Oι κεντρικοί τραπεζίτες, όντας ανίκανοι να μειώσουν τα επιτόκια, αυτή τη στιγμή δεν κατορθώνουν να εκμεταλλευθούν ευνοϊκά για την οικονομία τον αντίκτυπο της μείωσης των τιμών του πετρελαίου. Οι οικονομολόγοι του ομίλου ερευνών Oxford Economics επισημαίνουν ότι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι για τη νομισματική πολιτική περιστέλλουν τις προσδοκίες ότι η κατά το ήμισυ πτώση των τιμών του αργού θα πυροδοτήσει την παγκόσμια ζήτηση
Oι κεντρικοί τραπεζίτες, όντας ανίκανοι να μειώσουν τα επιτόκια, αυτή τη στιγμή δεν κατορθώνουν να εκμεταλλευθούν ευνοϊκά για την οικονομία τον αντίκτυπο της μείωσης των τιμών του πετρελαίου.

Οι οικονομολόγοι του ομίλου ερευνών Oxford Economics επισημαίνουν ότι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι για τη νομισματική πολιτική περιστέλλουν τις προσδοκίες ότι η κατά το ήμισυ πτώση των τιμών του αργού θα πυροδοτήσει την παγκόσμια ζήτηση.

«Με τα επιτόκια σε τόσο χαμηλά επίπεδα ακόμα και οι καλές ειδήσεις κρύβουν μία δυσάρεστη έκπληξη», επισημαίνουν οι οικονομολόγοι της Oxford, Τζον Μπούλφορντ και Γκάμπριελ Στερν. «Ο αναπτυξιακός αντίκτυπος εξαιτίας της δραστικής πτώσης της τιμής του πετρελαίου περιστέλλεται σε ένα βαθμό, επειδή οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν περιορισμένη δυνατότητα να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική».

Τα οικονομικά μοντέλα της Oxford Economics δεικνύουν ότι οι χαμηλότερες τιμές πετρελαίου θα ήταν -με όρους ιστορικούς- επαρκές κίνητρο να μειώσουν τα επιτόκιά τους έως την εκπνοή του έτους οι 26 από τις 29 μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες, τις οποίες παρακολουθεί ο όμιλος ερευνών. Ωστόσο, μόνο οι μισές το έχουν πράξει, συμπεριλαμβανομένης της τράπεζας του Καναδά, η οποία μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο 0,75% τον Ιανουάριο ως μέθοδο θωράκισης έναντι της πτώσης του αργού. Το πετρέλαιο θα έπρεπε να υποχωρήσει από τα 50 δολάρια το βαρέλι σήμερα στα 20 δολάρια το βαρέλι, ούτως ώστε οι Κεντρικές Τράπεζες με επιτόκια στο 0,5% ή και χαμηλότερα να μπορούν να τα αυξήσουν στο 0,78%.

Στην περίπτωση των ανεπτυγμένων οικονομιών ο λόγος είναι πως δεν υπάρχουν αρκετά περιθώρια για μείωση επιτοκίων. Στις Κεντρικές Τράπεζες 23 πλουσίων χωρών ο μέσος όρος των επιτοκίων είναι μόλις 0,5%, σύμφωνα με την Oxford Economics. Στην πραγματικότητα τα επιτόκια στις προαναφερθείσες οικονομίες συνολικά δεν ξεπερνούν το 11,4%, είναι δηλαδή σε χαμηλότερα επίπεδα από τα επίπεδα των επιτοκίων που είχε η Βρετανία μόνη της στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ενα από τα αδύνατα σημεία της ανάλυσης της Oxford Economics έχει να κάνει με το ότι το μοντέλο της δεν προβλέπει την ποσοτική χαλάρωση (QE), την οποία έχουν εγκαινιάσει και εφαρμόζουν ήδη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ιαπωνίας. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι επιπτώσεις αυτών των αγορών περιουσιακών στοιχείων, τις οποίες διεκπεραιώνουν στο πλαίσιο του QE οι ανωτέρω Κεντρικές Τράπεζες, είναι πιο δύσκολο να υπολογιστούν απ’ ό,τι οι επιπτώσεις της μείωσης των επιτοκίων, σύμφωνα με τον κ. Στερν.

Πάντως, οι Κεντρικές Τράπεζες των αναδυόμενων χωρών έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στο πεδίο αυτό και συνεπώς περισσότερα περιθώρια κινήσεων για μείωση επιτοκίων. Μόνον το 18% από αυτές ενδεχομένως να οδηγηθούν σε μηδενικά επιτόκια, ακόμα κι αν η τιμή του μαύρου χρυσού εξασθενήσει στα 20 δολάρια το βαρέλι, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Μπούλφορντ και Στερν της Oxford Economics.

Το πρόβλημα για πολλές από αυτές είναι ότι με μία μείωση των επιτοκίων ενδεχομένως να υπάρξει κίνδυνος να επισπευσθεί η αποδυνάμωση των αντίστοιχων εθνικών νομισμάτων. Η Μαλαισία, το Μεξικό, η Νότια Αφρική και η Ταϊβάν, συγκεκριμένα, έχουν δει τα αντίστοιχα εθνικά τους νομίσματα να εξασθενούν έναντι του δολαρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, δημιουργούνται ερωτήματα μήπως οι υποτιμήσεις των νομισμάτων πλήξουν τα δημοσιονομικά μεγέθη τους, δεδομένου ότι ο δανεισμός σε δολάρια των προαναφερόμενων κρατών αυξάνεται. Εν κατακλείδι, όπως παρατηρούν οι οικονομολόγοι της Oxford Economics, Τζον Μπούλφορντ και Γκάμπριελ Στερν, «η απάντηση των αρμόδιων αρχών, οι οποίες χαράσσουν νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο, ως προς τη δραστική πτώση των τιμών του πετρελαίου από τα μέσα του Ιουνίου του 2014 και έως σήμερα αποδεικνύεται επί του παρόντος σχετικά αδύναμη».

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", Μεγάλη Παρασκευή, 10 Απριλίου 2015)