίγνεσθαι τόσο σε εθνικό, κοινοτικό και παγκόσμιο επίπεδο όσο και σε επίπεδο επιχείρησης και ατομικής απασχόλησης. Με την κουραστική επανάληψη συνθηματολογίας -ελλείψει ουσιαστικού λόγου- με άξονα αναφοράς το δημόσιο χρέος και την υποτιθέμενη ανάγκη για το κούρεμα και αναδιάρθρωση του (λες και αυτό θα μας σώσει…) και ρήξη με τους δανειστές της χώρας, η όλη αντιπαράθεση πολύ έντεχνα έχει καταφέρει να εκτοπίσει πλήρως το ουσιαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελληνική κοινωνία, και το οποίο εντοπίζεται στην επικρατούσα υπανάπτυξη και το ολοένα και αυξανόμενο χάσμα με τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη. Εάν κάτι πάει στραβά σήμερα στον τόπο μας είναι η αδυναμία κινητοποίησης των λίγων εναπομίναντων υγιών δυνάμεων για μια συστράτευση προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης συμβατό με αυτό που επικρατεί στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, μεταξύ των οποίων επιθυμεί να συγκαταλέγεται και η χώρα μας. Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την σημερινή δομή και οργάνωση του κράτους και το ισχύον φορολογικό και διοικητικό πλαίσιο γρήγορα γίνει αντιληπτό ότι η ανάπτυξη δεν είναι τόσο θέμα θέσπισης κινήτρων ( γιατί πολλά από αυτά ήδη υπάρχουν μέσω διαφορετικών κοινοτικών προγραμμάτων) όσο η άρση των σοβαρών αντικινήτρων που υπάρχουν παντού, από την θεώρηση και την πιστοποίηση της γνησιότητας υπογραφής ένος εγγράφου εως τις παράλογες και υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές ελεύθερων επαγγελματιών με μικρά εισοδήματα, που δρα ως αντικίνητρο για την περαιτέρω ενασχόληση και την ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Και ας μην μιλήσουμε καλύτερα για τους επιμέρους τομείς οικονομικής δραστηριότητας με δυνατότητες ανάπτυξης όπως λ.χ ο αγροτικός, ο βιομηχανικός , ο τεχνολογικός, ο ενεργειακός και ο πανταχού παρών τουριστικός, γιατί τις περισσότερες φορές η συζήτηση δεν αγγίζει καν την δομή και οργάνωση της οικονομίας . Όμως χωρίς μια ρεαλιστική θεώρηση , επισκόπηση και συζήτηση των συνιστωσών της επιχειρηματικότητας δράσης – και όχι ασφαλώς των συνιστωσών των πολιτικών σχηματισμών- ουδέποτε θα μπορέσουμε να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να χαράξουμε μια αναπτυξιακή πολιτική.Ένα καλό παράδειγμα είναι ο τομέας της ενέργειας ο οποίος αν και χαρακτηρίζεται από υψηλή ένταση κεφαλαίου, αφού οι απευθείας θέσεις εργασίας που δημιουργεί είναι δυσανάλογα μικρές σε σύγκριση με τα επενδεδυμένα κεφάλαια, εν τούτοις αποτελεί κλειδί για την ανάπτυξη πάρα πολλών άλλων κλάδων από την οικοδομή (βλέπε εργασίες για την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κτιρίων) και την βιομηχανία μέχρι και τον τουρισμό και την γεωργία.

Με πληθώρα εγχώριων ενεργειακών πηγών, γνωστών και μη, η Ελλάδα λόγω ένταξης της στο Ευρωπαϊκό σύστημα και χάρις στο υψηλής κατάρτισης επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει θα έπρεπε σήμερα να είναι το επίκεντρο, εάν όχι ο ενεργειακός παράδεισος της Μεσογείου, με εκτεταμένες δραστηριότητες τόσο στο τομέα της παραγωγής και εξαγωγής ενέργειας όσο και εκπαίδευσης προσελκύοντας διεθνές ενδιαφέρον. Με ένα αιολικό δυναμικό που ευνοεί μεγάλης κλίμακας και οικονομικά ανταγωνιστική παραγωγή ενέργειας, η σημερινή εγκατηστημένη ισχύς των 1,900 MW απέχει παρασάγγας από τα 8.000ή 10.000 MW που θα μπορούσε να ήτο, με τεράστια οικονομικά οφέλη για τη χώρα. Κατ΄αντιστοιχία η απαράδεκτα χαμηλή παραγωγή από μικρά και μεσαία υδροηλεκτρικά έργα, η εξαιρετικά περιορισμένη παραγωγή από μονάδες συμπαραγωγής ( H.Θ.) υψηλής αποδοτικότητος και βιομάζας και η ανύπαρκτη γεωθερμική εκμετάλλευση , συνθέτουν ένα μάλλον απογοητευτικό σκηνικό σ’ ένα μόνο τομέα οικονομικής δραστηριότητας στο οποίο η Ελλάδα διαθέτει ξεκάθαρο συγκριτικό πλεονέκτημα.

Παρόμοιο πλεονέκτημα διαθέτει η χώρα μας και στα στέρεα καύσιμα, δηλ. στον λιγνίτη, η περαιτέρω αξιοποίηση του οποίου θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ταυτόχρονη εισαγωγή καθαρών τεχνολογιών για τον περιορισμό των ρύπων και όχι να απαξιώνονται με πρόσχημα τον περιορισμό του CO2. Αλλά και στο φ. αέριο, αν και εισαγόμενο μέχρι στιγμής, η Ελλάδα διαθέτει γεωγραφικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να την καταστήσει σε αξιόλογο περιφερειακό διαμετακομιστικό κέντρο ενώ η αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού υδρογοναναθράκων που διαθέτει η χώρα παραμένει το μέγα ζητούμενο. Με σοβαρές προσπάθειες για την επανδραστηριοποίηση της χώρας στην έρευνα και ανάπτυξη Υ/Α να έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια και με νέες παραχωρήσεις στη Δ. Ελλάδα και δύο διεθνείς διαγωνισμούς σε εξέλιξη. Βάσει των υπαρχόντων στοιχείων η Ελλάδα διαθέτει ένα αξιόλογο και μέχρι σήμερα αναξιοποίητο δυναμικό Υ/Α που θα μπορούσε εάν το εκμεταλλευθεί σωστά να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των ενεργειακών αναγκών της. Με τις έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που είναι μακροχρόνιες διαδικασίες, να απαιτούν ένα σταθερό νομικό και διοικητικό πλαίσιο, εάν είναι να αποφέρουν καρπούς οι όποιες προσπάθειες.

Δυστυχώς όμως ουδεμία σοβαρή συζήτηση γίνεται για όλα τ’ ανωτέρω παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην καρδιά μιας σοβαρής αναπτυξιακής προσπάθειας. Γιατί εάν είναι κάποτε να ξεφύγουμε από την σημερινή μιζέρια μας και κατατονικό οικονομικό επίπεδο αυτό θα επιτευχθεί μόνο με την συστηματική ανάπτυξη της οικονομίας και του πολιτισμού μας με την προσέλκυση σοβαρών εγχώριων και ξένων επενδύσεων και όχι από τα επιζητούμενα από ορισμένους, (και πράγματι προσβλητικά για την αξιοπρέπεια μας), ‘κουρέματα’ και την ‘’καλοσύνη των ξένων’’. Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης εάν καταφέρει να συνεννοηθεί σε εθνικό επίπεδο και να αναδείξει και αξιοποίηση τα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, τόσο στον πολιτισμό όσο και στο φυσικό περιβάλλον.