Του Γιώργου Αλογοσκούφη* Ο προϋπολογισμός του 2003, τον οποίο κατέθεσε προ ημερών η κυβέρνηση, αντανακλά τα αδιέξοδα της πολιτικής μας. Μιας πολιτικής που ούτε αναπτυξιακή προοπτική δίνει στη χώρα ούτε τα κοινωνικά προβλήματα μπορεί να λύσει. Μιας πολιτικής που συσσωρεύει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα για το μέλλον. Mόνιμο χαρακτηριστικό της δημοσιονομικής πολιτικής είναι οι υπερβάσεις δαπανών, η υπερεκτίμηση των εσόδων και η περικοπή των δημοσίων επενδύσεων, που αντανακλώνται στα μεγέθη των τελευταίων προϋπολογισμών. Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2003, αναφορικά με την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού, προκύπτει ότι τα δημόσια έσοδα θα περιοριστούν στα 40.510 εκατ. ευρώ, έναντι των 41.538 εκατ. που ήταν η αρχική πρόβλεψη. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι υπήρξαν έκτακτες φορολογικές ρυθμίσεις, κυρίως σε βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, μέσω της συνάφειας και του κλεισίματος της εξαετίας. Στην πλευρά των δαπανών αναμένεται υπέρβαση των αρχικών προβλέψεων για τον τακτικό προϋπολογισμό κατά 839 εκατ. ευρώ. Στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες εκτιμάται ότι η υπέρβαση θα διαμορφωθεί στα 496 εκατ. ευρώ. Αναφορικά με το σκέλος των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων επίσης παρατηρείται ότι για φέτος αυτές θα περιοριστούν τελικά κατά 1.050 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αρχική πρόβλεψη του 2002. Οι πολλαπλές αναπροσαρμογές των δημοσιονομικών μεγεθών, που έγιναν μετά τις παρεμβάσεις των ελεγκτών της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, δικαίωσαν απόλυτα τις επισημάνσεις της Νέας Δημοκρατίας, ότι οι προϋπολογισμοί των τελευταίων ετών δεν ήταν πλεονασματικοί, αλλά πλασματικοί. Η χώρα χρειάζεται μια διαφορετική οικονομική πολιτική. Χρειάζεται ένα διαφορετικό επιχειρηματικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που να ευνοεί την ανάπτυξη πρωτοβουλιών που θα μας οδηγήσουν στην πρωτοπορία των χωρών της Ε.Ε. Είναι χρέος της πολιτικής να εξασφαλίσει συνθήκες γα ταχεία οικονομική ανάπτυξη και για δίκαιη διανομή των καρπών αυτής της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη πρέπει να αφορά όλους. Δεν πρέπει να υπάρχουν χαμένοι, αλλά μόνο κερδισμένοι. Η χώρα χρειάζεται διαφορετικούς προϋπολογισμούς. Για τη Νέα Δημοκρατία τρία είναι τα ζητούμενα στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού: 1. Η διαφάνεια και η ακρίβεια στην αποτύπωση των δημόσιων λογαριασμών. 2. Ο περιορισμός της σπατάλης στο Δημόσιο και η ουσιαστική συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών, με παράλληλη αναδιάρθρωση του συνόλου των δημοσίων δαπανών υπέρ των οικονομικά αδυνάτων. 3. Η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ώστε να ενισχυθεί η αναπτυξιακή διαδικασία και να βελτιωθεί η διανομή του εισοδήματος. Με την πολιτική που ακολουθήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια –και κυρίως μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ- τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας παραμένουν άλυτα. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ελληνική οικονομία παραμένει η φτωχότερη των 15 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκπεφρασμένο σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (υπολογισμός που επιτρέπει μια αρκετά ακριβή σύγκριση της αγοραστικής δύναμης του πολίτη ως καταναλωτή) προσδιορίζεται στο 67% του μέσου όρου της Ευρώπης των «15». Η Πορτογαλία, χώρα που το 1981 ήταν σε χειρότερη μοίρα από την Ελλάδα, βρίσκεται αρκετά ψηλότερα, στο 73%. Ακόμη και ορισμένες από τις υπό ένταξη χώρες, όπως η Σλοβενία και η Κύπρος, βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από την Ελλάδα. Με τους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών η πραγματική σύγκλιση θα απαιτήσει περίπου ογδόντα (80) χρόνια. Δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με αυτή την προοπτική. Εντονες είναι και οι κοινωνικές ανισότητες, καθώς η όποια ανάπτυξη υπάρχει δεν διαχέεται ισόρροπα σε όλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας έχει από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ε.Ε., με 22% των νοικοκυριών να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, έναντι 18% του μέσου κοινοτικού όρου. Και το χειρότερο είναι ότι δεν λειτουργεί το κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα μόλις το 1% των νοικοκυριών ξεφεύγει από το όριο της φτώχειας λόγω των κοινωνικών παροχών, ενώ στους «15» το αντίστοιχο ποσοστό είναι 8%. Το μέσο εισόδημα του 20% των πλουσιότερο νοικοκυριών είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μέσο εισόδημα του 20% των πιο φτωχών νοικοκυριών. Στους «15» είναι 5,4 φορές μεγαλύτερο. Το κύριο βάρος της αναπτυξιακής διαδικασίας των τελευταίων χρόνων έχει δοθεί στον κατασκευαστικό τομέα, ενόψει και της διοργάνωσης των ολυμπιακών αγώνων του 2004. Αυτό, όμως, δεν εγγυάται την ισόρροπη ανάπτυξη και δεν διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας. Υπάρχουν κλάδοι που υστερούν, κοινωνικές τάξεις που πλήττονται και οι περιφέρειες της χώρας παραμένουν καθυστερημένες. Γι’ αυτό χρειάζεται μια διαφορετική πολιτική. Μια πολιτική που θα δίνει έμφαση στο τρίπτυχο ανάπτυξη – ανταγωνιστικότητα- κοινωνική συνοχή. Αυτή είναι η πολιτική που σχεδιάζουμε εμείς στη Νέα Δημοκρατία. Μια πολιτική που θα είναι συμβατή και με τα τεκταινόμενα στην Ενωση. Εννέα άξονες χαρακτηρίζουν τις προτεραιότητές μας: 1. Μία μακροοικονομική πολιτική που να διασφαλίζει τη σταθερότητα και να προωθεί την οικονομική ανάπτυξη. 2. Μία διαφανή δημοσιονομική πολιτική που να διασφαλίζει την ουσιαστική βελτίωση των δημοσίων οικονομικών. Αυτό απαιτεί μια διαφορετική πολιτική για τις δημόσιες δαπάνες και ένα ριζικά διαφορετικό φορολογικό καθεστώς. 3. Τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανεργία. 4. Την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. 5. Την προώθηση του ανταγωνισμού, της διαφάνειας της αποτελεσματικότητας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. 6. Την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. 7. Την προώθηση της κοινωνίας και της οικονομίας της πληροφορίας και της γνώσης. 8. Την προστασία και βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος. 9. Την επανίδρυση της δημόσιας διοίκησης και την αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους. Το πρόβλημα της οικονομίας μας δεν είναι τόσο η διεθνής αβεβαιότητα, όσο η αναξιοπιστία της κυβερνητικής πολιτικής. Ο μόνος τρόπος για να αναστραφεί το κλίμα στην οικονομία είναι να επιταχυνθούν οι πολιτικές εξελίξεις με τη διεξαγωγή εκλογών. *Ο Γιώργος Αλογοσκούφης είναι Βουλευτής Ν.Δ. Α’ Αθηνών Συντονιστής Δ.Ε. Οικονομικών Υποθέσεων.

Διαβάστε ακόμα