Του Κ.Ν.Σταμπολή
Όταν στα τέλη Ιουλίου ο υπουργός Ανάπτυξης ενέκρινε την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ μεταξύ άλλων ανακοίνωσε την παράλληλη μείωση του τέλους υπέρ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (που εμφανίζεται ως τέλος υπέρ ΑΠΕ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ) κατά 50%. Το τέλος αυτό θεσπίστηκε πριν από τρία χρόνια και έχει σκοπό την συγκέντρωση ενός ποσού σε ξεχωριστό λογαριασμό που μέσω αυτού πληρώνονται από τον Διαχειριστή του Συστήματος (τον ΔΕΣΜΗΕ) στην ενδοχώρα και από την ΔΕΗ στα νησιά, οι ανεξάρτητοι παραγωγοί ΑΠΕ, κυρίως οι διαχειριστές Αιολικών Πάρκων. Εάν και απειροελάχιστο, (ισοδυναμούσε μέχρι πρόσφατα με το 0,01% του συνολικού κόστους του μέσου λογαριασμού) εν τούτοις το ποσό αυτό βοηθά το ΔΕΣΜΗΕ και την ΔΕΗ να πληρώνουν ένα μέρος των αγορών ρεύματος που παράγεται από μονάδες ΑΠΕ. Το τέλος αυτό εισήχθηκε για να υποστηρίξει την ανάπτυξη των ΑΠΕ μεταφέροντας στον καταναλωτή ένα πολύ μικρό μέρος του επιπλέον κόστους. Η φιλοσοφία της θέσπισης του τέλους υπέρ ΑΠΕ, είναι ότι αυτό αναπροσαρμοζόμενο σταδιακά προς τα άνω, θα μπορούσε τελικά να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του extra κόστους (δηλ. την διαφορά πάνω από την οριακή τιμή του συστήματος) που απαιτείται για την αγορά ενέργειας από ΑΠΕ. Θα περίμενε λοιπόν κάποιος με απλή λογική ότι εφ’ όσον η κυβέρνηση έχει την πρόθεση να υποστηρίξει την ανάπτυξη των ΑΠΕ (εξ’ άλλου εψήφησε ολόκληρο νομοσχέδιο για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, βλέπε «Κ» 9/7/06) ότι το τελευταίο πράγμα που θα έκανε θα ήτο να μειώσει το τέλος αυτό. Ο υπουργός Ανάπτυξης βέβαια υποστηρίζει ότι το έπραξε αυτό για να μην επιβαρύνει επιπλέον τα τιμολόγια των καταναλωτών, ιδίως τα οικιακά τιμολόγια. (βλέπε πίνακες). Όπως σημείωσε μάλιστα σε ανακοίνωσή του το ΥΠΑΝ στις 28/7 «Για όλα τα άλλα τιμολόγια (βιομηχανικό, νυχτερινό κλπ), η αύξηση όλων των στοιχείων τους (χρέωση ενέργειας, πάγιο κλπ) ανέρχεται σε ποσοστό 4,5%. Εάν ληφθεί υπόψη και η μείωση του ειδικού τέλους των ΑΠΕ, η πραγματική επιβάρυνση των τιμολογίων αυτών, κατά μέσο όρο, ανέρχεται σε 3,6%». Όμως η μείωση του τέλους ΑΠΕ κατά 50%, το οποίο είναι ζήτημα εάν θα εξοικονομήσει 8 - 10 εκατ. ευρώ το χρόνο, στερεί πολύτιμους πόρους για την ανάπτυξη πράσινης ενέργειας ενώ ταυτόχρονα δίδει ένα τελείως αρνητικό στίγμα στην αγορά για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης σε ότι αφορά τις ΑΠΕ. Η άστοχη αυτή ενέργεια του υπουργού Ανάπτυξης μόνο ως αψυχολόγητη μπορεί να χαρακτηρισθεί αφού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υποτιθέμενη ‘’προ ΑΠΕ’’ πολιτικής της κυβέρνησης, τονίζουν παράγοντες του κλάδου. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η μέση ετήσια επιβάρυνση του ως άνω τέλους στο λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος ενός τυπικού νοικοκυριού (προ της μειώσεώς του) ανέρχετο σε 5€ ανά έτος (4,100 kwh/έτος x νοικοκυριό) x 1,24€//MWh ~ 5€/έτος ή 85 λεπτά ανά δίμηνο). Βέβαια δεν ήτο μόνο η επιβολή του τέλους αυτού που δημιούργησε την εντύπωση ότι οι ΑΠΕ είναι μία ακριβή μορφή ενέργειας αλλά η γενικότερη τάση αποφυγής σύγκρισης των πραγματικών δεδομένων. Και βέβαια, όχι μόνο για το κόστος που καταγράφεται στα τιμολόγια και στους ισολογισμούς των ενεργειακών φορέων, αλλά για το άλλο κόστος, το κρυμμένο, το εξωτερικό κόστος της ενέργειας, αυτό που δεν ενσωματώνεται σήμερα στις ενεργειακές τιμές, στρεβλώνοντας σε καθοριστικό βαθμό τον ανταγωνισμό των διαφόρων μορφών ενέργειας στην εγχώρια (αλλά και στη διεθνή) αγορά. Το εξωτερικό αυτό κόστος, παρατηρεί ο Δρ. Νίκος Βασιλάκος, γνωστός μελετητής των ΑΠΕ και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας ΑΠΕ (της EREF) προέρχεται από μία μακρά σειρά εξωτερικών – δυσμενών - επιπτώσεων (externalities) που σχετίζονται με την παραγωγή, μεταφορά, μετατροπή και κατανάλωση των πρωτογενών ενεργειακών πόρων, όπως είναι οι επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, οι επαγγελματικοί κίνδυνοι, οι υλικές ζημίες, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, κ.α. Σύμφωνα με τον κ. Βασιλάκο η έγκυρη μελέτη EXTERNE (2001), η οποία εκπονήθηκε επί μία 10ετία από ερευνητές από όλα τα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπολόγισε ποσοτικά το εξωτερικό κόστος των διαφόρων χρησιμοποιούμενων μορφών ενέργειας, για κάθε χωριστά. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μελέτη αυτή, το εξωτερικό κόστος των διαφόρων μορφών ενέργειας που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, ως συνολικό αποτέλεσμα των ποσοτικοποιήσιμων μόνο εξωτερικών τους επιπτώσεων, έχει ως εξής: ΛΙΓΝΙΤΗΣ ► 50 – 80 €/1000MWh ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ► 30 – 50 €/1000MWh ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ ► 10 €/1000MWh ΑΠΕ (ΑΙΟΛΙΚΑ) ► 2,5 €/1000MWh Είναι φανερό ότι εάν οι παραπάνω τιμές (externalities) ενσωματωθούν, όπως είναι εύλογο, στο κόστος των διαφόρων ενεργειακών μορφών που χρησιμοποιούνται σήμερα στη χώρα μας, τότε η ανταγωνιστική του θέση ανατρέπεται πλήρως υπέρ των ΑΠΕ. Όμως και με την εφαρμογή του περιπετειώδους, στην εξέλιξή του, νομοσχεδίου (Ν. 3468/06) για τις ΑΠΕ ο οποίος υποτίθεται ότι θα έλυνε δια μαγείας όλα τα προβλήματα των ανανεώσιμων έχουν ήδη αρχίσει να παρατηρούνται τα πρώτα σοβαρά προβλήματα. Η σκληρή πραγματικότητα, δύο μόλις μήνες μετά, ρίχνει βαριά την σκιά της στον πολύπαθο αυτό τομέα. Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες του τομέα των ΑΠΕ δύο είναι τα νέα στοιχεία που δείχνουν καθαρά την πρόθεση της κυβέρνησης να περιθωριοποιήσει τις ΑΠΕ, υπέρ των συμβατικών καυσίμων, και να οδηγήσει σε πλήρη τελμάτωση και μαρασμό ολόκληρο τον τομέα των ανανεώσιμων. -Μία πολιτική που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που συμβαίνουν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και με την ίδια την πολιτική της Ε. Επιτροπής όπου κυβερνήσεις, εταιρείες και καταναλωτές προωθούν συστηματικά την ανάπτυξη των ΑΠΕ με τελικό στόχο την κάλυψη του 12% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της ΕΕ από ΑΠΕ μέχρι το έτος 2010. Καταρχάς με την πολύ πρόσφατη Απόφαση 136/20.07.2006 της ΡΑΕ στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 3468/06 διακόπηκε άμεσα και έπ’ αόριστον η αξιολόγηση όλων των αιτήσεων για άδεια παραγωγής έργων ΑΠΕ, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος πολλών χιλιάδων MW, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αφορά αιολικά πάρκα. Κι αυτό, μέχρις ότου οι αιτούμενοι άδειας παραγωγής αιολικού πάρκου επενδυτές προσκομίσουν και νέες ανεμολογικές μετρήσεις, διάρκειας τουλάχιστον 1 έτους, από πιστοποιημένο και μόνο φορέα. Στην πράξη, αυτή η τελευταία απαίτηση σημαίνει αναστολή αξιολόγησης όλων των αιολικών έργων για αρκετά χρόνια, αφού πέραν του 1 έτους νέων μετρήσεων θα υπάρξει και ατελείωτο «μποτιλιάρισμα» στην αγορά, λόγω των εκατοντάδων έργων που θα περιμένουν να πάρουν σειρά για μετρήσεις από τους 3 μόνο πιστοποιημένους φορείς που υπάρχουν σήμερα (ΚΑΠΕ + 2 ιδιώτες), ή που, αλλιώς, θα πρέπει να περιμένουν μέχρι να πιστοποιηθούν (στο άγνωστο μέλλον) και άλλοι φορείς μετρήσεων, για να ξεκινήσουν τις δικές τους μετρήσεις. Αλλά πέραν του ζητήματος των τεράστιων ως άνω καθυστερήσεων και του συνακόλουθου «παγώματος» όλων των αιολικών επενδύσεων, είναι και τελείως παράλογο και αντιεπιστημονικό να ρίχνονται στο καλάθι των αχρήστων έγκυρες ανεμολογικές μετρήσεις ετών, που έχουν εκτελεσθεί από έμπειρους επιστήμονες, τεχνικούς και εταιρείες, απαιτώντας συλλήβδην νέες μετρήσεις από πιστοποιημένους φορείς, και μάλιστα μέσα στο χώρο εγκατάστασης του αιτούμενου αιολικού πάρκου. Ο παραλογισμός αυτός φθάνει στα άκρα του στην περίπτωση του ΚΑΠΕ, αφού δεν γίνονται πλέον αποδεκτές ως έγκυρες και επαρκείς οι ανεμολογικές μετρήσεις που οι επενδυτές είχαν αναθέσει ή αγοράσει από το ΚΑΠΕ και οι οποίες μετρήσεις : (α) βασίζονται στον αναλυτικό ανεμολογικό χάρτη που το ΚΑΠΕ εκπόνησε, στα πλαίσια του Ε.Π.Ε /Β’ ΚΠΣ, με δίκτυο 120 ανεμολογικών ιστών σε όλη την Ελλάδα, την περίοδο 1997- 1999, δηλ. πριν από την πιστοποίησή του ως επίσημου φορέα μετρήσεων το 2001-2002, (β) χρησιμοποιούν έγκυρα διεθνή μοντέλα γεωγραφικής συσχέτισης / ανάγλυφου, τα οποία εφαρμόζονται επί δεκαετίες παγκοσμίως, για τον επακριβή προσδιορισμό της ταχύτητας του ανέμου στη θέση εγκατάστασης ενός αιολικού πάρκου όταν είναι γνωστές οι αντίστοιχες μετρήσεις ταχύτητας ανέμου στον πλησιέστερο ανεμολογικό σταθμό (του ΚΑΠΕ). Σύμφωνα με ειδικούς επί θεμάτων αιολικής ενέργειας είναι τελείως απαράδεκτο να μην γίνονται αποδεκτές οι καθ’ όλα έγκυρες ανεμολογικές μετρήσεις ιδιωτών επενδυτών ή/και του ΚΑΠΕ, αποτιμώντας έστω το βαθμό αξιοπιστίας τους, και να απαιτείται συλλήβδην η διεξαγωγή νέων μετρήσεων, και μάλιστα με μαξιμαλιστικούς, αντιεπιστημονικούς όρους (διάρκεια τουλάχιστον 1 έτους, μετρήσεις μέσα στο χώρο εγκατάστασης). Η λύση στο παραπάνω αδιέξοδο, σύμφωνα με τους άνω ειδικούς είναι απλή και σύννομη, στα πλαίσια του νέου Ν. 3468/06 : ορισμένα από τα κριτήρια αξιολόγησης αιτήσεων αδειών παραγωγής που θέτει ο νέος Νόμος πρέπει να συνεχίσουν, όπως γίνεται μέχρι σήμερα (από καταβολής ΡΑΕ), να συναξιολογούνται μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια, και όχι να είναι κριτήρια on-off. Τέτοια, μη αποκλειστικά, κριτήρια είναι π.χ. της ωριμότητας της αδειοδοτικής διαδικασίας και της ενεργειακής αποδοτικότητας (δηλ. της ύπαρξης ή μη πρωτογενών μετρήσεων, ή της ύπαρξης μετρήσεων από πιστοποιημένο φορέα). Στην περίπτωση προσκόμισης ανεμολογικών μετρήσεων πρέπει να καθοριστεί η ελάχιστη αποδεκτή χρονική διάρκειά τους (προτείνεται 4μηνο, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα) και να διευκρινιστεί σαφώς ότι δεν είναι απαραίτητη η στενή εντοπιότητά τους. Είναι εμφανές, ότι οι νέες γραφειοκρατικές απαιτήσεις σκοπό έχουν την καθυστέρηση των νέων επενδύσεων και αυτό όταν η χώρα μας με συνολική αιολική ισχύ που δια της βίας φθάνει 650MW είναι από τις τελευταίες χώρες στην ΕΕ από άποψη εγκατεστημένων αιολικών μονάδων. Δεύτερον με την Απόφαση 2569, το Σεπτέμβριο του 2004, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την έγκριση περιβαλλοντικών όρων και την άδεια εγκατάστασης αιολικού πάρκου, με βασικό σκεπτικό την έλλειψη συνολικού χωροταξικού σχεδιασμού, σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, για εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων. Η Απόφαση 2569/2004 του ΣτΕ αποτελεί πλέον δεδικασμένο, βάσει του οποίου έχουν ανασταλεί, ουσιαστικά και τυπικά, όχι μόνο η υλοποίηση αλλά και οι αδειοδοτικές διαδικασίες όλων σχεδόν των αιολικών πάρκων. Ανάλογες πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ (983/05, 1688/05 και 1186/06) έχουν πρακτικά αναστείλει και την υλοποίηση υδροηλεκτρικών έργων, μεταξύ αυτών και των έργων ισχύος < 15 MW (ΜΥΗΕ). Παρά το καθοριστικό αυτό γεγονός, σύμφωνα με απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες το ΥΠΕΧΩΔΕ καθυστέρησε έναν ολόκληρο χρόνο να δραστηριοποιηθεί, για να αναθέσει τελικά σε εξωτερικό μελετητή την εκπόνηση ενός πρώτου σχεδίου Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού & Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ, σε εθνική κλίμακα. Η μελέτη αυτή δεν έχει καν ολοκληρωθεί ακόμη, πόσο μάλλον η μακρά θεσμική διαδικασία έγκρισης σε κυβερνητικό επίπεδο του Χωροταξικού Σχεδίου, με την έκδοση ΚΥΑ όλων των συναρμόδιων Υπουργείων. Ήδη, ομολογείται επίσημα από την κυβέρνηση και τον αρμόδιο υπουργό κ. Σουφλιά ότι το Χωροταξικό αυτό Σχέδιο δεν θα θεσμοθετηθεί, στην καλύτερη περίπτωση, πριν από την άνοιξη του 2007, με αρνητικότατες φυσικά επιπτώσεις στις προοπτικές ανάπτυξης των ΑΠΕ στη χώρα μας (καθυστέρηση ή ματαίωση επενδύσεων, απώλεια Κοινοτικών πόρων, αποτυχία επίτευξης δεσμευτικών εθνικών στόχων, κ.α.). Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος αυτός υπουργός ΠΕΧΩΔΕ είχε δεσμευθεί με επίσημες δηλώσεις του στις 30 Μαίου 2005 ότι το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των ΑΠΕ θα ήταν έτοιμο το Μάρτιο του 2006 ! Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) καλύπτουν ένα σημαντικό φάσμα εφαρμογών, αποκεντρωμένων και μη, και έτσι αποτελούν έναν όχι ευκαταφρόνητο ενεργειακό πόρο σε εθνικό επίπεδο και αυτό γιατί η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες λόγω μορφολογίας και κλίματος επιτρέπει οικονομικά ανταγωνιστικές εφαρμογές για όλες τις μορφές ανανεώσιμης ενέργειας (ηλιακή, θερμική, φωτοβολταϊκά, αιολικά συστήματα, βιομάζα, γεωθερμία, υδατοπτώσεις ακόμα και κομματικής ενέργειας). Γι’ αυτό οι πειραματισμοί και παλινδρομήσεις της κυβέρνησης με τα μέσα οικονομικής και διοικητικής στήριξης τους (π.χ. τέλος ΑΠΕ, επιδοτήσεις, χωροταξικό) δημιουργούν ένα κλίμα ανασφάλειας στους επενδυτές και αβεβαιότητας στους χιλιάδες απλούς (και εν δυνάμει εκατομμύρια) χρήστες τους. Εάν η κυβέρνηση είχε αξιολογήσει θετικά το τεράστιο δυναμικό και τον θετικό ρόλο των ΑΠΕ για την οικονομία και την κοινωνία θα έπρεπε επιτέλους να σταματήσει τους πειραματισμούς και τις επιπόλαιες κινήσεις και να δώσει ένα απόλυτα θετικό μήνυμα στην αγορά και τους πολίτες. Όπως παρατηρούσαμε και παλαιότερα από αυτή την στήλη το θέμα των ΑΠΕ αλλά και της εξοικονόμησης ενέργειας είναι ασφαλώς πολύ γενικότερο και ξεφεύγει από τα πλαίσια νομοσχεδίων και διοικητικών μέτρων. Εάν επιθυμούμε απτά αποτελέσματα με μετρήσιμο αντίκτυπο σε βασικές οικονομικές παραμέτρους, η σωστή χρήση και παραγωγή ενέργειας πρέπει να ενσωματωθεί πρωτίστως στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης όπου οι τιμές πετρελαίου, ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου θα πρέπει, κατάλληλα διαμορφωμένες, να αντανακλούν την πραγματική αξία των ακριβών υδρογονανθράκων. Oπως και η παραγωγή καθαρής ενέργειας θα πρέπει να πριμοδοτείται με ελκυστικά φορολογικά κίνητρα και δυνατότητα διάθεσης της παραγόμενης ενέργειας μέσω δικτύου αλλά και για ιδία κατανάλωση. Τέλος, η υπόθεση των ΑΠΕ θα πρέπει να αναχθεί σε εθνική προτεραιότητα και η ανάγκη για την ανάπτυξη τους να γίνει κοινή συνείδηση προσελκύοντας ευρεία στήριξη απ’ όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.

Διαβάστε ακόμα