Του Αλέξη Παπαχελά
Αν κανείς κλειδώσει σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς την παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων, τα καλύτερα ελληνικά μυαλά, πολύ γρήγορα θα συμφωνήσουν στο γιατί πάσχει η ανώτατη παιδεία στη χώρα μας. Το μεταπολιτευτικό τσουνάμι του λαϊκισμού οδήγησε σε ακρότητες που δύσκολα μπορούσε κανείς να προβλέψει πόση ζημιά θα έκαναν. Οι αιώνιοι φοιτητές, η συμμετοχή των συνδικαλιστών στην εκλογή πρυτανικών αρχών, η υπερπροστασία του ασύλου έμοιαζαν πολύ λογικά μέτρα μέσα στο κλίμα της εποχής. Κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι θα φτάναμε στη σημερινή κατάσταση της απόλυτης μετριότητος και αφόρητης διανοητικής ακινησίας. Ο πρωθυπουργός εξομολογείται συχνά σε συνομιλητές του πως θα ήθελε να τον θυμούνται τουλάχιστον ως τον ηγέτη που άλλαξε θεαματικά τα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι σύμβουλοί του, όμως, τον πιέζουν να παγώσει τη μεταρρύθμιση, με το επιχείρημα πως «αν συνεχισθούν οι διαδηλώσεις μπορεί να έχουμε ένα νεκρό και να αναβιώσει ο μπαμπούλας της παλαιάς Δεξιάς». Όσοι γνωρίζουν τι διαμείβεται στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι αυτήν την ώρα είναι πιο πιθανό να παγώσουν οι αλλαγές έως τις επόμενες εκλογές ή ακόμη και να προκληθούν με το επιχείρημα πως απαιτείται ανανέωση της λαϊκής εντολής για να καμφθούν οι όποιες αντιδράσεις. Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρξε ποτέ ένας σοβαρός διάλογος για τις αλλαγές στην παιδεία. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης χρησιμοποιεί ξύλινο λόγο της δεκαετίας του ’80, αν και οι προσωπικές του απόψεις είναι πολύ πιο προωθημένες από εκείνες του Βερέμη. Μάταια προσπαθούν να τον πείσουν κάποιοι συνεργάτες του πως «η παιδεία είναι δικό του τερέν» ή να του θυμίσουν πόσο δημοφιλής ήταν η προεκλογική του αναφορά στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Οι ταγοί του ελληνικού κατεστημένου κρύβονται είτε γιατί τους βολεύει η σημερινή μετριότητα είτε γιατί –κυριολεκτικά– φοβούνται μήπως φάνε κανένα γιαούρτι. Η υπουργός Παιδείας δείχνει τσαγανό, αλλά είναι τόσο απελπιστικά αντιεπικοινωνιακή, μοιάζει με άνθρωπο που προσπαθεί να πουλήσει χοιρινό σε μουσουλμάνους. Τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης φοβούνται να εκτεθούν σ’ ένα δημόσιο διάλογο για το θέμα λόγω του περιώνυμου πολιτικού κόστους. Έτσι έχουμε το παράδοξο να βρισκόμαστε μπροστά σε μία κοινωνία που θέλει τις αλλαγές, αλλά δεν έχει κανέναν απέναντί της να την πάρει από το χέρι και να την πείσει γιατί η μεταρρύθμιση μπορεί να ξεβολέψει κάποιους, αλλά θα βελτιώσει όμως τις πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης των παιδιών της. Αυτό που χρειάζεται είναι λίγα, όχι πολλά, κότσια, από αυτά που διαφοροποιούν τον πολιτικό της ρουτίνας και της διαχείρισης από τον πραγματικό ηγέτη. (Καθημερινή, 13/9/06)

Διαβάστε ακόμα