Του Σταύρου Λυγερού
Εδώ και πολύ καιρό, η Αθήνα βιώνει μια θεμελιώδη αντίφαση, που την παγιδεύει. Όπως είναι γνωστό, η «εξημέρωση του θηρίου» αποτελεί τη διακηρυγμένη εθνική στρατηγική. Εξ ου και οι συνεχείς, σχεδόν άνευ όρων και κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις των Ελλήνων αξιωματούχων τα τελευταία επτά χρόνια ότι υποστηρίζουν την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Διαβεβαιώσεις, που με «μαζοχιστικό» τρόπο επαναλαμβάνονται ακόμα και τις ώρες των μεγάλων προκλήσεων της Άγκυρας, όπως προσφάτως στο επεισόδιο της Καρπάθου. Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι εγκλωβιζόμενη στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η Άγκυρα θα υποχρεωθεί σταδιακά να εγκαταλείψει την επιθετικότητα και τις επεκτατικές βλέψεις της. Προς το παρόν τουλάχιστον, η προσδοκία αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η Τουρκία έχει περιέλθει σε δυσχερή θέση, κυρίως λόγω της επίμονης άρνησής της να εφαρμόσει το πρωτόκολλο τελωνειακής ένωσης με την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι κοινό μυστικό ότι ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (με αιχμή του δόρατος τη Γαλλία και την Αυστρία) εκμεταλλεύονται αυτήν την άρνηση της γείτονος για να εγείρουν εμπόδια και τελικώς να εκτρέψουν την ενταξιακή της πορεία προς την κατεύθυνση μιας ειδικής σχέσης. Η Αθήνα δεν επιθυμεί μια τέτοια τροπή, γιατί πιστεύει -όχι αδικαιολόγητα- ότι εάν η Άγκυρα χάσει την προοπτική πλήρους ένταξης δεν θα έχει κανένα κίνητρο να αλλάξει συμπεριφορά. Και βεβαίως τα ελληνοτουρκικά θα επανέλθουν εκ των πραγμάτων σε διμερές πλαίσιο, με τους Ευρωπαίους πιθανότατα σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου. Με αυτό το πρόσχημα, η Αθήνα αποφεύγει να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία και να πιέσει τους Τούρκους όχι μόνο στο ζήτημα του πρωτοκόλλου, αλλά και σε θέματα ελλαδικού ενδιαφέροντος, όπως π.χ. η άρση του casus belli. Δεν εξαρτάται, όμως, από τη δική μας στάση το εάν η Άγκυρα θα κρατηθεί σε τροχιά ένταξης. Εξαρτάται πρωτίστως από την ίδια, η οποία με τη συμπεριφορά της διευκολύνει αφάνταστα όσους Ευρωπαίους επιθυμούν να υποκαταστήσουν την προοπτική της πλήρους ένταξης από μία ειδική σχέση. Αποφεύγοντας να θέσει θεμιτούς όρους, η ελληνική πλευρά υπονομεύει στην πράξη τη δική της στρατηγική, αφού κακομαθαίνει και αποθρασύνει το «θηρίο», παρά το «εξημερώνει». Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Άφησε να περάσουν ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για την απόσπαση θεμιτών ανταλλαγμάτων. Δεδομένου, μάλιστα, ότι το σενάριο της ειδικής σχέσης κερδίζει έδαφος και στην ίδια την Τουρκία, οι ευκαιρίες θα βαίνουν μειούμενες και ποσοτικά και ποιοτικά. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που, σε αντίθεση με την Αθήνα, η Λευκωσία επιχειρεί όσο είναι καιρός να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία για να εξασφαλίσει σε πρώτη φάση την τελωνειακή ένωση, δηλαδή την de facto αναγνώριση. (Καθημερινή, 23/6/06)