Του Σπήλιου Παπασπηλιόπουλου Αν η διάσκεψη του ΟΤΕ για την «αειφόρο ανάπτυξη», που συνήλθε στο Γιοχάνεσμπουργκ στα τέλη του παρελθόντος Αυγούστου, χρησίμευσε σε κάτι, αυτό ήταν το να καταδειχθεί πόσο σπάταλο και ρυπογόνο είναι το βορειοαμερικανικό καταναλωτικό πρότυπο: ενώ οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδιοποιούνται περίπου το 30% του παγκοσμίου ακαθάριστου προϊόντος και είναι υπεύθυνες κατά 35% για τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου-χωρίς αυτό να δημιουργεί στον Αμερικανό πρόεδρο την ηθική υποχρέωση να κυρώσει τη Σύμβαση του Κιότο. Ενώ η Ευρώπη αναδόμησε, ως ένα μεγάλο βαθμό, τη βιομηχανία της μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις, οι ΗΠΑ συνέχισαν να στηρίζονται σ’ ένα ενεργειακό πρότυπο που προϋποθέτει απεριόριστη πρόσβαση σε ορυκτά καύσιμα. Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση βενζίνης στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 1.740 λίτρα, όταν στην Ευρώπη είναι 530 λίτρα και στον υπόλοιπο κόσμο πολύ μικρότερη. Η ετήσια μέση κατ’ άτομο κατανάλωση ψύξη και φωτισμό ανέρχεται στις ΗΠΑ στα 12.100 κιλοβάτ, όταν στην Ευρώπη δεν είναι ούτε η μισή. Οι Αμερικανοί καταναλώνουν κατά μέσον όρο 290 λίτρα νερό κατ’ άτομο την ημέρα, όταν στην Ευρώπη η ανάλογη κατανάλωση είναι μικρότερη από 130 λίτρα την ημέρα και στον υπόλοιπο κόσμο τραγικά πολύ μικρότερη. Μ’ αυτά τα δεδομένα ποια «αειφόρος» ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει, όταν βασική προϋπόθεση για μια τέτοια ανάπτυξη είναι η –καθόλου εύκολη- αλλαγή των ενεργοβόρων και σπάταλων παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων; Η κυριαρχία του αμερικανικού καταναλωτικού προτύπου ολοκληρώνεται, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της οικονομία, με την τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ και αντανακλάται στο αμερικανικό ισοζύγιο πληρωμών. Η παθητικότητα του τελευταίου δεν αποτελεί σημείο αδυναμίας της αμερικανικής οικονομίας, η οποία μπορεί να επωφελείται από τις δυνατότητες που της παρέχει η κυρίαρχη θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου συναλλακτικού μέσου. Για τρίτη συνεχή χρονιά το έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου θα ξεπεράσει το όριο του 4% του ΑΕΠ και θα φτάσει, για το 2002, το ύψος –ρεκόρ των 470 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Υπάρχουν μερικοί που θεωρούν το έλλειμμα αυτό σύμπτωμα διαρθρωτικής αδυναμίας της αμερικανικής οικονομίας, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί συνέπεια του δυναμικού της και της ικανότητάς της να οργανώνει, προς όφελός της, την παγκοσμιοποίηση. Το έλλειμμα αυτό δείχνει τη δυνατότητα που έχει η αμερικανική οικονομία να συγκεντρώνει ατιμωρητί ελλείμματα και χρέη, που της επιτρέπουν να ζει πάνω από τις δυνατότητές της. Επίσης, παρά την παθητικότητα του εμπορικού της ισοζυγίου, οι επενδύσεις εξακολουθούν να συρρέουν από το εξωτερικό στην αμερικανική οικονομία, λόγω της εμπιστοσύνης στο δολάριο. Το ισχυρό δολάριο επιτρέπει στην αμερικανική οικονομία να εισάγει τρέχοντα καταναλωτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές, ενώ η ίδια επικεντρώνεται σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ή σε υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως είναι οι δραστηριότητες έρευνας, σχεδιασμού, οργάνωσης, διαφήμισης. Η ύπαρξη των αμερικανικών πολυεθνικών στο εξωτερικό συσκοτίζει τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών. Ετσι, το 2001, το 47% των αμερικανικών εισαγωγών και το 31% των εξαγωγών αντιστοιχούσαν σε ανταλλαγές ανάμεσα σε μητρικές και θυγατρικές εταιρείες. Οι πωλήσεις των θυγατρικών αμερικανικών εταιρειών στο εξωτερικό ανέρχονταν, το 1999, σε 2.587 δισεκατομμύρια δολάρια, όταν οι καθ’ αυτό αμερικανικές εξαγωγές ανέρχονταν σε 957,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν αυτό δείχνει μια ορισμένη αποβιομηχάνιση της αμερικανικής οικονομίας, το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών δείχνει τη συγκέντρωση των στρατηγικών δραστηριοτήτων στο αμερικανικό έδαφος. Ετσι, το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών εξαπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1987 και το 2000 και ανερχόταν, το 2001, σε 74 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν αφαιρέσουμε τον τουρισμό, οι πατέντες και οι ευρεσιτεχνίες αντιπροσώπευαν το ένα έκτο των εξαγωγών υπηρεσιών και περίπου το ένα τρίτο του πλεονάσματος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος αντιπροσώπευαν δικαιώματα των θυγατρικών προς τις μητρικές εταιρείες. Η άνοδος είναι ακόμα πιο θεαματική, αν υπολογιστούν και οι χρηματιστικές υπηρεσίες και διευκολύνσεις. Όπως λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Robert Boyer, «οι ΗΠΑ εννοούν να επωφεληθούν από τη χρηματιστική διαμεσολάβηση και την οργάνωση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα». Στο ισοζύγιο των υπηρεσιών το επόμενο μέγεθος είναι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πράγμα που δείχνει την κυρίαρχη αμερικανική θέση στην οικονομία της γνώσης. Με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, θελήσαμε απλώς να δείξουμε πως ασκείται η αμερικανική ηγεμονία στον τομέα του περιβάλλοντος και στον τομέα της οικονομίας, δηλαδή πως οργανώνει προς όφελός της την παγκοσμιοποίηση. (Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 22/11/02)

Διαβάστε ακόμα