Από εποχής αλήστου μνήμης Άκη Τσοχατζόπουλου για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο οι διάφοροι πολιτικοί χειριστές των ενεργειακών πραγμάτων της χώρας επιδεικνύουν μία παράξενη εμμονή στην άποψη ότι η Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα κάποια ακατονόμαστη περιοχή στη Βόρειο Ελλάδα, μπορεί να αναδειχθεί σε μεγάλο περιφερειακό ενεργειακό κόμβο

Από εποχής αλήστου μνήμης Άκη Τσοχατζόπουλου για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο οι διάφοροι πολιτικοί χειριστές των ενεργειακών πραγμάτων της χώρας επιδεικνύουν μία παράξενη εμμονή στην άποψη ότι η Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα κάποια ακατονόμαστη περιοχή στη Βόρειο Ελλάδα, μπορεί να αναδειχθεί σε μεγάλο περιφερειακό ενεργειακό κόμβο. Ο τέως πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρα ασφαλώς και δεν απετέλεσε εξαίρεση αφού με προχθεσινές του δηλώσεις στη Θεσσαλονίκη αναπαρήγαγε και αυτός την άνω θέση λέγοντας επί λέξει: «Η Ελλάδα παρά την οικονομική κρίση, διατηρεί ανεξάντλητες τις γεωπολιτικές τις δυνατότητες και αυτές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαπραγμάτευση και την έκβαση μας. Ο ισχυρός ρόλος της Ελλάδα πρέπει να αναδειχθεί…..Εάν ο αγωγός περάσει από τη Τουρκία πρέπει να περάσει και από την Ελλάδα. Πρέπει να συνεχίσουμε αυτή την πολιτική…..Στόχος είναι να γίνει η Ελλάδα ενεργειακός κόμβος».

Έτσι η φράση “ cliche” περί «ενεργειακού κόμβου» αναπαράγεται και εκστομίζεται κατά κόρον από πολιτικούς όλων των παρατάξεων, κυρίως για λόγους εντυπωσιασμού, και μάλιστα σε εκδηλώσεις υψηλής ακροαματικότητας, όπως η καθιερωμένη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, χωρίς συναίσθηση για το τι πραγματικά σημαίνει, τι προϋποθέτει από πλευράς υποδομών και συμφωνιών ενεργειακής προμήθειας και ποιες μπορεί να είναι οι πολιτικοοικονομικές και διπλωματικές επιπτώσεις από την επιδίωξη ενός τέτοιου μεγαλεπήβολου στόχου. Τα τελευταία 10 – 15 χρόνια οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν εμπλακεί σε συζητήσεις, διαπραγματεύσεις ακόμα και διακρατικές συμφωνίες για την προώθηση κατασκευής αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που θα διέρχονται μέσω Ελληνικών εδαφών. Αρκετοί Έλληνες πολιτικοί αντιλαμβανόμενοι την στρατηγική σημασία των οδών μεταφοράς ενέργειας έχουν οραματισθεί την χώρα μας ως ενεργειακό κόμβο μοναδικής εμβέλειας, με την διέλευση πολλαπλών αγωγών από τα εδάφη της, και τη συνεπακόλουθη προβολή επιρροής, ισχύος και κύρους στις γύρω περιοχές. Υπήρξαν δε και πολιτικοί που επίστεψαν απόλυτα το παράτολμο όνειρο της ανάδειξης της Ελλάδας ως χώρας με τεράστια γεωπολιτική ισχύ και ενεργειακού κέντρου της ευρύτερης περιοχής, βασιζόμενοι μόνο στην υπογραφή συμφωνιών και χωρίς να έχει ξεκινήσει καν η κατασκευή των απαραίτητων υποδομών. Μια φαντασίωση που ως έθνος πληρώσαμε ακριβά μετά την ταπείνωση που υπέστημεν από την ακύρωση του project του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης και πλέον πρόσφατα με την υπογραφή σειράς Μνημονίων με την τρόικα για την αποφυγή μιας πλήρους οικονομικής κατάρρευσης.

Του σχεδίου του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη ακολούθησε το σχέδιο για την κατασκευή του αγωγού ITGI που θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν, μέσω Τουρκίας και Ελλάδας στην Ιταλία προς εξυπηρέτηση της Ευρωπαϊκής αγοράς. Και πάλι υπεγράφησαν διακρατικές συμφωνίες με όλες τις εμπλεκόμενες χώρες μόνο που οι υπογραφές αυτές έμειναν στο κενό αφού τις αποφάσεις λαμβάνει ουσιαστικά η κοινοπραξία του προς ανάπτυξη κοιτάσματος Shah Deniz II στην Κασπία (συμμετέχουν οι εταιρείες BP, Statoil, Socar κ.λπ). Και ο επί χάρτου αγωγός ακυρώθηκε και αυτός πριν δύο χρόνια, αφού η κοινοπραξία απέκλεισε τον Ελληνό – Ιταλικό ITGI για δήθεν οικονομικούς λόγους (βλέπε υψηλό οικονομικό ρίσκο λόγω Ευρωζώνης και χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα). Στην θέση του ITGI παίζει τώρα ο Trans – Adriatic – Pipeline γνωστός ως ΤΑΡ που και αυτός επιδιώκει την μεταφορά Αζέρικου αερίου μέσω Τουρκίας - Ελλάδος, μόνο που στην περίπτωση του η διαδρομή προς Ιταλία περνάει μέσω Αλβανίας. Ο TAP δεν απολαμβάνει των διακρατικών συμφωνιών που είχε ο ITGI αλλά βασίζεται στην αξιοπιστία και επιρροή των μετόχων του, αφού ο leader της κοινοπραξίας είναι η Βρετανική BP, από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκες του κόσμου, βασικός μέτοχος του Shah Deniz II. Δηλαδή Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.

Πλέον πρόσφατα ακολούθησε το φιλόδοξο σχέδιο του Ρώσικου South Stream, που θα παρέκαμπτε την Ουκρανία μέσω Μαύρης Θάλασσας το οποίο ως γνωστό ματαιώθηκε και την θέση του πήρε ο Turkish Stream με πιθανή επέκταση του μέσω Ελλάδας με την κατασκευή του Νότιου Ευρωπαϊκού Αγωγού, και την διασύνδεσή του με τους αγωγούς TESLA και τον διασυνδετήριο αγωγό Ελλάδας- Βουλγαρίας ( IGB). Παράλληλα ανακοινώθηκε (Νοέμβριος 2014) η δημιουργία του Vertical Corridor με αφετηρία επίσης την Ελλάδα κ.ο.κ. Κοινός παρονομαστής όλων των ανωτέρω αγωγών- ενδεχομένως με εξαίρεση του TAP του οποίου η κατασκευή έχει ξεκινήσει στην Αλβανία,- είναι ότι παραμένουν ασκήσεις επί χάρτου αφού ούτε ένα χιλιόμετρο νέου αγωγού έχει κατασκευαστεί τα τελευταία 8 χρόνια. Ο τελευταίος αξιόλογος αγωγός από την άποψη των διεθνών διασυνδέσεων είναι ο Ελληνο- Τουρκικός ο οποίος ενώνει την Ελλάδα με το Τουρκικό δίκτυο, με μήκος 280 χλμ., που ολοκληρώθηκε το 2007 και λειτουργεί έκτοτε χωρίς προβλήματα.

Όμως η κατασκευή ενός ή δύο αγωγών δεν αρκεί για να αναδειχθεί μία χώρα σε ενεργειακό κόμβο. Η χώρα που επιθυμεί κάτι τέτοιο πρέπει κατ’ αρχάς να διαθέτει ισχυρό γεωγραφικό πλεονέκτημα όπως λ.χ. η Γεωργία ή η Τουρκία ενώ η ύπαρξη εκτεταμένων δικτύων εντός της επικράτειας αποτελεί ένα πρόσθετο προτέρημα. Σε αντίθεση με τις άνω χώρες η Ελλάδα διαθέτει ένα μικρό συγκριτικά γεωγραφικό πλεονέκτημα (αφού οι περισσότερες διαδρομές αγωγών μπορούν εύκολα να την παρακάμψουν) και σχεδόν καθόλου εκτεταμένο δίκτυο αφού μεγάλες πόλεις όπως λ.χ. η Λαμία, το Αγρίνιο, η Πάτρα, τα Ιωάννινα δεν έχουν καν πρόσβαση σε φυσικό αέριο.

Δεν έχει κάποιος παρά να κοιτάξει τον χάρτη της Τουρκίας για να διαπιστώσει ιδίοις όμασι το σοβαρό γεωγραφικό πλεονέκτημα της γείτονος αφού αυτή γειτνιάζει με πλούσιες ενεργειακά χώρες (Ιράν, Αζερμπαϊτζάν) ενώ ελέγχει και το ναυτικό πέρασμα των Δαρδανελίων. Για αυτό τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, και όχι η Ελλάδα, έχει αναδειχθεί ως ο κατεξοχήν ενεργειακός κόμβος της περιοχής. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η Ελλάδα δεν έχει και αυτή ένα ρόλο να παίξει σε περιφερειακό επίπεδο. Όμως αυτός ο ρόλος είναι σαφώς δευτερεύον και πρέπει να αναζητηθεί και προσδιορισθεί με ιδιαίτερη προσοχή αφού το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας δεν ευρίσκεται τόσο στις κοιλάδες, τις πεδιάδες και τα θαλάσσια περάσματα της όσο στον άυλο χώρο της εμπορικής, οικονομικής και τραπεζικής δραστηριότητας. Για αυτό και το ΙΕΝΕ είχε σχετικά πρόσφατα (Σεπτέμβριος 2014) προτείνει τη δημιουργία ενός εικονικού ενεργειακού κόμβου που θα είχε ως αποκλειστικά αντικείμενο την εμπορία ποσοτήτων φυσικού αερίου σε περιφερειακή βάση.

Και επειδή ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε και στις «ανεξάντλητες γεωπολιτικές δυνατότητες» θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι επουδενί θα πρέπει να συγχέεται η γεωπολιτική θέση της χώρας και η όποια ισχύ της με τις δυνατότητες, που προσφέρει ο ενεργειακός τομέας, καθότι η ενέργεια αποτελεί ένα μόνο παράγοντα της ευρύτερης γεωπολιτικής εξίσωσης. Μπορεί η ενέργεια να αποτελεί σήμερα ένα παράγονταμε ιδιαίτερη βαρύτητα στον τομέα των ερευνών υδρογονανθράκων για την αξιοποίηση εμπορικά αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων, καθώς και στον χώρο μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά ασφαλώς δεν είναι ο μόνος. Υπάρχουν και άλλοι εξίσου σοβαροί παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ευρύτερης γεωπολιτικής θέσης της χώρας και περιλαμβάνουν τις μεταφορές, το εμπόριο- ναυτιλία, την μεταλλευτική παραγωγή, τον τουρισμό, τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων και του χρηματοπιστωτικού τομέα και ασφαλώς το πολιτικό σύστημα.

Όμως η σοβαρή εξασθένιση και αποδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου στην Ελλάδα τους τελευταίους 12 μήνες και η πολιτική αστάθεια και αποσάθρωση του κρατικού μηχανισμού έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην αποδυνάμωση του γεωπολιτικού εκτοπίσματος μας έτσι που να καθίστανται μη αξιοποιήσιμα τα όποια θετικά αποτελέσματα προκύψουν ή ευκαιρίες παρουσιαστούν στον ενεργειακό τομέα το επόμενο διάστημα. Με άλλα λόγια όταν ο ευρύτερος κρατικός και διοικητικός περίγυρος υποφέρει, συμπεριλαμβανομένης και της διπλωματικής εκπροσώπησης της χώρας, είναι ανεδαφικό να ομιλούμε περί αξιοποίησης γεωπολιτικών ευκαιριών, ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με την ενέργεια. Σε αντίθεση με την Ελλάδα γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος παρά τις πολιτικές ανωμαλίες που έχουν βιώσει τα τελευταία έτη έχουν κατορθώσει να αξιοποιήσουν τις όποιες ευκαιρίες στον ενεργειακό τομέα ενισχύοντας έτσι την γεωπολιτική τους θέση για τον απλούστατο λόγο ότι το κράτος διαθέτει συνέχεια και οργάνωση με ξεκάθαρες δομές σε ότι έχει να κάνει με ξένες επενδύσεις και έργα υποδομής. Μέχρις ότου η Ελλάδα αποφασίσει ότι αποτελούν εθνική προτεραιότητα οι ξένες επενδύσεις και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών της θα αδυνατεί να αξιοποιήσει εποικοδομητικά το όποιο γεωπολιτικό πλεονέκτημα πιστεύει ότι μπορεί να διαθέτει.

Επιμύθιο

Δυστυχώς η όλη φιλολογία περί μεγάλης γεωπολιτικής ισχύος της χώρας, που τόσο έντεχνα καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια από διαδοχικές κυβερνήσεις, έχει οδηγήσει στη φαντασίωση περί ανάδειξης της χώρας μας ως ενεργειακού κόμβου της ευρύτερης περιοχής. Και ομιλούμε περί φαντασίωσης γιατί εάν εξετάσουμε τα πράγματα αντικειμενικά και επί χάρτου θα αναγνωρίσουμε τους παράγοντες για τους οποίους η Ελλάδα δεν έχει τα απαραίτητα εχέγγυα που θα της επιτρέψουν να διεκδικήσει ένα τέτοιο ρόλο.

(α) Δεν διαθέτει ισχυρό γεωγραφικό πλεονέκτημα καθότι οι διάφορες ενεργειακές διαδρομές της ΝΑ Ευρώπης δεν περνούν υποχρεωτικά μέσω των εδαφών και των θαλασσών της. Υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές οδοί.

(β) Τα τελευταία χρόνια η διακυβέρνηση της χώρας στερείται από την απαραίτητη πολιτική σταθερότητα ενώ το χρηματοοικονομικό σύστημα, που ενώ πριν λίγα χρόνια αποτελούσε υπόδειγμα για την γύρω περιοχή, σήμερα παρουσιάζεται προβληματικό και αφερέγγυο

(γ) Η χώρα δεν διαθέτει ισχυρές συμμαχίες με τους μεγάλους ενεργειακούς παραγωγούς οι οποίοι στερούνται βάσης στην Ελλάδα αφού δεν έχουν διευκολυνθεί στην πραγματοποίηση επενδύσεων που επεδίωκαν όλα τα τελευταία χρόνια

(δ) Η εγχώρια ενεργειακή αγορά επισκιάζεται από την γειτονική Τουρκία η οποία έχει αναδειχθεί ως ο κατ’ εξοχήν ενεργειακός κόμβος της περιοχής αφού μέσω των εδαφών της διέρχεται πληθώρα αγωγών πετρελαίων και φυσικού αερίου ενώ καθημερινά διακινούνται τεράστιες ποσότητες πετρελαίου με προορισμό της διεθνείς αγορές μέσω του Βοσπόρου

(ε) Από πλευράς κατανάλωσης και εσωτερικών δικτύων η Ελλάδα αποτελεί μία πολύ περιορισμένη αγορά