Του Κώστα Iορδανίδη
Το συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων επεχείρησε μιαν «υπέρβαση». Παρέβλεψε όλα τα προβλήματα που καθιστούν την Αθήνα την πλέον προβληματική ίσως πρωτεύουσα της Ευρώπης, παρά τα «ολυμπιακά έργα», και αποφάσισε κατά πλειοψηφία να παραπέμψει σε αρμόδιο όργανο εισήγηση για αλλαγή της ονομασίας των λεωφόρων Βασιλίσσης Αμαλίας και Βασιλίσσης Σοφίας, σε λεωφόρους Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου. Το «δημοκρατικό αίσθημα» των Ελλήνων πολιτικών είναι αποδεδειγμένως αδηφάγο. Διατρέχει την ηγετική ομάδα όλων των παρατάξεων, που διαγκωνίζονται με ποιον τρόπο θα κατεδαφίσουν κάθε έμμεση αναφορά στην ύπαρξη της μοναρχίας. Τριάντα χρόνια μετά την κατάργησή της, η βασιλεία εξακολουθεί να θεωρείται ακόμη «απειλή». Αλλά δεν πρόκειται μόνον περί αυτού. Το σκεπτικό εισηγήσεως για την αλλαγή των ονομάτων των δύο λεωφόρων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Κ. Καραμανλής και ο Α. Παπανδρέου διαμόρφωσαν το πολιτικό σκηνικό της μεταπολιτεύσεως και ως εκ τούτου θα πρέπει να δοθούν τα ονόματά τους στις δύο κεντρικές οδούς που άπτονται του Κοινοβουλίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την παρούσα Βουλή συγκροτούν άτομα που συνεργάσθησαν ή ήσαν θαυμαστές των προαναφερθέντων πολιτικών – εκτός των ανηκόντων στα δύο κόμματα της Αριστεράς. Αλλά οι παρατάξεις των οποίων ηγήθησαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου έχουν παρελθόν και μέλλον, διότι εκφράζουν δύο βασικές τάσεις της κοινωνίας. Θα υπάρξουν και άλλοι ηγέτες που θα τους διαδεχθούν. Κάθε πόλη, και η Αθήνα φυσικά, οικοδομεί μία φυσιογνωμία στη διάρκεια των ετών. Η πολιτική επικαιροποίηση μιας πόλεως διά της μετονομασίας των κεντρικών της οδών συνιστά πράξη ματαία, όπως απεδείχθη από τη μη λειτουργική αλλαγή της ονομασίας της Πανεπιστημίου σε οδό Ελευθερίου Βενιζέλου ή της Πειραιώς σε οδό Παναγή Τσαλδάρη. Δίχως αμφιβολία τα πρακτικά προβλήματα που θα ανακύψουν από μιαν ενδεχόμενη αλλαγή θα είναι πάρα πολλά, και για τον λόγο αυτόν η πρόταση για αλλαγή των ονομάτων στις δύο λεωφόρους δεν πρόκειται να προωθηθεί. Παρά ταύτα, η εισήγηση του κ. Χρ. Παπουτσή και ο θετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσθηκε από το δημοτικό συμβούλιο της πρωτευούσης ανέδειξε ένα θέμα ουσίας – δηλαδή πόσο ενοχλητική είναι η όποια ιστορική αίσθηση στο σημερινό πολιτικό σύστημα της χώρας. Πολιτική μνήμη δεν υφίσταται, ούτε και αίσθηση συνεχείας και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό, αλλά και το πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. (Καθημερινή, 22/6/06)