του Conrad de Aenlle, International Herald Tribune 6/11/2002 Οι ρωσικές εξαγωγές αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου διακινούνται μέσω ενός εκτεταμένου συστήματος αγωγών, αλλά η πρόοδός τους εξαρτάται κατά μεγάλο βαθμό και από τις πολιτικές διασυνδέσεις με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ενδυναμώθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Η άνοδος στην εξουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν και η εντύπωση ότι πλέον επικρατούν συνθήκες σταθερότητας στη χώρα, σε συνδυασμό με την πρόσφατη οικονομική ανόρθωση, πρώτη από την εποχή που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, κατέστησε τη Ρωσία ένα πολύ ελκυστικό μέρος για τις ξένες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα και για την δημιουργία υποδομών στις μεταφορές. «Οι πετρελαϊκές επιχειρήσεις της Δύσης προετοιμάζονται να εργασθούν ακόμα πιο στενά με τις ρωσικές ομοειδείς τους» παρατηρεί ο Τζόναθαν Άσλαν, καθηγητής διεθνούς ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ενώ, κατά τον ίδιο, η βιομηχανία φυσικού αερίου, η οποία αναπτύχθηκε με βραδύτερο ρυθμό, αποδεικνύεται λιγότερο ελκυστική « όσον αφορά στο πετρέλαιο, οι πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης αρχίζουν να θεωρούν ότι οι ρωσικές ομοειδείς τους διαθέτουν άτομα με τα οποία μπορούν να συνεργασθούν αποτελεσματικά. Η αλλαγή στο πολιτικό κλίμα μετά τα τραγικά γεγονότα στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες ενδυνάμωσαν την διαδικασία, κυρίως, οικονομικής προσέγγισης των δύο πλευρών. Κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο αμερικανός ομόλογός του Τζώρτζ Μπούς ο νεώτερος, έφθασαν περισσότερο από ποτέ στο να θεωρούν ότι πλέον μπορούν να συννενοηθούν στη χάραξη επιχειρηματικών σχεδίων. Η σχέση θερμάνθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι δύο ηγέτες ανακάλυψαν ότι έχουν συμμαχήσει στον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, συμμαχία που λειτουργεί υποστηρικτικά για τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας. «Είναι γεγονός ότι από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και μετά, έχει ενταθεί ο διάλογος για ζητήματα ενέργειας μεταξύ των δύο χωρών» λέει κορυφαία οικονομολόγος του Lombard Street Research στο Λονδίνο. Το μεγαλύτερο μέρος από τον διμερή διάλογο αφορά ακριβώς αυτό: δεν υφίσταται ουσιαστική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τους τομείς αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας, αν και έστω μια πρωταρχική κίνηση καλής θέλησης συνέβη προ μηνών, όταν ρωσικό δεξαμενόπλοιο μετέφερε πετρέλαιο στην αμερικανική αγορά με σκοπό να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αυξηθούν τα στρατηγικά αποθέματα της χώρας σε μαύρο χρυσό. Ακόμα και προτού εκδηλωθούν οι αποτρόπαιες πράξεις τρομοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο δυνάμεις είχαν αναθερμανθεί χάρις στο ανεπιτήδευτο της προσωπικότητας του Βλαντίμιρ Πούτιν, που χαρακτηρίζεται περισσότερο από την ανάγκη του να ενεργεί πρακτικά, παρά με βάση την ιδεολογία. «Αμέσως μετά την αναρρίχηση του Πούτιν στο προεδρικό αξίωμα, η εξωτερική πολιτική και οι εμπορικές συμφωνίες προωθήθηκαν με βάση τον οικονομικό πραγματισμό και την ανάγκη να διασφαλισθούν τα επιχειρηματικά συμφέροντα και όχι την αντιπαράθεση που αποτελούσε τον συνήθη τρόπο άσκησης πολιτικής στο Κρεμλίνο πρίν την έλευση του νύν προέδρου της Ρωσίας. Ωστόσο, η Ρωσία επέμεινε με εμμονή στη θέση της να αυξήσει την πετρελαϊκή παραγωγή της σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι υπόλοιποι εξαγωγείς μαύρου χρυσού στον πλανήτη, ιδίως τα κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ, υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τη ροή του πολύτιμου ενεργειακού αγαθού προς τις διεθνείς αγορές, με σκοπό να αποφύγουν του κινδύνους που συνεπάγεται η υπερπροσφορά σε μια εποχή όπου η ζήτηση είχε περιοριστεί σημαντικά, αλλά και να επιτύχουν την αύξηση της τιμής πώλησής του. Με έκθεσή της, η επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers προβλέπει ότι η παραγωγή μαύρου χρυσού στη Ρωσία και στα υπόλοιπα κράτη που δημιουργήθηκαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, θα αυξηθεί στα 9,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα φέτος, ή 12,1 τοις εκατό επι του συνόλου του παγκόσμιου όγκου παραγωγής, από 8,6 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2001. Ο ίδιος οργανισμός προέβλεψε ότι η παραγωγή αργού πετρελαίου στο συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη θα αυξηθεί περαιτέρω το 2003 και θα φθάσει στα 9,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, ή 12,3 τοις εκατό της παγκόσμιας παραγωγής. Σε αντίθεση, ο ΟΠΕΚ αφού παρήγαγε αργό πετρέλαιο σε αναλογία που έφθασε στο 24,7 τοις εκατο της παγκόσμιας παραγωγής κατά το 2001, φέτος υπολογίζεται ότι θα παράγει μαύρο χρυσό που θα αντιστοιχεί στο 23,1 τοις εκατό της παγκόσμιας παραγωγής, ποσοστό το οποίο του χρόνου θα φθάσει στο 24 τοις εκατό. Οι εκκλήσεις-πιέσεις του ΟΠΕΚ προς τους ανεξάρτητους παραγωγούς μαύρου χρυσού υποχρέωσε ορισμένους από αυτούς να συμπλεύσουν. Στην περίπτωση της Ρωσίας, η σύμπλευση ήταν «στα λόγια» και η παραγωγή της, όπως δείχνουν τα παρατεθέντα στοιχεία συνέχισε την ανοδική τροχιά της. Εκ των πραγμάτων, η υποχρεωτική «αυτοπειθαρχία» στις νέες μειωμένες ποσοστώσεις του ΟΠΕΚ οδήγησαν στην συρρίκνωση του μεριδίου του στην παγκόσμια αγορά - αφού έχασε ποσοστό σχεδόν 5 τοις εκατό από το 1998 - και στην συνακόλουθη αύξηση του μεριδίου της Ρωσίας. Τα άσχημα νέα για τη Ρωσία είναι το γεγονός ότι η οικονομία επωφελείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τον τομέα αυτό. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ανάπτυξη της πρωτογενούς βιομηχανίας εμπορευμάτων της Ρωσίας – που σχετίζεται, κυρίως, με την ενέργεια- αυξήθηκε κατά 20 τοις εκατό στο εννιάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2002, την στιγμή που η ανάπτυξη του βιομηχανικού και μεταποιητικού τομέα υποχώρησε κατά 40 τοις εκατό στο ίδιο χρονικό διάστημα. Η σημασία της ενεργειακής βιομηχανίας της Ρωσίας υποβαθμίστηκε για μερικά χρόνια εξ’ αιτίας της γεωπολιτικής πραγματικότητας που εδραζόταν στο πρόσφατο παρελθόν. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, πολλοί τερματικοί σταθμοί εξαγωγής ρωσικού αργού πετρελαίου παρέμειναν υπο τη δικαιοδοσία και χρησιμοποιήθηκαν από τα κράτη τα οποία γεννήθηκαν από τις στάκτες της πρώτης. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να αναληφθεί από την Transneft, ρωσική εταιρεία διαχείρισης του συστήματος αγωγών, ένα κολοσιαίο πρόγραμμα επέκτασής της, με απώτερο στόχο την διόρθωση της κατάστασης. Στο αμερικανικό υπουργείο ενέργειας κυκλοφορεί μια έκθεση στην οποία αναφέρεται ότι « οι ρώσοι αναζητούν τρόπους αύξησης του όγκου μεταφοράς υδρογονανθράκων και μείωσης των τελών που καταβάλλονται προς τις χώρες από τις οποίες διέρχονται transit οι εξαγωγικοί αγωγοί». Ήδη η Ρωσία κατασκευάζει νέους τερματικούς σταθμούς εξαγωγής και νέους αγωγούς μεταφοράς, όπως το σύστημα αγωγών της Βαλτικής, ενώ αναζητεί τρόπους αύξησης της χωρητικότητας σε υφιστάμενους τερματικούς σταθμούς, παράλληλα με την επιδίωξή της να κατασκευάσει αγωγό εξαγωγής πετρελαίου της που θα καταλήγει σε λιμάνι της Κίνας. H Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας υπολογίζει ότι χρειάζονται να επενδυθούν μεταξύ 160 και 200 δισεκατομμύρια δολάρια στην ενεργειακή βιομηχανία της Ρωσίας στα επόμενα 20 χρόνια. Αν και η προοπτική αυτή ενδέχεται να θέσει τη χώρα στο έλεος των ξένων επενδυτών, εν τούτοις δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει δυσκολία στο να εξευρεθούν τα αναγκαία κεφάλαια, αφού μόνον κατά το 2001, η Ρωσία κέρδισε 40 δισεκατομμύρια δολάρια από τις εξαγωγές αργού πετρελαίου της. Για την Νταϊάνα Κοϊλέβα του Lombard Street Research, η Ρωσία περισσότερο από χρήματα χρειάζεται κάτι που δεν αγοράζεται: σεβασμό, που προκύπτει από την διασφάλιση συνθηκών ασφάλειας και νομιμότητας, από τη συνέχιση του διαλόγου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη συνειδητοποίηση της τρέχουσας στρατηγικής θέσης της. Ωστόσο η ίδια προειδοποιεί ότι αν και δεν συνιστά μακροπρόθεσμη λύση η σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα ενασχόληση της ηγεσίας του Κρεμλίνου με την ανάπτυξη της ενεργειακής βιομηχανίας, εν τούτοις θα ήταν χρήσιμη για όσο διαρκέσει..

Διαβάστε ακόμα