του Κωστή Σταμπολή Με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 2 τρισ. δρχ. το χρόνο, στην εσωτερική αγορά, και 3 τρισ. dρχ. συνολικά, συμπεριλαμβανομένων και εξαγωγών, ο τομέας των πετρελαιοειδών αποτελεί έναν από τους πλέον ζωτικούς και δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά είκοσι (20) εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών ενώ στη χώρα λειτουργούν τέσσερα διυλιστήρια (ΜΟΤΟΡΟΪΛ, ΠΕΤΡΟΛΑ, ΕΛΔΑ και ΕΚΟ) με συνολική διυλιστική ικανότητα που υπερβαίνει τους 19 μετρικούς τόνους (Μ.Τ.) το χρόνο. Τα ανωτέρω διυλιστήρια όχι μόνο καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς αλλά ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής τους εξάγεται τόσο για χρήσεις transit (ναυτιλία, αεροπορικά καύσιμα) αλλά και υπό μορφή έτοιμων προϊόντων σε άλλες χώρες (οι συνολικές πωλήσεις προϊόντων πετρελαίου στην Ελλάδα το 2001 έφθασαν τα 9,8 εκατ. Μ.Τ.). Σαν αποτέλεσμα του δυσμενούς οικονομικού κλίματος που επικράτησε για τις εταιρείες του κλάδου κατά το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης 25ετίας – βασικός παράγων της οποίας ήταν η έλλειψη συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού μέχρι πολύ πρόσφατα – αλλά και των σαφώς καλύτερων προοπτικών και ευκαιριών που κυριάρχησαν την ίδια χρονική περίοδο στη διεθνή αγορά, αρκετές από τις γνωστές ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνταν παραδοσιακά στην ελληνική αγορά απεχώρησαν, πωλώντας τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ελληνικές εταιρείες και χαρίζοντας αντίστοιχα το μερίδιο τους στην αγορά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των εταιρειών ESSO, SOSCO, FINA, TEXACO ενώ η MOBIL, το 1997, απεχώρησε στα πλαίσια μιας ευρύτερης στρατηγικής στην Ευρώπη, μετά την συγχώνευση της με τον EXXON. Επίσης ορισμένες ελληνικές εταιρείες εξαγοράστηκαν και συγχωνεύθηκαν με άλλες μεγαλύτερες με πιο γνωστή την περίπτωση εξαγοράς της «Γ. Μαμιδάκης» από τα ΕΛΔΑ. Πριν από δύο εβδομάδες γιόρτασε τα εικοσιπέντε (25) χρόνια συνεχούς λειτουργίας και προσφοράς ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) στον οποίο συμμετέχουν οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου (AVIN, BP HELLAS, DRACOIL, ΕΚΟ-ΕΛΔΑ, ΕΛΙΝΟΙΛ, MAMIDOIL-JETOIL, REVOIL, SHELL HELLAS και TOT HELLAS). Είναι πράγματι εντυπωσιακές οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία αυτά χρόνια στην οργάνωση και λειτουργία του κλάδου. Χαρακτηριστικό είναι ότι η συνολική αξία πωλήσεων από 51,5 δισ. δρχ. το 1977 έφθασε τα 1,9 δισ. δρχ. το 2001 χωρίς βέβαια τα κέρδη των εταιρειών ν΄ ακολουθήσουν την ίδια πορεία. Ιδιαίτερα στον τομέα των πωλήσεων πετρελαιοειδών στην εσωτερική αγορά (δηλαδή εξαιρούνται οι πωλήσεις πετρελαιοειδών στη ναυτιλία και τα αεροπορικά καύσιμα), και παρ΄ όλη την σημαντική αύξηση τόσο σε όγκο (από 6.400.000 μετρικούς τόνους το 1977 σε 8.380.000 μετρικούς τόνους το 2001) όσο και σε αξία, τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών-μελών του ΣΕΕΠΕ θα παρουσίαζαν δυστυχώς σημαντικά χαμηλότερη απόδοση, αν δεν υπήρχαν οι θετικές επιδόσεις των εταιρειών από τις άλλες δραστηριότητες (πωλήσεις λιπαντικών, αεροπορικά και ναυτιλιακά καύσιμα, πωλήσεις άλλων προϊόντων και υπηρεσίες). Το έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον της εμπορίας πετρελαιοειδών αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τις συνεχείς επενδύσεις των εταιρειών του κλάδου που διευρύνουν συνεχώς και εξοπλίζουν τα δίκτυα και τους αποθηκευτικούς χώρους με την υλικοτεχνική υποδομή που ανταποκρίνεται στις αυξανόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών. Η εικόνα του κλάδου έχει αλλάξει δραστικά κατά το διάστημα της τελευταίας 25ετίας με την επέκτασή του σε όλες τις γωνιές της ελληνικής επικράτειας και την προσφορά ποιοτικά ανώτερων προϊόντων και υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά τη μείωση του αριθμού των πρατηρίων στην υπόλοιπη Ευρώπη, στη χώρα μας κατά το διάστημα μεταξύ 1977-2001, ο αριθμός των πρατηρίων σχεδόν διπλασιάστηκε έχοντας φθάσει σήμερα τον συνολικό αριθμό των 8.000. Για το λόγο αυτό η χώρα μας έχει τη χαμηλότερη μέση κατανάλωση καυσίμων ανά πρατήριο στην Ευρώπη, ήτοι μόλις 900 κυβικά μέτρα ετησίως. Αναμφισβήτητο στοιχείο της επενδυτικής πολιτικής των εταιρειών-μελών του ΣΕΕΠΕ, είναι η αλματώδης αύξηση των ιδιόκτητων αποθηκευτικών χώρων που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές της χώρας, τα αστικά κέντρα, τις ακριτικές περιοχές και τα νησιά, ώστε να διευκολύνεται η απρόσκοπτη λειτουργία των πρατηρίων και ο εφοδιασμός των καταναλωτών χωρίς εμπόδια και ελλείψεις. Κατά την τελευταία 20ετία τόσο οι εταιρείες-μέλη του ΣΕΕΠΕ όσο και ορισμένες άλλες εκτός ΣΕΕΠΕ, διπλασίασαν ουσιαστικά τους αποθηκευτικούς χώρους με σύγχρονες εγκαταστάσεις τελευταίας τεχνολογίας εφοδιασμένες με ηλεκτρονικά συστήματα φόρτωσης βυτιοφόρων και απόλυτα εναρμονισμένες με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την προστασία του περιβάλλοντος. Το ίδιο διάστημα υπήρξε μια πολύ μεγάλη αύξηση στη διακίνηση των υγρών καυσίμων, τόσο των βενζινών, όσο και του πετρελαίου ντίζελ. Η αύξηση αυτή που συνεχίζεται με χαμηλότερους ρυθμούς, είναι υπερδιπλάσια στις βενζίνες (από 1.375.000 μετρικούς τόνους το 1979 σε 3.377.000 μετρικούς τόνους το 2001) και είναι σχεδόν διπλάσια για το πετρέλαιο (από 3.440.000 Μ.Τ. το 1979 σε 5.776.000 Μ.Τ. το 2001). Συγχρόνως την ίδια περίοδο και ιδιαίτερα από το 1989 και μετά παρατηρείται μία στροφή σε ποιοτικά αναβαθμισμένα καύσιμα με την παραγωγή και διάθεση της αμόλυβδης βενζίνης, η οποία, από μηδενική κατανάλωση το 1989, καλύπτει σήμερα τα 2/3 της συνολικής κατανάλωσης βενζινών. Βέβαια έχει σταματήσει από το 2000 η διάθεση της απλής βενζίνης, ενώ στην ίδια κατεύθυνση προσφοράς για ολοένα ποιοτικά υψηλότερα καύσιμα, άρχισε από το 1997 η διάθεση της αμόλυβδης Super Plus, ντίζελ μειωμένου θείου, και πιο πρόσφατα η διάθεση της Super αμόλυβδης βενζίνης, με πρόσθετα που βελτιώνουν την απόδοση των κινητήρων και συμβάλλουν στις καλύτερες καύσεις. Οι σημαντικές αυτές αλλαγές απαίτησαν την πλήρη αναδιοργάνωση του δικτύου πρατηρίων, την προσθήκη νέων, δημιουργία επιπλέον δεξαμενών και αποθηκευτικών χώρων, έτσι ώστε οι εταιρείες να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών και να εναρμονισθούν στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της αγοράς, αντιμετωπίζοντας συγχρόνως τον αθέμιτο ανταγωνισμό από τη λαθρεμπορία καυσίμων. Με τα οχήματα να ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό κατανάλωσης προϊόντων πετρελαίου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα μας παρουσιάζει υψηλούς ρυθμούς αύξησης ετησίως στην είσοδο νέων οχημάτων στην κυκλοφορία (7%-8% έναντι 2% στην υπόλοιπη Ευρώπη) λόγω του ότι ακόμη η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου των οχημάτων που αντιστοιχούν στους κατοίκους της χώρας (460 οχήματα ανά χίλιους κατοίκους στην Ελλάδα έναντι 750 οχημάτων του μέσου όρου ανά χίλιους κατοίκους στην Ευρώπη), συμπεραίνεται ότι μεσοπρόθεσμα η εμπορία πετρελαιοειδών, όσο αφορά στους όγκους τουλάχιστον, θα συνεχίσει τους σημερινούς αυξητικούς ρυθμούς, δηλαδή 3%-4% ετησίως. (Η αύξηση 1992-2001 ήταν της τάξης του 35% στις πωλήσεις πετρελαιοειδών προϊόντων στην εσωτερική αγορά). Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και η στροφή προς τα ποιοτικά καύσιμα όπου οι πωλήσεις αμόλυβδης βενζίνης (2.172.000 τόνοι το 2001) αντιστοιχούν στο 65% της συνολικής αγοράς. Παράλληλα, οι πωλήσεις Super Plus έφθασαν το 2001 τους 158.000 τόνους δημιουργώντας πλέον μία σταθερή τάση στην αγορά για ποιοτικά καύσιμα που ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα της τεχνολογίας και της αγοράς αυτοκινήτων (νέα οχήματα, καλύτερη ενημέρωση καταναλωτών). Με δεδομένη λοιπόν την αναπτυξιακή πορεία της αγοράς πετρελαιοειδών στην Ελλάδα το ζητούμενο είναι πλέον όπως βελτιωθούν οι υπάρχουσες δομές, υποστηριχθούν νέες επενδύσεις και εκλείψουν τα προβλήματα που επιβαρύνουν την κοστολογική βάση του όλου συστήματος με αποτέλεσμα να μην επωφελείται πλήρως ο τελικός καταναλωτής. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει το νέο νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε πρόσφατα (ο Ν. 3054/2002) που θα αντικαταστήσει τον πρώτο ολοκληρωμένο νόμο πετρελαιοειδών (τον Ν 1571/1985) ο οποίος ψηφίστηκε το 1985 και ίσχυε μέχρι σήμερα. Η Λαθρεμπορία Ενα από τα βασικά προβλήματα που αναμένεται ν΄ αντιμετωπίσει ο νέος νόμος είναι η πάταξη της λαθρεμπορίας η οποία αποτελεί μάστιγα για τον κλάδο ενώ αποδυναμώνει και υποσκάπτει τη λειτουργία των υγιών και οργανωμένων επιχειρήσεων ενώ συγχρόνως δημιουργεί συνεχείς κινδύνους για τον καταναλωτή με την κυκλοφορία νοθευμένων καυσίμων. Πρόσφατη μελέτη του ΕΜΠ που διεξήχθη στην ευρύτερη περιοχή Αττικής στις αρχές του 2002 αποκάλυψε συστηματική νοθεία σ΄ ένα υπολογίσιμο τμήμα της αγοράς. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του ΣΕΕΠΕ, η μέχρι σήμερα αδυναμία του Δημοσίου να κτυπήσει δραστικά την παραεμπορία είχε ως συνέπεια: · Να επεκταθεί η παραεμπορία και σε χώρους της αγοράς μέχρι σήμερα καθαρούς και υγιείς. · Να ενδυναμώσει περισσότερο, οικονομικά και κοινωνικά, τους λαθρεμπόρους. · Να διαφθείρει μεγάλο αριθμό μέχρι πρότινος έντιμων επαγγελματιών και δημοσίων οργάνων και · Να στρεβλώσει κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού στο χώρο. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς το φαινόμενο της λαθρεμπορίας και νοθείας το οποίο έχει εξαπλωθεί με τη πλήρη ανοχή και συγκάλυψη των αρμοδίων κρατικών φορέων, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, ξεπερνά σε φοροδιαφυγή το 1 δισ. ευρώ το χρόνο (300+ δισ. δρχ). Τόσο ο ΣΕΕΠΕ όσο και οι άλλοι επαγγελματικοί φορείς του χώρου (λ.χ. Ομοσπονδία Βενζινοπωλών Ελλάδος) επιθυμούν δραστική πάταξη της παραεμπορίας και κατά καιρούς έχουν προτείνει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με κυρίαρχο το αίτημα για επικέντρωση της αστυνομεύσεως και του ελέγχου στα σημεία όπου τα προϊόντα της λαθρεμπορίας διοχετεύονται στην κατανάλωση, δηλ. εκεί όπου πρακτικά «γεννάται» η λαθρεμπορική πράξη. Τα σημεία αυτά, δηλ. οι εγκαταστάσεις διακινήσεως ντίζελ και τα πρατήρια υγρών καυσίμων, είναι συγκεκριμένα σε αριθμό και φυσική θέση, εν αντιθέσει με τα σημεία όπου «γεννάται» το λαθρεμπορικό «προϊόν», ήτοι όλες οι ακτές και τα σύνορα της χώρας. Απόλυτος έλεγχος αυτών των πρώτων σημείων σημαίνει ουσιαστικά αδυναμία των κατόχων προϊόντων λαθρεμπορίας να αποκομίσουν οιοδήποτε κέρδος. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να αποτελέσει το ισχυρότερο αποτρεπτικό μέτρο κατά της παραεμπορίας. Ο Νέος Νόμος Στόχος του νέου νόμου, δηλ. του Ν. 3054/2002, ο οποίος συντάχθηκε με την ενεργό συμβολή όλων των επαγγελματικών φορέων και ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, είναι η αναδιοργάνωση του θεσμικού πλαισίου της αγοράς πετρελαιοειδών καυσίμων με γνώμονα τις εξελίξεις της αγοράς και το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι βασικοί στόχοι του νέου θεσμικού πλαισίου της αγοράς συνοψίζονται ως εξής: (α) Ενίσχυση του ανταγωνισμού, (β) Αναδιοργάνωση του τρόπου τήρησης των αποθεμάτων ασφάλειας ώστε να μη θέτει εμπόδια στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, (γ) Συγκρότηση μηχανισμού ελέγχου της διακίνησης καυσίμων για την αντιμετώπιση φαινομένων λαθρεμπορίου και νοθείας, όπως επίσης και η ενίσχυση της προστασίας και ασφαλείας του περιβάλλοντος, (δ) Μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα προς όφελος του καταναλωτή. Παράγοντες της αγοράς και εκπρόσωποι εταιρειών από τους οποίους ζητήσαμε να σχολιάσουν το νέο νόμο, εκφράζουν τις σοβαρές τους επιφυλάξεις για το εάν το νέο νομικό πλαίσιο θα μπορέσει τελικά να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Και αυτό γιατί όπως μας πληροφόρησαν το κείμενο και οι διατάξεις του νόμου χαρακτηρίζονται από ασάφειες και αντιφάσεις ενώ η εφαρμογή του εναπόκειται στην έκδοση ενός πλέγματος 36 υπουργικών αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν εκδοθεί ακόμη. «Δυστυχώς το νέο νομικό κατασκεύασμα», όπως χαρακτηριστικά τόνισε επιχειρηματίας του κλάδου και άριστος γνώστης της αγοράς, «μας προέκυψε από μετάλλαξη, αφού το σημερινό κείμενο διαφέρει σημαντικά από αυτό που είχαν προτείνει αρχικά οι επαγγελματικοί φορείς του κλάδου, και είχε γίνει αποδεκτό από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΝ». Η γενική εκτίμηση είναι ότι ενώ ο νέος νόμος κινείται γενικά προς την σωστή κατεύθυνση όσο αφορά τη ρύθμιση για την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας και άρει τους μέχρι σήμερα ισχύοντες περιορισμούς περί υποχρεωτικής διατήρησης αποθεμάτων από τα διυλιστήρια (γεγονός που οδήγησε στην καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) αλλά και την πάταξη της λαθρεμπορίας, μέσω της συστάσεως ειδικού συστήματος επιθεωρητών, όμως εισάγει μία νέα τεράστια γραφειοκρατία Οργουελικής έμπνευσης και «εκσυγχρονιστικής» λογικής και σχεδίασης, χωρίς στην ουσία να προσφέρει εφικτές λύσεις για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς με την θέσπιση απλών και κατανοητών μέτρων.

Διαβάστε ακόμα