Του Κ.Ν.Σταμπολή
Η επίσκεψη του προέδρου της Ρωσίας κου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αθήνα, την ερχόμενη Δευτέρα, πραγματοποιείται σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τα μεγάλα γεωπολιτικά θέματα της περιοχής ιδιαίτερα, δε, αυτά που έχουν σχέση με τη δημιουργία νέων ενεργειακών αρτηριών. Η επίσκεψη αποτελεί συνέχεια δύο άλλων σημαντικών επισκέψεων ενωρίτερα εφέτος, αυτή του προέδρου της Ρωσικής εταιρείας Gazprom κου Αλεξέι Μίλερ τον Ιανουάριο και του Υπουργού Εξωτερικών κου Σεργκέι Λαβρόφ τον Φεβρουάριο. Ένα από τα βασικά θέματα των Ελληνο-Ρωσικών συνομιλιών θ’ αποτελέσει η προώθηση του πολυπαθούς πετρελαιαγωγού Μπουργκάς Αλεξανδρούπολη, μία ενεργειακή διασύνδεση που συζητείται εδώ και 12 περίπου χρόνια αλλά δυστυχώς παραμένει ακόμη στα χαρτιά. Ο αγωγός αυτός, συνολικού μήκους 280 χλμ, δυναμικότητας 35-40 εκατ. τόνων αργού κατ’ έτος και προϋπολογισμού 750 εκατ. δολαρίων περίπου όταν κατασκευαστεί θ’ αποτελέσει μία βασική δίοδο για την εξαγωγή Ρωσικών πετρελαίων προς την Δύση. Εδώ και λίγα χρόνια έχει καταστεί φανερό ότι τα στενά του Βοσπόρου είναι απόλυτα κορεσμένα και επικίνδυνα από περιβαλλοντικής άποψης, μία κατάσταση που θα χειροτερέψει με την αύξηση των Ρωσικών πετρελαϊκών εξαγωγών τα επόμενα χρόνια. Η ανάγκη παράκαμψης των Δαρδανελίων είναι γνωστή εδώ και καιρό μόνο που η Τουρκία επιθυμεί διακαώς να ελέγξει αυτή οιανδήποτε νέα εναλλακτική διαδρομή με την επιμονή της για κατασκευή του αγωγού να διέρχεται μέσα από δικά της εδάφη. Γι’ αυτό και κατά καιρούς έχει προτείνει διάφορες χαράξεις τόσο στην Ευρωπαϊκή όσο και στην Ασιατική πλευρά της χώρας. Ενώ στην αρχή η Ρωσία είχε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον στήριξης μίας Τουρκικής λύσης με την κατασκευή του αγωγού Σαμψούντος – Τσειχάν για την διέλευση πετρελαίου, στα πλαίσια της ευρύτερης στρατηγικής και οικονομικής σχέσης που έχει αναπτύξει με την γείτονα (βλέπε αγωγό Βluestream που μεταφέρει φυσικό αέριο υποθαλάσσια μέσω Μαύρης Θάλασσας, σημαντικές Τουρκικές εξαγωγές προς την Ρωσία κλπ), τελευταία επικράτησαν πιο ώριμες σκέψεις. Μία ενδεχόμενη διέλευση Ρωσικού πετρελαίου μέσω αγωγού επί των εδαφών της Τουρκίας, συνδυαζόμενη μάλιστα με τον ήδη λειτουργούντα πετρελαιαγωγό Μπαικού – Τσειχάν, θα καταστούσε την Τουρκία μονοπωλιακό εξαγωγέα των πετρελαίων της Ρωσίας και της Κασπίας προς τις Δυτικές αγορές. Μία τέτοια προοπτική έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της Ρωσίας, η οποία δεν επιθυμεί την δημιουργία μία δεύτερης ‘Ουκρανίας’. Επιπλέον μία μονοπώληση των Ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου από την Τουρκία δεν εξυπηρετεί τα Ελληνικά συμφέροντα γι’ αυτό και διαδοχικές Ελληνικές κυβερνήσεις την τελευταία 10ετία έχουν υποστηρίξει με συνέπεια την κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη. Οι προοπτικές κατασκευής του εν λόγω αγωγού ενισχύθηκαν σημαντικά μετά την υπογραφή πολιτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος – Βουλγαρίας και Ρωσίας τον Απρίλιο του 2005. Όμως χωρίς την εξασφάλιση Ρωσικών πετρελαίων, κάτι που μπορούν να εγγυηθούν μόνο οι ίδιες οι Ρωσικές εταιρείες παραγωγής, η κατασκευή του αγωγού θα παραμένει ένα όνειρο. Μόλις πέρυσι τέτοια εποχή άρχισε να εκδηλώνεται έμπρακτα το ενδιαφέρον από τις εταιρείες, οι οποίες φαίνεται ότι τώρα, μετά από μεθοδεύσεις του Κρεμλίνου, θα εμφανισθούν συντεταγμένες υπέρ της Ελληνο – Βουλγαρικής λύσεως. Οι εταιρείες αυτές που περιλαμβάνουν τη ΤΝΚ – ΒΡ, (η οποία εμφανίζεται με ρόλο leader για την Ρωσική πλευρά) Rosneft και Gazprom – Sibneft, μαζί με τις Ελληνικές ΕΛΠΕ και Όμιλο Κοπελούζου και τη Βουλγαρική Neftochem θα συμμετάσχουν στην κοινοπραξία Transbalkan Pipeline, η οποία θ’ αναλάβει την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού. Η Ρωσική συμμετοχή στην εν λόγω κοινοπραξία δεν είναι άνευ κόστους αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, το μπλοκ των Ρωσικών εταιρειών απαιτεί το 51% της κοινοπραξίας, ή και περισσότερο, με την Ελληνική και Βουλγαρική πλευρά να μοιράζονται εξ ημισέως το υπόλοιπο. Μία άδοξη κατάληξη για την Ελληνική πλευρά, η οποία και επρωτοστάτησε όλα αυτά τα χρόνια και κράτησε ζωντανό το έργο. Η ταυτόχρονη έλευση στην Αθήνα του προέδρου της Βουλγαρίας κου Περβάνοφ δεν αφήνει ουδεμία αμφιβολία ότι οι συνομιλίες της Δευτέρας στην Αθήνα θα είναι καθοριστικές καθότι η Μόσχα επείγεται πλέον να κλείσει την υπόθεση αυτή θέλοντας να εξασφαλίσει ένα σοβαρό έρεισμα σε χώρες της Ε. Ένωσης, με την οποία πρόκειται να ξεκινήσει νέο γύρο συνομιλιών και διαπραγματεύσεων ενδεχομένως πριν τα Χριστούγεννα με θέμα τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Δυτική Ευρώπη και την αποσαφήνιση του ρόλου της Gazprom. Γι’ αυτό η ανοικτή πλέον υποστήριξη της Ρωσικής κυβέρνησης για την πραγματοποίηση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη δεν είναι άσχετη με τα ευρύτερα σχέδια του Κρεμλίνου για την εξασφάλιση νέων διαδρομών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Οι όποιες κατά καιρούς Αμερικανικές ενστάσεις για τον Ελληνο – Βουλγαρικό αγωγό φαίνεται να έχουν καμφθεί, ιδιαίτερα μετά την πρόσκληση προς την Αμερικανική εταιρεία Chevron για συμμετοχή στο έργο, αλλά και λόγω του ιδιαίτερα υψηλού κόστους των μέχρι τώρα προταθέντων εναλλακτικών λύσεων. Όμως οι Αμερικανικές ενστάσεις δεν έχουν καθόλου καμφθεί ως προς το Ρωσικό ενδιαφέρον και υποστήριξη για την κατασκευή του έτερου μεγάλου περιφερειακού αγωγού, που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Κασπία, και μέσω Τουρκίας, Ελλάδας, Ιταλίας προς τις απαιτητικές αγορές της Δυτικής Ευρώπης. Ως γνωστό η Ελλάδα, μέσω της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ), έχει ήδη δεσμευτεί με την ιδιωτική Ιταλική εταιρεία Edison για την κατασκευή ενός αγωγού μήκους περίπου 1,000 χλμ. και αξίας 1,0 δισεκ. ευρώ για την μεταφορά αερίου (10 – 12 δισεκ. κυβ/έτος), το οποίο προερχόμενο από την Τουρκία, μέσω Ελλάδας και ακολούθως υποθαλασσίως μέσω Αδριατικής, θα καταλήγει στη Νότιο Ιταλία. (Να σημειώσουμε ότι ήδη κατασκευάζεται αγωγός που θα συνδέει το Τουρκικό με το Ελληνικό δίκτυο). Ο Ελληνο – Ιταλικός αγωγός για να κατασκευαστεί προϋποθέτει την εξασφάλιση ικανών ποσοτήτων αερίου από την μία πλευρά και σίγουρων αγοραστών από την άλλη. Δυστυχώς μέχρι σήμερα τίποτε από τα δύο δεν έχει εξασφαλιστεί μέσω δεσμευτικών συμφωνιών και έτσι ουδεμία πρόοδος για την υλοποίηση του έργου αυτού έχει σημειωθεί. Η αρχική σκέψη για την λειτουργία του αγωγού ήτο ότι αυτός θα τροφοδοτείτο με πρώιμο Αζέρικο αέριο ή ακόμη και από αέριο προερχόμενο από το Καζακστάν ή το Τουρκμεκιστάν. Πλην όμως, όπως έγινε γνωστό από πρόσφατες ανακοινώσεις των εταιρειών που ελέγχουν την παραγωγή αερίου στο Αζερμπαϊτζάν (ΒΡ, Statoil και Socar), ικανές ποσότητες δεν θα υπάρξουν διαθέσιμες προ του 2014 το ενωρίτερο, καθ’ ότι τότε προβλέπεται να ξεκινήσει η 2η φάση εκμετάλλευσης του πεδίου Sah Deniz. Όλες δε οι προς εξαγωγή ποσότητες αερίου από το Τουρκμεκιστάν και το Καζακστάν έχουν ήδη δεσμευθεί, βάσει μακροχρόνιων συμβολαίων, από την Gazprom. Γνωρίζοντας σε πρακτικό επίπεδο την αδυναμία προμήθειας, η Ρωσική εταιρεία αερίου Gazprom έχει προτείνει όπως προσφέρει αυτή τις αρχικές ποσότητες που θ’ απαιτηθούν από το έτος 2009 και μετά, πράγμα που θα εξασφαλίσει την κατασκευή του έργου. Παρά τα εμφανή οφέλη που υπόσχεται μία Ρωσική υποστήριξη για το έργο αυτό, η Ελληνική πλευρά εξακολουθεί να σκέπτεται και να δρα υπό την επιρροή των Αμερικανικών πιέσεων, αποφεύγοντας να αξιολογήσει επαρκώς την ανάδειξη της Ρωσίας ως του βασικού ενεργειακού παίκτη σε αυτή την πλευρά του πλανήτη. Έτσι ένα μέρος της άγνωστης εν πολλοίς ιστορίας της έλευσης του Ρωσικού αερίου στην Ελλάδα, γίνεται αίφνης εξαιρετικά επίκαιρη. Ηταν την περίοδο 1986 – 87 όταν η Ελληνική κυβέρνηση ευρίσκετο σε διαπραγματεύσεις με την Σοβιετική Ένωση για την σύναψη συμφωνίας για την εισαγωγή ποσοτήτων φυσικού αερίου και την μετέπειτα κατασκευή του κεντρικού αγωγού φυσικού αερίου, που θα έφερνε το φυσικό αέριο από τα Ελληνο – Βουλγαρικά σύνορα στην Αθήνα. Την εποχή εκείνη η Αμερικανική κυβέρνηση προσπαθούσε με κάθε τρόπο να περιορίσει τις πωλήσεις Ρωσικού αερίου προς Ευρώπη και γενικότερα τη σύσφιξη των ΕυρωΣοβιετικών εμπορικών σχέσεων. Ήτο η περίοδος Ronald Reagan και οι αντιδράσεις στην εξάπλωση της πολιτικής επιρροής της Μόσχας ήσαν στο απόγειό τους. Βέβαια είχε προηγηθεί η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ ΕΣΣΔ και Τουρκίας για εισαγωγή φυσικού αερίου στη γείτονα ενώ τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία από τις αρχές τη δεκαετίας του ’50 ήσαν σοβαροί εισαγωγείς Ρωσικών πετρελαίων. Ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα κος Robert Keeley είχε ενημερώσει σε υψηλότατο επίπεδο την Ελληνική κυβέρνηση για τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ και με διάφορους τρόπους εξασκείτο μεγάλη πίεση στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου να μην προχωρήσει στην συνεργασία αυτή με την Σοβιετική Ένωση. Όταν για πολλοστή φορά ο κος Κeeley επισκέφτηκε τον τότε Υπουργό Ενέργειας και Φυσικών Πόρων κο Σάκη Πεπονή για να του μεταφέρει την δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον, άκουσε προς μεγάλη του έκπληξη ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα ήτο ιδιαίτερα ευτυχής να συνεργαστεί με την Αμερικανική, και πιο συγκεκριμένα με αμερικανικές τεχνικές εταιρείες, εάν αυτές μπορούσαν να εξασφαλίσουν με ανταγωνιστικούς όρους την προμήθεια φ. αερίου στην Ελλάδα. Ο κος Πεπονής μάλιστα ετόνισε στον κο Keeley ότι θα περιμένει τις αμερικανικές προτάσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά έπρεπε να βιαστεί αφού η Ρωσική πλευρά είχε θέσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επίσκεψη αυτή σταμάτησαν ως δια μαγείας οι αμερικανικές πιέσεις και παρεμβάσεις αφού ήταν εντελώς αδύνατο για τις αμερικανικές εταιρείες να εξασφαλίσουν, μέσω αγωγού, προμήθεια φ. αερίου στα Ελληνικά σύνορα. Ακολούθως ολοκληρώθηκαν οι Ελληνο – Σοβιετικές διαπραγματεύσεις, υπεγράφη η διακρατική συμφωνία, κατασκευάστηκε ο αγωγός και από το 1996 άρχισε κανονικά η ροή του αερίου. Η ανωτέρω ιστορία είναι λίαν διδακτική καθ’ ότι αποδεικνύει ότι πιέσεις και παρεμβάσεις σε θέματα που άπτονται της ενεργειακής ασφάλειας μίας χώρας δεν αποδίδουν εφ’ όσον δεν υπάρχουν άμεσα εφικτές εναλλακτικές λύσεις. Έτσι και στην υπόθεση του Ελληνο – Ιταλικού αγωγού αερίου, ο οποίος να σημειωθεί ότι συνδέεται άμεσα με την στήριξη της Μόσχας προς τον Ελληνο – Βουλγαρικό αγωγό, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη από την κυβέρνηση η πραγματική διάσταση και δυνατότητα προμήθειας των αγορών. Σε κάθε περίπτωση η προώθηση και κατασκευή των δύο αυτών αγωγών αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για την Ελλάδα αφού μέσω αυτών θα βελτιώσει σημαντικά την ασφάλεια ενεργειακών προμηθειών της και θ’ αναβαθμίσει την γεωπολιτική της θέση, η οποία αυτή την στιγμή μειονεκτεί σοβαρά έναντι της Τουρκίας.

Διαβάστε ακόμα