Του Suat Kiniklioglu*
Όταν ο Τουντσέρ Κιλίντς, γ.γ. του πανίσχυρου τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, είπε το 2002 ότι η χώρα θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να γίνει μέλος της Ε.Ε. και να στρέψει αντίθετα την προσοχή της σε όμορες χώρες όπως το Ιράν και τη Ρωσία, κανείς δεν του έδωσε σημασία. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η πρόταση του Κιλίντς δεν ακούγεται πια μυθιστορηματική. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Τούρκοι προτιμούν τους Ιρανούς από τους Αμερικανούς, ενώ τα αισθήματά τους για την Ε.Ε. βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Τι έγινε, λοιπόν, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, που προκάλεσε τέτοια δραματική μεταστροφή της τουρκικής κοινής γνώμης; Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το Ιράν είναι μια σιιτική χώρα, που ακολουθεί τον ισλαμικό νόμο και έχει ελάχιστα κοινά με την κατά πλειοψηφία σουντική και δημοκρατική Τουρκία. Κύρια αιτία της μεταστροφής είναι τα γεγονότα στον κόσμο μετά την 11η Σεπτεμβρίου και το ψυχικό τραύμα που υπέστησαν οι Τούρκοι από τον πόλεμο στο Ιράκ. Την ίδια ώρα, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις γύρω από ζητήματα συμβολισμών ή ταυτότητας, όπως το πρόσφατο ξέσπασμα του μουσουλμανικού κόσμου εναντίον των δανέζικων σκίτσων, αλλά και η αυξανόμενη αστάθεια στα σύνορα της Τουρκίας, έχουν κλονίσει τις πεποιθήσεις των παραδοσιακά κοσμικών Τούρκων. Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, παρά τις έντονες τουρκικές αντιρρήσεις και σε μια χρονική στιγμή, κατά την οποία η Τουρκία ετοιμαζόταν να επιτύχει την ειρήνευση με τους Κούρδους πολίτες της. Όταν, όμως, η τουρκική Εθνοσυνέλευση δεν έδωσε άδεια στα αμερικανικά στρατεύματα να εισβάλουν από το Βόρειο Ιράκ, το Πεντάγωνο δεν το συγχώρησε. Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εντέλει τους έντονους τουρκικούς δισταγμούς για τον πόλεμο, καθώς τους τελευταίους έξι μήνες σκοτώθηκαν περισσότεροι Τούρκοι στρατιώτες από το κουρδικό αντάρτικο του ΡΚΚ, απ’ ό,τι Αμερικανοί στρατιώτες από Ιρακινούς εξεγερθέντες. Παρόλα αυτά, το Πεντάγωνο αποφεύγει να κινηθεί εναντίον του ΡΚΚ, τιμωρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Άγκυρα για την ολιγωρία της στον πόλεμο. Η σχέση της Τουρκίας με την Ε.Ε. έχει δεχθεί και αυτή πλήγμα από τον Δεκέμβριο του 2004. Από τη στιγμή που η Ε.Ε. αποφάσισε να ανοίξει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, οι Ευρωπαίοι έχουν αποδοθεί σε πραγματικό και αδιάκοπο μπαράζ εκδηλώσεων δυσφορίας για την ενδεχόμενη τουρκική ένταξη. Οι σχέσεις των δύο πλευρών έχουν υποφέρει επίσης από την αδυναμία της Ε.Ε. να βρει εποικοδομητική λύση στο θέμα της Κύπρου, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις για άρση του αποκλεισμού του βόρειου τμήματος του νησιού. Πολλοί Τούρκοι επισημαίνουν ότι οι Ευρωπαίοι είναι πρόθυμοι να συνεργασθούν με την Τουρκία σε ό,τι αφορά τις ενεργειακές τους ανάγκες, την πολιτική ασφαλείας, τη μετανάστευση και την ειρηνευτική δύναμη στον Λίβανο, αλλά αδιαφορούν γι’ αυτούς όταν πρόκειται για ζητήματα που άπτονται του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Την ώρα που η ευρύτερη περιοχή της Τουρκίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη γεωπολιτική αξία, η Τουρκία εισπράττει την αδιαφορία της Δύσης. Στο παρελθόν, η Τουρκία μπορούσε να ελπίζει στις ΗΠΑ, όταν οι σχέσεις της με την Ε.Ε. βρίσκονταν σε δύσκολο σημείο. Ο σύνδεσμος αυτός έχει, όμως, διαρραγεί. Για τους λόγους αυτούς, η τουρκική εξωτερική πολιτική επαναπροσδιορίζεται –σιωπηλά αλλά αποτελεσματικά– έχοντας συνειδητοποιήσει τη στρατηγική αξία της χώρας. Η πρωτοβουλία αυτή έχει άμεση σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Μοναδική ευρωπαϊκή διαφοροποίηση: η στάση του προέδρου της Κομισιόν, κ. Μπαρόζο, που προειδοποίησε πρόσφατα την Ευρώπη να προσέχει πολύ τις στρατηγικές μετατοπίσεις στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να ακούσουν τον κ. Μπαρόζο, για να μην αναρωτιούνται στο μέλλον: «Ποιος έχασε την Τουρκία;». * O αρθρογράφος είναι διευθυντής του τουρκικού γραφείου του Γερμανικού Σχεδίου Μάρσαλ των ΗΠΑ. (Καθημερινή, 9/9/06)

Διαβάστε ακόμα