Του Ευθ. Π. Πέτρου
Υπήρχε άραγε κανείς που στα σοβαρά να επίστευε ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θα έφερνε αυτομάτως την λύση των προβλημάτων μας με την γείτονα; Ενδεχομένως να είχαν αυτήν την ψευδαίσθηση και όσοι επίστευαν ότι η ένταξις της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έφερνε αυτομάτως και την λύση του Κυπριακού… Από πού και έως πού τότε, αυτές οι δύο παραδοχές απετέλεσαν άξονες για την πολιτική της χώρας μας; Υιοθετηθέντες μάλιστα από τις διαδοχικές Κυβερνήσεις των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας μας; Είναι η δεύτερη χρονιά εφέτος, που περιμένουμε το φθινόπωρο για να δούμε πώς θα εκτιμήση η Ευρώπη την πορεία της Τουρκίας προς την υιοθέτηση του συστήματος νόμων και αξιών που έχει ονομασθή "ευρωπαϊκό κεκτημένο". Βεβαίως η Τουρκία έχει ήδη διατρανώσει ότι όχι μόνον δεν προτίθεται να αποδεχθή το ευρωπαϊκό σύστημα αξιών, αλλ' ούτε κάν να ανταποκριθή σε άμεσες υποχρεώσεις όπως η στοιχειώδης αναγνώρισις ενός κράτους - μέλους και συγκεκριμένα της Κύπρου. Επί του προκειμένου, διαπιστώνεται η πλεονεκτική θέσις στην οποία ευρισκόμεθα μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., αλλά καθίσταται προφανές, πόσο εξωπραγματικές ήσαν οι ελπίδες για αυτόματη επίλυση του προβλήματος. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι περιμένοντας τέτοιες εξελίξεις -που μόνον στην σφαίρα της φαντασίας ενός λογικού ανθρώπου θα μπορούσαν να υπάρχουν- δεν έχουμε αναπτύξει ένα σχεδιασμό, με στόχο να εκμεταλλευθούμε το πλεονέκτημα που εξασφαλίσαμε. Την ίδια στιγμή και, μετά ένα ταξίδι της υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα, συζητούμε πάλι για μέτρα εμπιστοσύνης, ενώ παρά την υποτιθεμένη εφαρμογή του πρωτοκόλλου Παπούλια - Γιλμάζ, επί καθημερινής βάσεως, περισσότερα των 20 τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών προβαίνουν σε παραβάσεις και παραβιάσεις στον ουρανό του Αιγαίου. Φυσικά και τα υπό συζήτηση μέτρα εμπιστοσύνης δεν μπορεί να έχουν καλύτερη τύχη από ανάλογα που συζητήθηκαν παλαιότερα ή και από τον διάλογο επί θεμάτων "χαμηλής πολιτικής" που εδώ και χρόνια είχε αρχίσει και που ειλικρινώς αγνοούμε αν συνεχίζεται… Με τα δεδομένα αυτά, είναι καταφανώς αστείο να πιστεύουμε ότι μέτρα όπως η εγκατάστασις "κόκκινης γραμμής" για επικοινωνία των αεροπορικών επιτελείων μπορεί να συμβάλη σε τίποτε. Άλλωστε αν υφίσταται ειλικρινής διάθεσις αποφυγής επεισοδίων, υπάρχει πληθώρα συμβατικών μέσων για όσες επικοινωνίες απαιτούνται. Επιπροσθέτως η ανταλλαγή επισκέψεων ανωτάτων στρατιωτικών, όπως αυτή του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ που σχεδιάζεται, στην καλύτερη περίπτωση είναι περιττή, ενώ με δεδομένο ότι δεν είναι εντεταγμένη σε μακρόπνοο σχέδιο πολιτικής (που βεβαίως δεν είναι δουλειά του ΓΕΕΘΑ) μπορεί να αποδειχθή και επικίνδυνη. Τα πράγματα είναι απλά. Όπως τα περιέγραψε στην "Εστία" της παρελθούσης Παρασκευής ο βουλευτής και τ. υπουργός κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης: "Η πολιτική της Τουρκίας υπήρξε ανέκαθεν μία: Να εκβιάζει και να προσπαθεί να επιβάλει τις απόψεις της". Προκειμένου να επιβεβαιώση την παραπάνω θέση, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιούλ, αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας του, υποστηρίζει ότι "η Ε.Ε. είναι αυτή που πρέπει να δη τι θα κάνη", αφού κατά τα λεγόμενά του, η στάσις της Τουρκίας είναι "εποικοδομητική" και "είναι σε όλους απολύτως σαφείς οι καλές της προθέσεις"(;). Από την άλλη πλευρά, η Ελλάς έχει προβή σε πολυάριθμες χειρονομίες καλής θελήσεως έναντι της Αγκύρας τα τελευταία 32 χρόνια. Και παρά το γεγονός ότι ουδεμία ουσιαστική ανταπόκρισις υπήρξε, εξακολουθούμε να κινούμεθα στην ίδια γραμμή. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνη κανείς, πώς ερμηνεύεται αυτή η στάσις από μια χώρα η πολιτική της οποίας είναι συστηματικώς εκβιαστική. Με αυτά τα δεδομένα, είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να αλλάξη στην συνολική προσέγγιση των ελληνο-τουρκικών. Η μόνη γλώσσα την οποία καταλαβαίνουν οι Τούρκοι, είναι αυτή της ισχύος. Χωρίς αυτό να σημαίνη ότι είναι ικανοποιητική απάντησις οι εθνικιστικές κορώνες ή οι διάφορες εξάρσεις. Απεναντίας, αυτό που χρειάζεται είναι σοβαρότης και προγραμματισμός. Τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και σε αυτό των Ενόπλων Δυνάμεων. Στο αξιόμαχο των οποίων και μόνον μπορεί να στηριχθή η πολιτική. (Εστία)