Του Νίκου Νικολάου
Στον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης τα κέντρα οικονομικής ισχύος και προπαντός οι δυνάμεις που διαμορφώνουν και ελέγχουν τους δρόμους του διεθνούς εμπορίου είναι εμφανώς περισσότερες της μιας. Μπορεί στα μυαλά πολλών αναλυτών η παγκοσμιοποίηση να ταυτίζεται με την αμερικανική ηγεμονία, αλλά όσοι παρακολουθούν από πιο κοντά τις εξελίξεις, είναι πεισμένοι ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα στάδιο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, του οποίου η ίδια η υφή και η σύνθεση είναι πολυκεντρική. Μπορεί οι ΗΠΑ να είναι η ισχυρότερη πλανητικά οικονομία με μία επίσης εντυπωσιακή στρατιωτικοπολιτική πυγμή, αλλά η παγκοσμιοποίηση δεν θα υπήρχε χωρίς την πληθωρική παρουσία στο διεθνές εμπόριο, αλλά και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας, και προπαντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική οικονομία επωφελείται ήδη της παγκοσμιοποίησης, εισάγοντας φθηνότερα προϊόντα (που βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της), αξιοποιώντας τους νέους εργάτες της μετανάστευσης, αλλά είναι προφανές ότι αν θέλει να αντλήσει ακόμη περισσότερα, πρέπει και η ίδια να μπει δυναμικά στη διαδικασία διεύρυνσης του διεθνούς εμπορίου, αυξάνοντας τις εξαγωγές της και πυκνώνοντας τις διακρατικές συνεργασίες με τους μεγάλους πυλώνες της παγκοσμιοποίησης. Υπό την έννοια αυτή, η ιστορική συμφωνία με τη Ρωσία, που επέτυχε ο πρόεδρος Πούτιν με τον κ. Κων. Καραμανλή, αποκτά μια διάσταση πολύ ευρύτερη του αγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρουπόλεως διότι η ουσία της έγκειται στο ότι η Ελλάδα επανασυνδέει και οικοδομεί πάνω σε μια δυναμική και σταθερά αναπτυσσόμενη βάση (όπως είναι η ενεργειακή οικονομία) τις παραδοσιακά καλές σχέσεις της με έναν από τους πιο ισχυρούς πυλώνες της παγκοσμιοποίησης. Τα οφέλη από τον αγωγό αυτόν (όπως και από τον σχεδιαζόμενο Τουρκίας - Ελλάδας - Ιταλίας) φυσικά και δεν εξαντλούνται στα έσοδα ενοικίου αλλά ούτε και στην αναμενόμενη ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της Θράκης από παράλληλες και συμπληρωματικές επενδύσεις. Το μεγάλο συν για την ελληνική οικονομία είναι ότι γίνεται στρατηγικός εταίρος –έστω και περιφερειακός– στην πιο μεγάλη γεωπολιτική και πολιτικο-οικονομική «μπίζνα» της εποχής μας. Μέχρι τώρα τι ήταν η Ελλάδα; Απλώς μια χώρα εισαγωγής ενέργειας (πετρελαίου και αερίου) και ειδικά μάλιστα από τις εισαγωγές της από τη Ρωσία (ύψους 4,21 δισ. ευρώ) το 80% ήταν μόνο καύσιμα. Τώρα, αφού ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν εκτιμά ότι πρέπει να υπογράψει με την Ελλάδα μια συμφωνία για έναν ή δύο αγωγούς, που εντάσσονται στη στρατηγική επιδίωξη της Ρωσίας να αποβεί ο βασικός προμηθευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ενέργεια, ο ρόλος της Ελλάδας αναβαθμίζεται και βασίμως μπορούμε να προσδοκάμε σε μεγάλες ρωσικές επενδύσεις και σε άλλους τομείς εκτός της ενέργειας (τηλεπικοινωνίες κ.λπ.). Η χθεσινή αναγγελία για απόκτηση του 20% της Motor Oil από τη Lukoil είναι ο προπομπός μιας ευρύτερης επενδυτικής επίθεσης της Ρωσίας (προηγήθηκε η αγορά από τη Sistema μεριδίου της Iντρακόμ) με στόχο να αποκτήσει ερείσματα σε μια χώρα–μέλος της Ευρωζώνης και να αναπτύξει τις εμπορικές ανταλλαγές μαζί της. Ζωηρό ενδιαφέρον για επενδύσεις στη Ρωσία υπάρχει και σε Έλληνες επιχειρηματίες ακόμη και σε τραπεζίτες (Λάτσης κ.λπ.) που βλέπουν το δυναμισμό της πολυάνθρωπης αυτής αγοράς. Εάν, λοιπόν, οι εξαγωγείς μας αλλά και οι τραπεζίτες μας σπεύσουν τώρα στη ρωσική αγορά, θα κερδίσουν πολλά, αν μάλιστα διευκολυνθούν από τη γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών, που χορηγεί στους Ρώσους τις βίζες με το σταγονόμετρο παρ’ ότι οι Ρώσοι ως τουρίστες δαπανούν τα τριπλάσια έως τετραπλάσια των Άγγλων ή των Γάλλων. Στο ενεργητικό της σημερινής κυβέρνησης εγγράφεται, πάντως, η άσκηση μιας τολμηρής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής χωρίς συμπλέγματα εξάρτησης. (Καθημερινή, 6/9/06)

Διαβάστε ακόμα