Πριν
από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε η Ετήσια Έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού
Ενέργειας (ΙΕΑ) για τις Ανανεώσιμες
Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)* όπου τα
στοιχεία που ανακοινώθηκαν για την διείσδυση τους στο παγκόσμιο ενεργειακό
σύστημα είναι πράγματι συγκλονιστικά. Στοιχεία ως προς την εγκατεστημένη ισχύ
και την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ που θα ήταν αδιανόητα στις αρχές της
δεκαετίας του 1970 όταν για πρώτη φορά την μεταπολεμική περίοδο εκφράστηκε
ουσιαστικό ενδιαφέρον σε επίπεδο κυβερνήσεων και εταιρειών για την ανάπτυξη
τους.
Εκείνη
την περίοδο, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει καλά ο γράφων, οι ΑΠΕ αποτελούσαν
περισσότερο ένα όραμα και μία ωραία αλλά ανέφικτη προοπτική, για ένα καθαρό
περιβάλλον όπου η ενέργεια θα παρήγετο από φυσικές και ανεξάντλητες πηγές
όπως ο ήλιος και ο άνεμος καθότι τα αποθέματα των ορυκτών καυσίμων θεωρούντο
απόλυτα πεπερασμένα, η πυρηνική ενέργεια ήτο τραγικά επικίνδυνη και ο
υπερπληθυσμός του πλανήτη οδηγούσε μοιραία σε υπερκατανάλωση σε ένα διαρκώς
υποβαθμιζόμενο περιβάλλον με ανεξέλεγκτη
την ρύπανση της ατμόσφαιρας. Συστατικά που σύμφωνα με την τότε εκδοθείσα
πολύκροτη έκθεση του
Club
of
Rome,
την γνωστή
Limits
to
Growth,
οδηγούσαν νομοτελειακά στην κατάρρευση του παγκόσμιου συστήματος παραγωγής και
κατανάλωσης ενέργειας, και διατροφής κάπου γύρω στο 2000 με 2020 με
ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή και πλήρη υποβάθμιση του τρόπου ζωής και
εξαφάνιση του σύγχρονου καταναλωτικού προτύπου. Οι ΑΠΕ εμφανίζοντο ήδη από τότε
ως μέρος της λύσης μαζί με αυστηρούς περιορισμούς στα επίπεδα των ρύπων, όμως η
πλειοψηφία των επιστημόνων και του κόσμου που ασχολείτο με αυτά τα θέματα κατά
βάθος δεν επίστευε ότι υπήρχε διέξοδος από τον επερχόμενο οικολογικό όλεθρο (ο
οποίος τελικά απεφεύχθη, για λόγους όμως άσχετους με την υπερκατανάλωση και την
ενέργεια αφού η παραγωγική βιομηχανική και γεωργική βάση του πλανήτη απεδείχθη
ιδιαίτερα ανθεκτική!).
Σχήμα
1. The Renewable Policy
Journey and Changing Policy Priorities
Η
δε υποστήριξη που προσέλκυαν οι ΑΠΕ τις δεκαετίες του 1970 και 1980 ήτο ισχνή
και ασφαλώς δεν αποτελούσε θέμα συζήτησης και προβληματισμού σε κεντρικό
πολιτικό επίπεδο. Βέβαια μεγάλα κράτη και υπερεθνικές οντότητες όπως οι ΗΠΑ, η
Γαλλία, Μ. Βρετανία, Γερμανία, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες και τα Ηνωμένα Έθνη
(μέσω
UNDP,
UNESCO
και
UNICEF)
επένδυαν σταθερά σε ερευνητικά και επενδυτικά προγράμματα ΑΠΕ ενώ η βιομηχανία
και οι τράπεζες εμφανίζοντο λίαν διστακτικές.
Η
όλη εξίσωση εις βάρος των ΑΠΕ άρχισε να αλλάζει στα μέσα της δεκαετίας του 1980
και επιταχύνθηκε την δεκαετία του 1990 όταν άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες εκτιμήσεις
των διάφορων επιστημονικών ομάδων για τις επιπτώσεις στη σύνθεση της βιόσφαιρας
και την αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος και τον ρόλο που έπαιζαν σε αυτό τα
αέρια του θερμοκηπίου, όπου ως γνωστό το μεγαλύτερο ποσοστό τους παράγεται από
δραστηριότητες που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή ενέργειας. Η επισημοποίηση
των ανησυχιών για την Κλιματική Αλλαγή μέσω του θεσμικού μανδύα των Ηνωμένων
Εθνών- βλέπε
UN
Intergovermental
Panel
on
Climate
Change
(
IPCC)
και της μετέπειτα Παγκόσμιας Συνθήκης του
Kyoto (11/12/1997) προσέφεραν μία
ανέλπιστη ώθηση στην ανάπτυξη των ΑΠΕ αφού άρχισε να συνειδητοποιείται πλέον σε
διακυβερνητικό επίπεδο η ανάγκη σημαντικής μείωσης των επιπέδων των εκπεμπόμενων
αερίων του θερμοκηπίου. Κάτι που μπορούσε να επιτευχθεί κυρίως μέσω μίας
αλματώδους ανάπτυξης των ΑΠΕ και παράλληλα με την δημιουργία αντικινήτρων, μέσω
φορολογίας και δεσμευτικών ορίων στις εκπομπές, για περιορισμό των παραγωγικών
δραστηριοτήτων που συνέβαλλαν στη δημιουργία ρύπων.
Έτσι καθώς βαίνουμε στα τέλη
της δεκαετίας του 1990 και αρχές της εισόδου του νέου αιώνα παρατηρούμε σε
παγκόσμιο επίπεδο μία επενδυτική έκρηξη στις ΑΠΕ με τεράστια νέα
projects
αρχικά στην
αιολική ενέργεια, τα υδροηλεκτρικά και τα ηλιακά θερμικά που αποτελούσαν και τις πλέον ώριμες
τεχνολογίες, και σύντομα μετά στα φωτοβολταϊκά με παράλληλη ανάπτυξη των υγρών
βιοκαυσίμων, της εκμετάλλευσης της βιομάζας μέσω της αξιοποίησης φυσικών και
δασικών καταλοίπων, αλλά και της γεωθερμίας. Η συσχέτιση των εφαρμοζόμενων
πολιτικών για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, από το αρχικό εμβρυακό στάδιο, στην περίοδο
απογείωσης και ακολούθως την ένταξη των στο κύριο ενεργειακό παραγωγικό ιστό
(δηλ. στο
mainstream
power
generation)
αποτυπώνονται με αξιοθαύμαστο τρόπο στο διάγραμμα που ακολουθεί και εμπεριέχεται
στην ανωτέρω έκθεση του ΙΕΑ (Σχ.2).
Σχήμα
2
. World Renewable
Generation and Forecast (TWh)
Πιο
συγκλονιστικός όμως είναι ο πίνακας που ακολουθεί (
Table 1) και δείχνει την εξέλιξη της
εγκατεστημένης ισχύος και της παραγωγής των ΑΠΕ (βλέπε Σχ. 2) μεταξύ 2013 και την προβολή μέχρι το
2020. Έτσι παρατηρούμε ότι εφέτος η συνολική ισχύς ΑΠΕ αναμένεται να φθάσει
σχεδόν τα 2,000
GW
που αντιστοιχεί στο 33% περίπου της παγκόσμιας εγκατεστημένης ηλεκτρικής ισχύος ενώ η ετήσια
παραγωγή στα 5,500
TWhs
αντιστοιχεί το 23% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρισμού ενώ εκτιμάται να φθάσει στο 26%
μέχρι το 2020. Ακόμα ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι μεταξύ 2014-2020 το 43%
της νέας ηλεκτρικής εγκατεστημένης ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται ότι θα
προέλθει από τις ΑΠΕ.
Table
1
. World Renewable
Electricity Capacity and Forecast (main case) (GW)
Ίσως
πιο αξιοπρόσεκτο ακόμη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΙΕΑ, είναι ότι η νέα
εγκατεστημένη ισχύς που προστίθεται κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο ανέρχεται
πλέον στο επίπεδο των 130
GW
, νούμερο
που αντιστοιχεί στο 45% της συνολικής προστιθέμενης κατ' έτος ηλεκτρικής ισχύος. Φαίνεται λοιπόν ότι οι ΑΠΕ εάν συνεχίσουν την σημερινή
ανοδική τους πορεία κερδίζουν το στοίχημα για την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια
ηλεκτρική παραγωγική ισχύ, εκτοπίζοντας σταδιακά αλλά ουσιαστικά ανθρακικές και
λιγνιτικές μονάδες. Έτσι τα οράματα της εποχής της περιβαλλοντικής επανάστασης
και των «ορίων της ανάπτυξης» φαίνεται να πραγματοποιούνται με υψηλό βέβαια κόστος για το μέσο καταναλωτή, αλλά
αυτό είναι το αναπόφευκτο αντίτιμο του κατά τα άλλα μη αναστρέψιμου, επιθυμητού, όμως, Δυτικού καταναλωτικού προτύπου.
Σχήμα
3
. World Net
Additions to Power Capacity by Region, 2014-2020
*
IEA, Renewable Energy Medium Term Market
Report 2015