Του Σεραφείμ Κωνσταντινίδη
Ο τρόπος εφαρμογής της συμφωνίας του Κιότο για τον περιορισμό της ρύπανσης εξελίσσεται σε έναν επιπλέον περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη. Η συμφωνία, την οποία δεν έχουν υπογράψει και δεν εφαρμόζουν υπερδυνάμεις όπως η ΗΠΑ και η Κίνα, οδηγεί στην καθήλωση της ισχνής ελληνικής βιομηχανίας, ενώ επιβαρύνει ιδιαίτερα τη ΔΕΗ. Το υπουργείο Περιβάλλοντος-Χωροταξίας-Δημοσίων έργων, που ασχολείται με την κατανομή των δικαιωμάτων ρύπανσης, έχει σχεδόν ολοκληρώσει τη δημόσια διαβούλευση και ετοιμάζεται να περιορίσει δραστικά τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, επικαλούμενο την ανάγκη περιορισμού της ρύπανσης. Τις ημέρες αυτές ολοκληρώνεται η διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους και ο υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ Σταύρος Καλογιάννης ετοιμάζεται να προωθήσει στους συναρμόδιους υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ Γιώργο Σουφλιά και Ανάπτυξης Δημήτρη Σιούφα τα δικαιώματα διοξειδίου του άνθρακα που επιτρέπεται να εκπέμπουν κάθε χρόνο οι βιομηχανίες. Αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται, καθώς η μείωση της εκπομπής ρύπων σημαίνει ενδεχομένως μείωση παραγωγής για ορισμένες βιομηχανίες, αφού δεν λαμβάνεται υπόψη το κριτήριο της παραγωγικής δυναμικότητας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι εργοστάσιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής σταμάτησε τις εξαγωγές πέρυσι τον Δεκέμβριο επειδή είχε εξαντλήσει τα ετήσια δικαιώματα εκπομπής ρύπων και η τιμή του εξαγώγιμου προϊόντος δεν επέτρεπε την αγορά δικαιωμάτων. Προτίμησαν να σταματήσουν τις εξαγωγές αντί να πωλούν προϊόντα με ζημιά. Βέβαια, η ακύρωση εξαγωγών και η υπολειτουργία του εργοστασίου στέρησε από την ελληνική οικονομία τους ανάλογους πόρους. Ακόμα σημαντικότερο φαίνεται να είναι το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η ΔΕΗ, καθώς ήδη πληρώνει 12 εκατ. ευρώ τον χρόνο για να αγοράσει δικαιώματα ρύπανσης, επιβαρύνοντας την κερδοφορία της. Σύμφωνα με το γενικό σχέδιο, το μεγαλύτερο μέρος των ρύπων στην Ελλάδα εκπέμπεται από τα εργοστάσια της ΔΕΗ, επειδή έχουν ως πρώτη ύλη λιγνίτη. Γι’ αυτό οι μονάδες της ΔΕΗ εξαντλούν τα δικαιώματα και αγοράζουν από τη διεθνή αγορά επιπλέον, προκειμένου να λειτουργούν χωρίς διακοπή. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο που θα ισχύει την περίοδο 2008-2012, η ΔΕΗ πρέπει να περιορίσει την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα σε 46,6 εκατ. τόνους τον χρόνο από 52 εκατ. τόνους που δικαιούται τώρα! Η δραστική αυτή μείωση υπερβαίνει ακόμα και τις επαληθευμένες μετρήσεις εκπομπών που έκαναν οι υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ, σύμφωνα με τις οποίες οι εκπομπές της ΔΕΗ ξεπερνούν τα 52 εκατ. τόνους τον χρόνο. Εφόσον το ΥΠΕΧΩΔΕ επιμείνει στην κατανομή αυτή, είναι βέβαιο ότι η ΔΕΗ θα επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια, καθώς η εκπομπή ρύπων θα αυξηθεί χωρίς να υπολογίζεται ότι χρειάζονται νέες μονάδες για να καλυφθεί η μεγάλη ζήτηση ρεύματος. Σημειώνεται ότι οι νέες μονάδες της ΔΕΗ θα καίνε φυσικό αέριο και όχι λιγνίτη, αλλά και πάλι υπάρχει ρύπανση. Συνολικά οι 150 βιομηχανικές εγκαταστάσεις που εντάσσονται στο πρόγραμμα εκπομπής ρύπων είχαν τη δυνατότητα να εκπέμπουν λίγο πάνω από 71 τόνους διοξειδίου του άνθρακα με βάση το πρώτο σχέδιο κατανομής ρύπων που αφορά την περίοδο 2005 - 2007. Τώρα, έχοντας και την εμπειρία αυτή οι υπηρεσίες περιβάλλοντος υποτίθεται ότι επιβεβαίωσαν με ελέγχους την εκπομπή ρύπων από κάθε βιομηχανική εγκατάσταση. Με βάση τα στοιχεία αυτά, έγιναν οι διαβουλεύσεις ώστε να εγκριθούν τα δικαιώματα για την περίοδο 2008-2012 και με στόχο η εκπομπή διοξειδίου άνθρακα να περιοριστεί σε 68,8 εκατ. τόνους την περίοδο αυτή. Η διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους ήταν χρήσιμη, επισημαίνει ο υφυπουργός κ. Καλογιάννης, καθώς οι επιχειρήσεις έσπευσαν να δώσουν επιπλέον στοιχεία είτε για τη λειτουργία των μονάδων τους είτε για εκείνες των ανταγωνιστών τους... Σημειώνεται ότι το θέμα είναι πολύ σημαντικό για τις βιομηχανίες, καθώς με την απονομή δικαιωμάτων μπορεί να περιοριστεί η λειτουργία μιας επιχείρησης ή να αποκτήσουν περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να πωληθεί, όπως είναι τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρα από τα δικαιώματα ρύπανσης της ΔΕΗ που μειώνονται και περιπτώσεις εταιρειών με ακάλυπτη παραγωγική δυνατότητα όπως η ΑΓΕΤ Ηρακλής που περιορίζονται, υπάρχουν κλάδοι προς τους οποίους οι «υπηρεσίες ρύπανσης» εμφανίζονται θετικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ιστοσελίδα μέσω της οποίας γίνεται η δημόσια διαβούλευση, τα δικαιώματα ρύπανσης των διυλιστηρίων αυξάνονται από 3,4 εκατ. τόνους σε 4,2 εκατ. τόνους, πάνω από τις επαληθευμένες εκπομπές. Επίσης, κανείς δεν κατάλαβε γιατί στην ασβεστοποιΐα τα δικαιώματα αυξάνονται από 659,6 χιλ. τόνους σε 937,7 χιλ. τόνους. «Αγκάθι» η έλλειψη εθνικού χωροταξικού σχεδίου Βέβαια, το μυστήριο των δικαιωμάτων ρύπανσης δεν είναι το μοναδικό θέμα του υπουργείου Περιβάλλοντος που αφορά την οικονομική δραστηριότητα. Η έλλειψη εθνικού χωροταξικού σχεδίου είναι ένας από τους λόγους που το Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτει συχνά επενδυτικά προγράμματα. Η απουσία του σχεδίου υποτίθεται ότι θα θεραπευθεί με την κατάρτιση ειδικών χωροταξικών σχεδίων που θα αφορούν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τον τουρισμό και τη βιομηχανία. Σύμφωνα με πληροφορίες έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές μελέτες και έως το τέλος του έτους αναμένεται να έχουν οριστικοποιηθεί τα σχέδια αυτά. Εφόσον τα ειδικά χωροταξικά σχέδια ολοκληρωθούν, θα εκλείψει ένα σημαντικός παράγοντας που εμποδίζει την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Υπενθυμίζεται ότι τα περισσότερα από τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια που εκκρεμούν πολλά χρόνια, παραμένουν σχέδια επειδή δεν υπάρχουν χωροταξικά σχέδια που επιτρέπουν επενδύσεις στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Άλλωστε, πέρα από την υπερβολική καμιά φορά διάθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας να ασχολείται ως εκτελεστική εξουσία με τις υποθέσεις, υπάρχει το κενό που άφησαν όλες οι κυβερνήσεις να υπάρχουν χωροταξικά σχέδια. Δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα που επιδιώκεται ανάπτυξη χωρίς σχέδιο... (Καθημερινή, 9/7/06)