Πολλοί οικονομολόγοι και πολιτικοί κατηγορούν τη λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τους πιστωτές της για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα δεδομένα δεικνύουν ότι ούτε η σκληρότατη λιτότητα –η οποία κρίνεται με ιστορικά δεδομένα– ούτε οι δραματικές περικοπές δαπανών μπορούν να προσφέρουν επαρκή εξήγηση για τις τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας. Αυτό το οποίο φανερώνουν είναι ότι οι οικονομικές παθογένειες βρίσκονται ριζωμένες στις αξίες και τις πεποιθήσεις της ελληνικής κοινωνίας

Πολλοί οικονομολόγοι και πολιτικοί κατηγορούν τη λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τους πιστωτές της για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα δεδομένα δεικνύουν ότι ούτε η σκληρότατη λιτότητα –η οποία κρίνεται με ιστορικά δεδομένα– ούτε οι δραματικές περικοπές δαπανών μπορούν να προσφέρουν επαρκή εξήγηση για τις τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας. Αυτό το οποίο φανερώνουν είναι ότι οι οικονομικές παθογένειες βρίσκονται ριζωμένες στις αξίες και τις πεποιθήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Περισσότερο από άλλες χώρες στην Ευρώπη, ο δημόσιος τομέας της χώρας κυριαρχείται από πελατειακές σχέσεις (για ψηφοθηρικούς λόγους) και ευνοιοκρατία. Οι υψηλότερες συντάξεις Δημοσίου σε συσχετισμό με τους μισθούς είναι διπλάσιες από ό,τι στην Ισπανία. Οι κυβερνήσεις με φοροαπαλλαγές δείχνουν την εύνοιά τους σε συγκεκριμένες επιχειρηματικές ελίτ, ενώ ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονται χωρίς να παρουσιάζονται στην εργασία τους.

Παθογένειες, όμως, παρατηρούνται και στον ιδιωτικό τομέα, και αυτές κυρίως αφορούν την εκτεταμένη επιρροή των εδραιωμένων συμφερόντων και τις επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ. Τα κέρδη ως μερίδιο των επιχειρηματικών εσόδων στην Ελλάδα φθάνουν το τεράστιο ποσοστό του 46%, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στην Ιταλία, η οποία βρίσκεται στη δεύτερη θέση, το 42%, στη Γαλλία το 41%, στη Γερμανία το 39%, στις ΗΠΑ το 35% και τη Βρετανία το 32%. Οι δικτυωμένοι με το σύστημα εξουσίας λαμβάνουν επιδοτήσεις και συμβάσεις προμηθειών, ενώ οι εκτός του συστήματος δυσκολεύονται να εισέλθουν. Οι νεαροί Ελληνες επιχειρηματίες φοβούνται να ιδρύσουν τις εταιρείες τους στην Ελλάδα, ενώ ορισμένοι χρησιμοποιούν χαλκευμένα έγγραφα, ώστε να μεταφέρουν την έδρα της επιχείρησής τους στο εξωτερικό. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα είναι ένας από τους δυσκολότερους τόπους στην Ευρώπη να ξεκινήσει κανείς επιχειρηματική δραστηριότητα. Ως αποτέλεσμα, ο ανταγωνισμός είναι αδύναμος και λίγες είναι οι εταιρείες με φρέσκες ιδέες. Το στρεβλό σύστημα αυτό εκπηγάζει από τις αξίες στην Ελλάδα, οι οποίες δίνουν έμφαση στη συντεχνιακή νοοτροπία, την κοινωνική προστασία, την αλληλεγγύη αντί του ανταγωνισμού και σχετίζονται με τη δυσφορία σε κάθε μη ελεγχόμενη αλλαγή. Στην οικογενειακή ζωή, βέβαια, οι αρχές αυτές είναι επωφελείς, αλλά, ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων, στην οικονομία αποτελούν συνταγή στασιμότητας.

Οντως στην Ελλάδα η παραγωγικότητα (το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) φθάνει μόλις το 72% της αντίστοιχης στη Βρετανία και την Ιταλία, και το 57,7% της αντίστοιχης στη Γερμανία. Οι δε έρευνες δείχνουν πως η απλή ικανοποίηση από την καθημερινή ζωή για τους ανθρώπους στην Ελλάδα κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα των 15 πλουσιότερων χωρών της Ε.Ε. Αντιθέτως, με όσα ισχυρίζεται η ελληνική κυβέρνηση, η συντεχνιακή νοοτροπία εξαθλιώνει τους λιγότερο προνομιούχους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., τα επίπεδα φτώχειας το 2010 ήταν 21,4% έναντι του μέσου όρου της Ε.Ε. των Δεκαπέντε, που διαμορφώνεται στο 16,7%. Βέβαια, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα, η οποία, πάντως, οφειλόταν κυρίως στην τόνωση της εκπαίδευσης και στο κεφάλαιο ανά εργαζόμενο – τέτοια αύξηση, όμως, έχει συγκεκριμένα όρια. Δύο σημαντικές πηγές αφθονίας εμποδίζονται από το ελληνικό σύστημα: η πληθώρα επιχειρηματιών, που αναζητούν νέες ευκαιρίες και χωρίς αυτούς η χώρα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες (μια επιτακτική ανάγκη, όπως τη διατύπωσε ο διακεκριμένος οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγεκ). Η φημισμένη ελληνική ναυτιλία, λόγου χάριν, καθυστέρησε να προσαρμοστεί στα δεδομένα των δεξαμενοπλοίων και απώλεσε μερίδιο αγοράς. Η δεύτερη πηγή μεγάλης αφθονίας είναι οι πάμπολλοι επιχειρηματίες, που ασχολούνται με τη σύλληψη και την εφαρμογή νέων ιδεών και την προώθηση νέων προϊόντων, μια διαδικασία που ονομάζεται «εγχώρια καινοτομία».

* Νομπελίστας, οικονομολόγος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Project Sydnicate.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")