Του Γιάννη Σφακιανάκη*
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η Μέση Ανατολή βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο αντίρροπες δυνάμεις, εκ των οποίων η μία την ωθούσε προς το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα και η άλλη μακριά του. Η ώθηση χαρακτηρίστηκε από την ανάγκη της Δύσης να εντοπίσει τις πηγές και τους μηχανισμούς χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η απώθηση, από την ανάγκη των κυβερνήσεων και των επιχειρηματιών του Κόλπου - υπό το φως της εκστρατείας κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας- να γίνουν πιο συνετοί με τις παγκόσμιες επενδύσεις τους. Αυτές οι δύο δυνάμεις διαμορφώνονταν ενόσω τα πετρελαϊκά έσοδα των χωρών του Κόλπου αυξάνονταν με ταχείς ρυθμούς. Οι τιμές του πετρελαίου υπερδιπλασιάστηκαν από το 2002, παρότι οι τρέχουσες πραγματικές τιμές είναι χαμηλότερες από εκείνες των αρχών της δεκαετίας του '80. Από το 2002 ώς και το 2005, τα συνδυασμένα πετρελαϊκά έσοδα της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Κουβέιτ και του Κατάρ υπερέβησαν τα 525 δισ. δολάρια. Φέτος, οι πωλήσεις πετρελαίου θα συνεισφέρουν στα ταμεία των ίδιων χωρών έσοδα της τάξης των 330 δισ. δολαρίων. Τα ποσά αυτά είναι συγκλονιστικά, αν αναλογιστούμε ότι, το 1998, οι ίδιες χώρες αποκόμισαν μόλις 64 δισ. δολάρια από πωλήσεις πετρελαίου. Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι, το 2006, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών των πετρελαιοεξαγωγών χωρών της Μέσης Ανατολής σε δολάρια θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο της Κίνας και των λοιπών αναδυόμενων ασιατικών οικονομιών. Πού διοχετεύονται αυτά τα χρήματα; Οι πετρελαιοεξαγωγοί χώρες ανακυκλώνουν τα πετροδολάρια με δύο βασικούς τρόπους. Πρώτον, τονώνοντας την εγχώρια κατανάλωση και τις επενδύσεις, κάτι που αυξάνει τη ζήτηση για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, οι εισαγωγές προέρχονται κυρίως από την Ασία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Δεύτερον, επενδύοντας πετροδολάρια σε πολλαπλές κατηγορίες ξένου ενεργητικού. Η πρώτη περίοδος έκρηξης των πετρελαϊκών τιμών, κατά τη δεκαετία του '70, χαρακτηρίστηκε από σπάταλη διαχείριση. Με την υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου από τα μέσα της δεκαετίας του '80, όλες οι πετρελαιοεξαγωγοί χώρες, ιδίως εκείνες του Κόλπου, υπέστησαν τεράστια κρατικά ελλείμματα. Το 1999, το έλλειμμα της Σαουδικής Αραβίας ανερχόταν στο 119% του ΑΕΠ (σήμερα έχει μειωθεί στο 41% του ΑΕΠ). Οι πετρελαιοεξαγωγοί χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν αλλάξει τους ρυθμούς των δαπανών τους. Οι κυβερνήσεις έμαθαν να είναι πιο συνετές με τις δαπάνες τους. Ο πολλαπλασιαστής δαπανών (ήτοι, το ύψος των πλεονασματικών πετρελαϊκών εσόδων που δαπανούν οι κυβερνήσεις) είναι σήμερα χαμηλότερος από την περίοδο εκτίναξης των τιμών της δεκαετίας του '70. Οι κυβερνήσεις δαπάνησαν κατά μέσο όρο το 30% των πλεονασματικών πετρελαϊκών εσόδων τους από το 2002 ώς το 2005, έναντι 75% κατά τη δεκαετία του '70 και στις αρχές εκείνης του '80. Αντιθέτως, οι περιφερειακές πετρελαιοεξαγωγοί χώρες παρουσιάζουν μεγαλύτερα πλεονάσματα, εξοφλούν τα χρέη τους και δημιουργούν ενεργητικό. Παρότι στις οικονομίες της Μέσης Ανατολής η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι λεπτή, τα δημόσια πετροδολάρια είναι κεφάλαια ελεγχόμενα από την κεντρική κυβέρνηση (ήτοι, την κεντρική τράπεζα της εκάστοτε χώρας, τα επενδυτικά κεφάλαια και τα ταμεία σταθεροποίησης που έχουν δημιουργηθεί από τα πετρελαϊκά κέρδη), ενώ τα ιδιωτικά πετροδολάρια ανήκουν σε επιχειρηματίες και ιδιώτες. Σε αντίθεση με τη δεκαετία του '70, όταν τα δημόσια πετροδολάρια διοχετεύονταν κυρίως σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες και στη συνέχεια δανείζονταν σε αναπτυσσόμενες χώρες (οδηγώντας εν τέλει στην κρίση χρέους της δεκαετίας του '80), σήμερα είναι πιο δύσκολο να παρακολουθήσουμε την πορεία των πετροδολαρίων. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα πλεονάσματα κατευθύνονται κυρίως σε επενδυτικούς οργανισμούς όπως εκείνοι των κυβερνήσεων του Ντουμπάι και του Αμπού Ντάμπι. Οι οργανισμοί αυτοί διακρίνονται από μικρότερο βαθμό διαφάνειας και λογοδοτούν απ' ευθείας στις κυβερνήσεις τους, χωρίς να διέπονται από τους αυστηρότερους κανόνες τους οποίους πρέπει να τηρούν οι κεντρικές τράπεζες. Εκτιμάται ότι τα έσοδα από τις επενδύσεις των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο εξωτερικό ίσως ανέρχονται ώς και στο 100% του ΑΕΠ. Η εξαγορά του 2% της Daim lerChrysler από το Ντουμπάι και εκείνη του 5% της Ferrari από το Αμπού Ντάμπι είναι μόλις μερικά παραδείγματα. Τα πετροδολάρια επενδύονται επίσης σε όλο τον κόσμο μέσω πολλαπλών χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών (π.χ. στην Ευρώπη ή την Ασία), υπεράκτιων εταιρειών και επενδυτικών κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) εκτός των ΗΠΑ, που καθιστούν δύσκολη την παρακολούθησή τους. Η παραδοσιακή κατάθεση των πετροδολαρίων σε τραπεζικούς λογαριασμούς έχει εκλείψει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) στάθηκε αδύνατο να εντοπίσει σχεδόν το 70% των 700 δισ. δολαρίων, στα οποία εκτιμάται πως ανήλθαν τα επενδυτέα κεφάλαια που αποκόμισε ο ΟΠΕΚ κατά την τρέχουσα περίοδο εκτίναξης των πετρελαϊκών τιμών (1999-2005). Κατά την προηγούμενη περίοδο πλεονασματικής κερδοφορίας (1978-1982), το αντίστοιχο ποσοστό έφθασε το 50%. Στη σχετική μελέτη της BIS εκτιμάται ότι, από το 30% που μπόρεσε να εντοπίσει η τράπεζα, τα δύο τρίτα είχαν κατατεθεί σε τράπεζες συμμετέχουσες στην BIS (ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο έναντι του προηγούμενου κύκλου). Το υπόλοιπο ένα τρίτο χρησιμοποιήθηκε για την αγορά δημόσιων και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ και -σε μικρότερο βαθμό- γερμανικών περιουσιακών στοιχείων. Με την άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ αυξήθηκε και το επενδυτέο ενεργητικό του ΟΠΕΚ στην ίδια χώρα. Η BIS έδειξε ότι κατά το τρίτο τρίμηνο του 2005 οι χώρες του ΟΠΕΚ κατέθεσαν το ποσό ρεκόρ των 82 δισ. δολαρίων σε διεθνείς τράπεζες: επρόκειτο για τη μεγαλύτερη τριμηνιαία τοποθέτηση του πετρελαιοεξαγωγού καρτέλ. Όταν τα πετροδολάρια δεν αγοράζουν απ' ευθείας ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, χρηματοδοτούν εμμέσως το έλλειμμα του αμερικανικού ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών, αυξάνοντας τις εισαγωγές των ΗΠΑ από την Ευρώπη και την Ασία, των οποίων τα κέρδη από εξαγωγές επενδύονται στη συνέχεια σε αμερικανικά αξιόγραφα. Εκτιμώ ότι, το 2005, περίπου το 8% των κερδών της Ευρώπης και της Ασίας από εξαγωγές σε πετροδολάρια και περίπου το 11% των ξένων στοιχείων ενεργητικού των χωρών του Κόλπου συνέβαλαν στη στήριξη του ελλείμματος του αμερικανικού ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών. Το 2006, οι χώρες του Κόλπου θα στηρίξουν μεγαλύτερο μέρος του αντίστοιχου ελλείμματος, καθώς οι εισαγωγές και το καθαρό ενεργητικό τους αυξάνονται ταχύτερα από το ισοζύγιο τρεχόντων λογαριασμών των ΗΠΑ. Το κλίμα μετά την 11η Σεπτεμβρίου απέτρεψε επίσης την εισροή αρκετών ποσοτήτων πετροδολαρίων στη Δύση. Είναι αλήθεια ότι τα πετροδολάρια της Μέσης Ανατολής από τη δεύτερη περίοδο εκτίναξης των τιμών του «μαύρου χρυσού» τοποθετήθηκαν σε εναλλακτικές επενδύσεις που δεν υφίσταντο κατά τη δεκαετία του '70. Μεγάλο μέρος των πετροδολαρίων τοποθετήθηκαν στην ευρύτερη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής. Η δυνατότητα απορρόφησης που παρουσιάζουν οι οικονομίες της Μέσης Ανατολής έχει αυξηθεί δραστικά από τη δεκαετία του '70. Εκτός από τα δημόσια πετροδολάρια, τα ιδιωτικά μόλις τώρα αρχίζουν να βγαίνουν εκτός Κόλπου. Περί το 1,5 τρισ. δολάρια, των οποίων ο κύριος όγκος ανήκει στον ιδιωτικό τομέα της Σαουδικής Αραβίας, κρατείται εκτός του Κόλπου από ιδιώτες και επιχειρηματίες χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ). Τα ιδιωτικά πετροδολάρια του Κόλπου μόλις τώρα αρχίζουν να εισρέουν στη Συρία, τον Λίβανο, την Αίγυπτο και το Μαρόκο, στις κατασκευές, τα ακίνητα, τον τουρισμό και ποικίλα εμπορικά και μεταποιητικά προγράμματα. Μέρος των πετροδολαρίων διοχετεύεται και στην Κίνα, την Ινδία και άλλες ασιατικές χώρες. Εκεί αγοράζουν συμμετοχές σε προγράμματα που αφορούν τράπεζες, ακίνητα, μεταποίηση υψηλής τεχνολογίας και παραγωγική δυνατότητα διύλισης. * Ο δρ Γιάννης Σφακιανάκης υπήρξε έως πρόσφατα αντιπρόεδρος και επικεφαλής περιφερειακός οικονομολόγος της Samba Financial Group (πρώην Saudi-AmericaBank) στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. (Καθημερινή, 25/6/06)