«Τεκτονικές αλλαγές» στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και στους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των παραγωγών χωρών διαπιστώνει στην ετήσια μελέτη της η πετρελαιοβιομηχανία BP, που δίνει ιδιαίτερο βάρος στην αιφνιδιαστικά μειωμένη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα.
 «Τεκτονικές αλλαγές» στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και στους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των παραγωγών χωρών διαπιστώνει στην ετήσια μελέτη της η πετρελαιοβιομηχανία BP, που δίνει ιδιαίτερο βάρος στην αιφνιδιαστικά μειωμένη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης για την παγκόσμια ενέργεια, η ζήτηση έχει αυξηθεί μόνο κατά 0,9%, φτάνοντας στα επίπεδα του 1990, που σημαίνει ότι είναι λιγότερο από το μισό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Στην Ευρώπη, μάλιστα, η ενεργειακή ζήτηση έχει περιοριστεί στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1985 και βρίσκεται κατά 12,1% κάτω από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2006. Τα νέα αυτά είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για το περιβάλλον και την επίτευξη του στόχου που έθεσε το G7 στην πρόσφατη σύνοδό του, δηλαδή την απεξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα μέσα στις επόμενες δεκαετίες.

Ταυτόχρονα όμως οι αλλαγές αυτές αποκαλύπτουν και μια εντυπωσιακή αναδιανομή του μεριδίου της αγοράς από τους παραδοσιακούς παραγωγούς όπως οι χώρες του ΟΠΕΚ προς τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική. Είναι ενδεικτικό ότι από τη στιγμή που οι ΗΠΑ άρχισαν να αξιοποιούν τη μέθοδο του φράκινγκ, εκθρόνισαν τη «βασίλισσα» Σαουδική Αραβία στην παραγωγή πετρελαίου και τη Ρωσία στην αγορά φυσικού αερίου. Το μερίδιο στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά των χωρών του ΟΠΕΚ έχει πέσει στο 41%, δηλαδή έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2003. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν η πρώτη χώρα του κόσμου που κατάφερε να αυξήσει την εθνική παραγωγή πετρελαίου κατά ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα για τρεις φορές στη σειρά.

Αλλαγή φρουράς
«Ο κόσμος γίνεται μάρτυρας μιας αλλαγής φρουράς στους προμηθευτές», σημειώνει η μελέτη της BP, που προσθέτει ότι τα γεγονότα στην ενεργειακή αγορά το 2014 υπενθυμίζουν ότι μετά τη νηνεμία έρχεται η καταιγίδα.

Στη λίστα των σημαντικότερων πετρελαιοπαραγωγών καταλαμβάνουν πλέον περίοπτη θέση ο Καναδάς και η Βραζιλία, που αύξησαν την παραγωγή τους, σε αντίθεση με τις χώρες του ΟΠΕΚ που την κράτησαν σταθερή. Η «καταιγίδα αλλαγής» που περιγράφει η μελέτη είναι ιδιαίτερα αισθητή στη Γηραιά Ηπειρο, όπου η συνολική ενεργειακή κατανάλωση μειώθηκε κατά 3,9%, ωστόσο τον πιο καθοριστικό ρόλο έχει παίξει η οικονομία της Κίνας, η οποία τα τελευταία χρόνια «ρουφούσε» την ενεργειακή παραγωγή του πλανήτη.

Τον περασμένο χρόνο η κινεζική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 7,4%, το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας 20ετίας. Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σι Τζινπίνγκ προσπαθεί αφενός να σταθεροποιήσει την οικονομία και αφετέρου να απεξαρτηθεί από τα ορυκτά καύσιμα. Σύμφωνα με τη μελέτη, παρατηρείται μια πολύ μικρή αύξηση στη χρήση κάρβουνου κατά μόνο 0,1% και μια κάτω του μέσου όρου χρήση πετρελαίου.

Συνολικά οι αναδυόμενες οικονομίες συγκράτησαν την ενεργειακή τους... πείνα: τα προηγούμενα χρόνια η ζήτηση σε ορυκτά καύσιμα αυξανόταν με ρυθμό 4,2%, ενώ το 2014 η ζήτηση έπεσε στο 2,4%. Ιδιαίτερα η κατανάλωση της Κίνας μειώθηκε στο 2,6%, το χαμηλότερο ποσοστό από το 1998. Οπως εκτιμούν οι αναλυτές, η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί, και μάλιστα με επιτυχία, την απεξάρτηση της οικονομίας από τα ενεργοβόρα προϊόντα.

Εντυπωσιακή είναι και η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τα συμβατικά καύσιμα. Το μερίδιό τους στην παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και τις μεταφορές αυξήθηκε την περασμένη χρονιά κατά 3%. Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη, αν σκεφτεί κανείς ότι πριν από δέκα χρόνια το ποσοστό αυτό άγγιζε μετά βίας το 0,9%. Επιπλέον, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκαν κατά 12%, αντιστοιχώντας πλέον στο 6% της παγκόσμιας παραγωγής.

(από την εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 12/06/2015)