Του Νίκου Νικολάου
Ο Ερυσίχθων, γιος του Τρίοπα, ήταν Θεσσαλός. Βλάσφημος και υπερόπτης, μισούσε τους θεούς. Μια φορά διέταξε τους υπηρέτες του να κόψουν μια ιερή βελανιδιά που ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα και γύρω της χόρευαν οι Δρυάδες. Όταν αυτοί δίστασαν, άρπαξε ένα τσεκούρι και είπε: «Δεν με ενδιαφέρει αν το δέντρο αυτό το αγαπά η θεά. Ακόμη και η θεά η ίδια αν ήταν, θα την έριχνα κάτω αν στεκόταν στον δρόμο μου». Κάποιος από τους παρισταμένους προσπάθησε να τον σταματήσει και ο Ερυσίχθων τον σκότωσε, λέγοντας: «Ορίστε η ανταμοιβή για τον οίκτο σου». Οι Δρυάδες, βλέποντας με θλίψη πεσμένο πια κατάχαμα το πιο περίφημο δέντρο του δάσους, πήγαν στη Δήμητρα και ζήτησαν την τιμωρία του Ερυσίχθονα. Η Δήμητρα συμφώνησε και ζήτησε από τον μεγαλύτερο εχθρό της, την Πείνα, που κατοικούσε στη Σκυθία μαζί με τον Τρόμο και το Κρύο (μέσω αγγελιοφόρου, αφού απαγορευόταν να έρθει σε επαφή μαζί της), να κυριεύσει τα εντόσθια του Ερυσίχθονα. Της παρήγγειλε ούτε η δύναμη των δώρων της (της Δήμητρας), αλλά ούτε και καμία αφθονία να μην τον ανακουφίζει. Η Πείνα υπάκουσε στις εντολές της Δήμητρας και ένα βράδυ, που ο Ερυσίχθων κοιμόταν, κυρίευσε τα σωθικά του. Μετά έφυγε από τη γη της αφθονίας (τη Θεσσαλία) για να γυρίσει στη φρικτή πατρίδα της. Ο Ερυσίχθων ονειρευόταν στον ύπνο του ότι πεινούσε και όταν πλέον ξύπνησε, η πείνα του είχε γίνει τεράστια. Αμέσως ζήτησε να του φέρουν τροφή. Όμως, όλο το φαγητό της Γης δεν του έφτανε. Οσο θα χρειαζόταν μια πόλη ή ένα έθνος ολόκληρο για να τραφεί δεν επαρκούσε. Η πείνα του έγινε τόση όσο και ο ωκεανός, που δέχεται όλα τα ποτάμια και που ποτέ του δεν γεμίζει. Η περιουσία του εξανεμίσθηκε. Στο τέλος ο Ερυσίχθων άρχισε να κατασπαράζει τα ίδια του τα μέλη. Αγωνιζόταν να θρέψει το σώμα του, τρώγοντας το ίδιο του το σώμα. Ώσπου ο θάνατος τον απάλλαξε από την εκδίκηση της Δήμητρας. Ο μύθος αυτός, που απαντάμε στον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις), μας δείχνει ότι όταν μας κυριεύσει η πλεονεξία και η βουλιμία, γινόμαστε υβριστές και στο τέλος καταστρέφουμε ό,τι έχουμε, όποιο δώρο μας χάρισε η Φύση, την ίδια μας τη ζωή. Και μπροστά στο τερατώδες εγχείρημα των σύγχρονων συμπατριωτών του Ερυσίχθονα να εκτρέψουν τον Αχελώο, ο μύθος αυτός κρύβει μεγάλους συμβολισμούς. Διότι τα καλά της θεσσαλικής γης, των γόνιμων κάμπων της και των πλούσιων υδάτων της σπαταλήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες προς χάριν μιας κακώς εννοούμενης αγροτικής ανάπτυξης. Με αναποτελεσματικές μεθόδους άρδευσης για προϊόντα όπως είναι το βαμβάκι (και το ελληνικό είναι πλέον από τα χειρότερα του κόσμου) και δηλητηριάζοντας το έδαφος με τα νιτρικά και τα φωσφορικά λιπάσματα (με αποτέλεσμα αυτό να χάσει τη δυνατότητα να συγκρατεί το νερό) εξαντλήθηκαν τα πλούσια νερά του Πηνειού. Και αφού τα νερά αυτά δεν φθάνουν πια, σαν βαμπίρ τρυπήσαμε βαθιά μέσα στη γη για να αντλήσουμε φλέβες υδάτων που χρειάσθηκαν 500 ή και 1.000 χρόνια ακόμη για να σχηματισθούν στο υπέδαφος. Και ο υδροφόρος ορίζοντας από τα 20, τα 50 ή τα 60 μέτρα κατέβηκε στα 200 και στα 300 και στα 500 μέτρα. Και αντλώντας τα ύδατα αυτά, δημιουργήσαμε ένα κενό που καλύπτεται από το θαλασσινό νερό, με αποτέλεσμα την υφαλμύρωση των υπογείων υδάτων. Αυτός ο φαύλος κύκλος έχει οδηγήσει τη Θεσσαλία να καταναλώνει περισσότερο νερό από ολόκληρο το Ισραήλ, το οποίο εφαρμόζοντας σύγχρονες και φιλικές προς το περιβάλλον αρδευτικές μεθόδους, και παρά τις λιγότερες βροχοπτώσεις εν συγκρίσει προς τη Θεσσαλία, απολαμβάνει υψηλές σοδειές και απαράμιλλη ποιότητα αγροτικών προϊόντων. Ας συνειδητοποιήσουν, λοιπόν, οι κυβερνητικοί παράγοντες, με πρώτο τον αρμόδιο υπουργό κ. Γ. Σουφλιά, ότι η εκτροπή του Αχελώου, που σκέπτονται, θα αποδειχθεί το μεγαλύτερο οικολογικό έγκλημα. Και γι’ αυτό, ασφαλώς, δεν θα αποτολμηθεί. (Καθημερινή, 24/8/06)

Διαβάστε ακόμα