Σε αναλύσεις που δημοσιεύθηκαν στον διεθνή Τύπο πριν από την άφιξη του Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα γινόταν συχνά λόγος για την πιθανότητα η Ελλάδα να πραγματοποιήσει “στροφή” (pivot) προς τη Ρωσία, προκειμένου να αποδράσει από το ασφυκτικό πλαίσιο που της έχουν θέσει οι Δυτικοί πιστωτές της. Όμως κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ρώσο πρόεδρο ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε “επανεκκίνηση” της ελληνο-ρωσικής συνεργασίας, που είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό
Σε αναλύσεις που δημοσιεύθηκαν στον διεθνή Τύπο πριν από την άφιξη του Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα γινόταν συχνά λόγος για την πιθανότητα η Ελλάδα να πραγματοποιήσει “στροφή” (pivot) προς τη Ρωσία, προκειμένου να αποδράσει από το ασφυκτικό πλαίσιο που της έχουν θέσει οι Δυτικοί πιστωτές της. Όμως κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ρώσο πρόεδρο ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε “επανεκκίνηση” της ελληνο-ρωσικής συνεργασίας, που είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Ακριβέστερα, ο Αλέξης Τσίπρας παραδέχθηκε ότι κατά το προηγούμενο διάστημα υπήρξε “μια νηνεμία, μια ύφεση” στις ελληνορωσικές σχέσεις και αναγνώρισε ότι πολλά θα κριθούν από την συνεπή υλοποίηση στην πράξη όσων συμφωνούνται από τις δύο πλευρές.

Σε ελεύθερη μετάφραση: η Μόσχα, με βάση την πικρά πείρα του πρόσφατου παρελθόντος, επιφυλάσσεται ως προς την αξιοπιστία της Αθήνας, η αποκατάσταση της οποίας θα αξιολογείται βήμα το βήμα. Κάθε άλλο παρά παραπέμπουν όλα αυτά σε “προνομιακό εταίρο”, τον οποίο η Ρωσία θα ενθαρρύνει να υπερβεί τα δεδομένα όρια της υφιστάμενης ευρω-ατλαντικής αρχιτεκτονικής.

Άλλωστε, η Μόσχα διαπνέεται από μια συντηρητική αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος, κληρονομημένη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι δύναμη “αναθεωρητική”, ώστε να αρέσκεται στις τολμηρές κινήσεις: επιδιώκει την κατοχύρωση της επιρροής της στο μετασοβιετικό “εγγύς εξωτερικό”, όπως το αποκαλεί, και διαπραγματεύεται τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο επικαλούμενη διαρκώς την ανάγκη αναγνώρισης ενός κοινού πλαισίου κανόνων. Άλλωστε ο Vladimir Putin σπούδασε νομικά και αυτό χρωματίζει τον λόγο του.

Με αυτή την έννοια, στη θεσμική μνήμη της ρωσικής διπλωματίας ο Ανδρέας Παπανδρέου αποτελεί το πρότυπο ενός φιλικού ηγέτη, ο οποίος πάντως δεν αμφισβητούσε τη λογική των ψυχροπολεμικών συνασπισμών Άλλωστε, η χρησιμότητα μιας φιλικής δυτικής χώρας για τη Μόσχα είναι ευθέως ανάλογη του βαθμού ένταξής της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Είναι βέβαια σαφές ότι στις συνεργασίες της με ξένα κράτη η Ρωσία συνυπολογίζει πάντοτε και τον γεωπολιτικό παράγοντα –σε αντίθεση λ.χ. με την Κίνα της “ειρηνικής ανάδυσης” η οποία εξαντλείται σε μια καθαρά οικονομική θεώρηση των πραγμάτων. Όμως, παρά την ορατή (αν και αποσιωπημένη στα δυτικά μέσα) ανάκαμψη της οικονομίας της μετά τις αναταράξεις του τέλους του 2014, η Ρωσία δεν επιφυλάσσει στον εαυτό της ρόλο ούτε “διασώστη” ούτε “διασπαστή” της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Άλλωστε, το αντικείμενο των μεγαλύτερων φιλοδοξιών της είναι η συναντίληψη με τη Γερμανία.

Υπ΄ αυτό το πρίσμα, οι ανησυχίες των διαφόρων σχολιαστών, λιγότερο αφορούν τον τρόπο που πραγματικά κινείται η Ρωσία και περισσότερο τους δικούς τους ανομολόγητους φόβους (υποβοηθούμενους βέβαια και από όσα κατά καιρούς με ευκολία έχουν ειπωθεί από Έλληνες ιθύνοντες). Τους φόβους, δηλαδή, ότι οι δύο μεγαλύτερες προκλήσεις της Ευρώπης στην παρούσα φάση, η κρίση της ευρωζώνης ή συνολικά της ευρωπαϊκής ενοποίησης και το ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία στο φόντο της ουκρανικής κρίσης, θα μπορούσαν αντικειμενικά στην περίπτωση της Ελλάδας να συναντηθούν. Αλλά οι φόβοι αυτοί δεν θα κατευνασθούν όσο παραμένει το κενό στρατηγικής που τους τροφοδοτεί. Το υπερατλαντικό όνειρο του αποκλεισμού της Ρωσίας δεν απαντά στο ερώτημα τι θα αντικαταστήσει τη ρωσική συμβολή είτε στην ευρωπαϊκή ενεργειακή τροφοδοσία είτε στην ευρωπαϊκή ασφάλεια – όπως δείχνει ήδη το κόστος της αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας.

Πηγή: www.capital.gr