Η απομάκρυνση της Τουρκίας από το ΝΑΤO, είναι ο τίτλος του κύριου άρθρου των New York Times της 13 Μαρτίου, που αναδημοσιεύτηκε προχθές στη διεθνή έκδοσή της. Δίχως υπερβολή, η Αγκυρα αντιμετωπίζεται ως πρώην σύμμαχος στο ΝΑΤΟ που περίπου αποκλίνει εφ όλης της ύλης από την Ουάσιγκτον, μια διαπίστωση που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ρητορική υπερβολή ή πίεση αλλά καθυστερημένη ρεαλιστική προσέγγιση

Η απομάκρυνση της Τουρκίας από το ΝΑΤO, είναι ο τίτλος του κύριου άρθρου των New York Times της 13 Μαρτίου, που αναδημοσιεύτηκε προχθές στη διεθνή έκδοσή της.

Δίχως υπερβολή, η Αγκυρα αντιμετωπίζεται ως πρώην σύμμαχος στο ΝΑΤΟ που περίπου αποκλίνει εφ όλης της ύλης από την Ουάσιγκτον, μια διαπίστωση που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ρητορική υπερβολή ή πίεση αλλά καθυστερημένη ρεαλιστική προσέγγιση.

Όταν το 1947 ο Τρούμαν εξήγγειλε το ομώνυμο δόγμα, η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν αντιμετώπιζε μια εσωτερική σύγκρουση, η τελική έκβαση της οποίας θα μπορούσε να σημάνει αλλαγή στρατοπέδου . Επιπλέον οι εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Αγκυρας που είχε προβάλει ο Στάλιν το 1945, οι επαρχίες του Καρς και του Αρνταχάν, αλλά και η ναυτική βάση στα Δαρδανέλια είχαν ατονήσει και σε κάθε περίπτωση είχαν υπάρξει μόνον ως ρητορική και ουδέποτε ως διπλωματία πίεσης.

Ο λόγος για τον οποίο ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Ινονού επεδίωξε την πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ ήταν εσωτερικός: Πρόσδεση με τη Δύση, για να στηριχθεί ένα αυταρχικό κοσμικό καθεστώς, σε σύγκρουση με τη μουσουλμανική ταυτότητα της χώρας, την ώρα που επιχειρούσε ένα ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό, με την κατάργηση του μονοκομματισμού και την ίδρυση δίπλα στο Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Κεμάλ, του Δημοκρατικού Κόμματος με ηγέτη τον Μεντερές.

ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, αλλά και η συμμαχία με το Ισραήλ, ήταν για το κεμαλικό καθεστώς τα εξωτερικά ερείσματα όχι για έναν ανύπαρκτο κομμουνιστικό κίνδυνο ή για μια εξίσου ανύπαρκτη σοβιετική απειλή, αλλά η «ασφάλεια ζωής» ενός αυταρχικού ημιδικτατορικού δυτικότροπου καθεστώτος, που ήξερε ότι δεν άντεχε τη δυναμική ενός αυθεντικού εκδημοκρατισμού.

Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο το κεμαλικό κατεστημένο υπήρξε άκρως επιφυλακτικό στην ενταξιακή διαπραγμάτευση της Τουρκίας με την Ε.Ε. που δρομολογήθηκε στο Ελσίνκι το 1999 και άρχισε το 2005, για να εκφυλισθεί με υπαιτιότητα και της ευρωπαϊκής πλευράς, αλλά και του Ερντογάν, που είδε και αυτός την Ε.Ε. ως πολιορκητικό κριό χρήσιμο μέχρι να τερματισθεί η στεγανή παράλληλη εξουσία των στρατηγών.

Με άλλα λόγια, η Τουρκία είναι η κατ' εξοχήν χώρα που εσωτερική και εξωτερική πολιτική βρίσκονται σε σχέση συγκοινωνούντων δοχείων. Αν οι στρατηγοί είχαν συμμάχους την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ, οι Ερντογάν και Νταβούτογλου έχουν συμμάχους κάθε μορφή και έκφανση του πολιτικού Ισλάμ και επί πλέον κάθε δυσαρεστημένο με τις σημερινές επιλογές της Ουάσιγκτον.

Έτσι στο όνομα του πολιτικού Ισλάμ σύμμαχοι είναι η Χαμάς στη Γάζα, η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο και οι κάθε λογής εξτρεμιστικές οργανώσεις του Σουνιτικού Ισλάμ στη Συρία, στο Ιράκ και στη Λιβύη.

Έτσι, στο όνομα της δυσαρέσκειας με τις ΗΠΑ που προχωρούν σε στρατηγική συμμαχία με την Τεχεράνη, τον Ασαντ και τη Χεζμπολάχ, η Αγκυρα διατηρεί καλές σχέσεις με τον Πούτιν, παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή αποκλίνουν από τις επιλογές της Μόσχας.

Σήμερα οι Ερντογάν-Νταβούτογλου είναι απέναντι στον Ομπάμα και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή συνολικά και απέναντι στην πολιτική του στην Ουκρανία.

Για πρώτη φορά μετά το 1947 σταθεροποιείται μια διάσταση ζωτικών συμφερόντων ΗΠΑ-Τουρκίας, με την Αγκυρα να εναντιώνεται στην κυρίαρχη στη Μεσόγειο ναυτική δύναμη.

Η συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας ήταν για την Ουάσιγκτον την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η νότια πλαγιοκόπηση της ΕΣΣΔ, με τον ίδιο τρόπο που η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι και την Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 για τη Βρετανία το ανάχωμα καθόδου της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Με την Τουρκία ως περίπου πρώην σύμμαχο, τη Σαουδική Αραβία να απειλεί να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο και το Ισραήλ μεταξύ περιχαράκωσης και ρεαλιστικής προσαρμογής, η γεωπολιτική υπεραξία της Ελλάδας πολλαπλασιάζεται.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 18/03/2015)