Η πρώτη στροφή του Ερντογάν έγινε μετά τον Ιούνιο του 2013 την επόμενη ημέρα των εξεγέρσεων και μαχητικών διαδηλώσεων που πυροδοτήθηκαν από τα γεγονότα του Πάρκου Γεζί στην Κωνσταντινούπολη. Στους μήνες που ακολούθησαν ο τότε πρωθυπουργός κήρυξε τον πόλεμο στον εγκατεστημένο στην Πενσιλβάνια Ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και τα Δίκτυά του στην Τουρκία και με κοινό παρονομαστή την αντιπαράθεση με τη διείσδυση ισλαμικών δικτύων στον κρατικό μηχανισμό, γύρισε σελίδα, συμφιλιώθηκε και από τότε συνεργάζεται αρμονικά με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας

Η πρώτη στροφή του Ερντογάν έγινε μετά τον Ιούνιο του 2013 την επόμενη ημέρα των εξεγέρσεων και μαχητικών διαδηλώσεων που πυροδοτήθηκαν από τα γεγονότα του Πάρκου Γεζί στην Κωνσταντινούπολη. Στους μήνες που ακολούθησαν ο τότε πρωθυπουργός κήρυξε τον πόλεμο στον εγκατεστημένο στην Πενσιλβάνια Ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και τα Δίκτυά του στην Τουρκία και με κοινό παρονομαστή την αντιπαράθεση με τη διείσδυση ισλαμικών δικτύων στον κρατικό μηχανισμό, γύρισε σελίδα, συμφιλιώθηκε και από τότε συνεργάζεται αρμονικά με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.

Η δεύτερη στροφή του Ερντογάν ήταν η ανατροπή της πολιτικής του στο Κουρδικό, λίγο μετά τις εκλογές του Ιουνίου όταν το Κουρδικό Κόμμα HDP εισήλθε ως τέταρτο κόμμα στη Βουλή και τερμάτισε άδοξα την αναζήτηση κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας από το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ και την κυβέρνηση Νταβούτογλου. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας κήρυξε τον πόλεμο στους Κούρδους εντός και εκτός συνόρων, διαγράφοντας έτσι μια τριετή προσπάθεια αναζήτησης πολιτικής λύσης, με στόχο η Βουλή που θα προκύψει από τις Εκλογές της 1ης Νοεμβρίου να είναι τρικομματική, έναν στόχο που δεν φαίνεται να μπορεί να πετύχει.

Η τρίτη στροφή Ερντογάν βρίσκεται σε εξέλιξη σήμερα και αποτελεί την απάντηση που προσπαθεί να δώσει ο Πρόεδρος της Τουρκίας στο αδιέξοδο της πολιτικής του στη Συρία, αλλά και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, καθώς η πολιτική του «Στρατηγικού Βάθους» αποδείχθηκε μια ρητορική χωρίς αντίκρισμα, καθώς από παντού έρχεται το μήνυμα ότι δεν υπάρχει θέση και ρόλος για την Αγκυρα στην επόμενη μέρα στη Συρία.

Ο Ερντογάν προσπαθεί να ξαναγίνει χρήσιμος στη Δύση, στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε., χωρίς αυταπάτες για την πραγματική εμβέλεια των στοχεύσεών του, με δεδομένο δηλαδή ότι το γυαλί έχει ραγίσει και με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ που προωθούν Κουρδικό Κράτος, αλλά και με τις Βρυξέλλες που δεν μπορούν να συντηρήσουν ούτε τα προσχήματα της αξιοπιστίας της ενταξιακής διαπραγμάτευσης που έχει αποτελματωθεί, ούτε καν να προσφέρουν ως αντάλλαγμα μια Ειδική Σχέση με περιεχόμενο.

Ετσι ο Ερντογάν μεγιστοποιεί ρητορικά την ένταση με τη Ρωσία, η παρέμβαση της οποίας στη Συρία μηδενίζει την παρεμβατική δυνατότητα της Τουρκίας και διαμηνύει έτσι στις ΗΠΑ ότι είναι πρόθυμος να αναλάβει τον ρόλο της παρενόχλησης της Μόσχας σήμερα στη Συρία και αύριο ίσως στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία. Πρόκειται για έναν ελιγμό υψηλού κινδύνου, με δεδομένη την ενεργειακή εξάρτηση της Αγκύρας από τη Ρωσία και ταυτόχρονα για επένδυση σε μια νομοτελειακή όξυνση της αντιπαράθεσης Λευκού Οίκου - Κρεμλίνου στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, που δεν θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη.

Σε ό,τι αφορά την Ε.Ε. στο πρόσφατο ταξίδι του στις Βρυξέλλες, ο Ερντογάν προσπάθησε να εξαργυρώσει ακριβά τη συνεργασία της Τουρκίας στην αντιμετώπιση του Προσφυγικού, μια κίνηση οροθετημένη εκ των προτέρων:

Με εμπόλεμη κατάσταση στις κουρδικές περιοχές της Νοτιοανατολικής Τουρκίας είναι αμφίβολο αν η Τουρκία μπορεί να ελέγξει την κίνηση προσφυγικών ροών στα σύνορά της.

Οποια και αν είναι τα ανταλλάγματα που προσφέρει η Ε.Ε., η παρατεταμένη παραμονή στην Τουρκία πληθυσμών που φεύγουν για να γλιτώσουν την εθνοκάθαρση των μειονοτήτων από τους Τζιχαντιστές σουνίτες, περικλείει προβλήματα για την ίδια την εσωτερική ασφάλεια της χώρας.

Ολα τα παραπάνω αθροιστικά μαζί με την αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης μετά τις εκλογές αναδεικνύουν την Τουρκία ως επίκεντρο μιας πρωτοφανούς ταυτόχρονης εσωτερικής και περιφερειακής ρευστότητας και αβεβαιότητας.

Συμπερασματικά, οι ελιγμοί, στροφές και ανατροπές που προκάλεσε ο Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική της χώρας από την άνοδό του στην εξουσία τον Νοέμβριο του 2002, είναι μια σταθερά αυξανόμενη και επικίνδυνη απώλεια συμμάχων και ερεισμάτων, μια αυτοπαγίδευση στην απομόνωση.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 08/10/2015)