Η εξωτερική πολιτική αποτελεί πεδίο συνέχειας, ανεξαρτήτως κυβερνητικών ή και καθεστωτικών μεταβολών. Η Μόσχα είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, με τη Ρωσία να έχει ως σημείο αναφοράς τη συντηρητική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης. Η συντηρητική διπλωματία του Κρεμλίνου έχει ως βασική αρχή ότι ουδέποτε αμφισβητεί την ένταξη μιας χώρας σε στρατιωτικό συνασπισμό ή σε οικονομική πολιτική ολοκλήρωση, ένα δεδομένο που, με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού σήμερα στη Μόσχα, μας βοηθά να διακρίνουμε τις πραγματικές δυνατότητες των διμερών σχέσεων και να παραμερίσουμε τον ορυμαγδό της παραπληροφόρησης που διακινείται με δημοσιεύματα και δηλώσεις

Η εξωτερική πολιτική αποτελεί πεδίο συνέχειας, ανεξαρτήτως κυβερνητικών ή και καθεστωτικών μεταβολών. Η Μόσχα είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, με τη Ρωσία να έχει ως σημείο αναφοράς τη συντηρητική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης. Η συντηρητική διπλωματία του Κρεμλίνου έχει ως βασική αρχή ότι ουδέποτε αμφισβητεί την ένταξη μιας χώρας σε στρατιωτικό συνασπισμό ή σε οικονομική πολιτική ολοκλήρωση, ένα δεδομένο που, με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού σήμερα στη Μόσχα, μας βοηθά να διακρίνουμε τις πραγματικές δυνατότητες των διμερών σχέσεων και να παραμερίσουμε τον ορυμαγδό της παραπληροφόρησης που διακινείται με δημοσιεύματα και δηλώσεις.

Προτεραιότητα της Μόσχας μέχρι το 1989 ήταν η μη ανάμειξη της Δύσης στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σήμερα στην πρώην ΕΣΣΔ. Ουδέποτε το Κρεμλίνο θα επιχειρούσε να υπονομεύσει πολυμερή σχήματα συνεργασίας μέσω της διείσδυσης σε μια συγκεκριμένη χώρα. Σοβιετική Ενωση και μετακομμουνιστική Ρωσία θέλουν θεσμική σχέση με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η επέμβαση στη ζώνη επιρροής άλλων μεγάλων δυνάμεων προκαλεί αλλεργία διαχρονικά στο Κρεμλίνο και αποκαλείται «adventurism» (τυχοδιωκτισμός). Η συντηρητική παράδοση της ρωσικής και σοβιετικής διπλωματίας έγινε οδυνηρά αισθητή στην ελληνική Αριστερά τόσο στα Δεκεμβριανά όσο και στον Εμφύλιο και το καλοκαίρι του 1974 στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που δεν κατέγραψε ιδιαίτερο ενθουσιασμό της Σοβιετικής Ενωσης όταν η Αθήνα αποφάσισε να εγκαταλείψει το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Οχι απλά καλοί μαθητές, αλλά δάσκαλοι της πιο σκληρής ρεαλπολιτίκ, οι Ρώσοι επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων με χώρες που ανήκουν στη Δύση και έχουν περίοπτη γεωστρατηγική θέση, όπως η Ελλάδα, χωρίς να τρέφουν οι ίδιοι και κυρίως χωρίς ποτέ να συντηρούν στους συνομιλητές τους αυταπάτες για τα αντισταθμιστικά οφέλη μιας αδιανόητης για το Κρεμλίνο ανατροπής συμμαχιών. Τούτων λεχθέντων το περιθώριο βελτίωσης των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας-Ρωσίας είναι μεγάλο και άμεσα και μακροπρόθεσμα, καθώς δεν μπορούμε να εκλαμβάνουμε ως μόνιμη τη σημερινή ψυχροπολεμική ένταση ανάμεσα στη Μόσχα από τη μια μεριά και την Ουάσιγκτον και την ΕΕ από την άλλη.

Οταν η Αθήνα διερευνά το βάθος των πραγματικών δυνατοτήτων εμβάθυνσης της σχέσης με τη Μόσχα, κινείται μέσα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των εταίρων της, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία. Αλλωστε η πιο σκληρή κριτική για τη στάση της ΕΕ στην Ουκρανία έχει γίνει από τον ίδιο τον Γερμανό ΥΠΕΞ, Σταϊνμάγερ.

(από την εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 08/04/2015)