Του Κ.Ν. Σταμπολή
Η ανακοίνωση, πριν λίγες ημέρες (29/09), της σύμπραξης των εταιρειών Ελληνική Τεχνοδομική (ΕΛΤΕΧ), του Ομίλου Μυτιληναίου, μέσω της ΜΕΤΚΑ, και των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ), στον τομέα παραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας δημιουργεί νέα δεδομένα στην Ελληνική ενεργειακή αγορά. Και οι τρεις εταιρείες διαθέτουν σημαντική εμπειρία στον ηλεκτρο-μηχανολογικό τομέα, ενώ δύο από αυτές (ΕΛΠΕ και Μυτιληναίος) είναι ήδη παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας. Τα μεν ΕΛΠΕ λειτουργούν από τον Ιανουάριο 2006 μια υπερσύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου 400MW στη Θεσσαλονίκη και άλλες μικρότερες στα διυλιστήρια τους, ο δε Μυτιληναίος λειτουργεί αιολικά πάρκα, ολοκληρώνει σύντομα την μεγαλύτερη μονάδα συνδυασμένου κύκλου στην Ευρώπη (320MW) στα Άσπρα Σπίτια, στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας (που θα καλύπτει τις ηλεκτρικές ανάγκες της Αλουμίνιο Ελλάδος), ενώ μέσω της ΜΕΤΚΑ διαθέτει τεράστια εμπειρία κατασκευής μεγάλων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Τα ενδιαφέροντα των τριών ανωτέρω εταιρειών, και ίσως ενός ή δυο ακόμα που ενδέχεται να προσχωρήσουν μελλοντικά στο εκκολαπτόμενο σχήμα, συμπίπτουν σε ό,τι αφορά την παραγωγή και εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας και την διάθεσή της με ανταγωνιστικούς όρους στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή αγορά. Ως γνωστόν, η Ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σήμερα κυριαρχείται από το μονοπώλιο της ΔΕΗ, το οποίο όμως, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας και συνακολούθων Οδηγιών, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να σπάσει υποβοηθώντας τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού. Εξ’ ου και ο επικείμενος διαγωνισμός του ΔΕΣΜΗΕ για την αγορά δικαιωμάτων ισχύος 1.200MW που θα διατεθούν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ο οποίος απευθύνεται αποκλειστικά σε ανεξάρτητους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που θα χρησιμοποιούν φυσικό αέριο ως το βασικό καύσιμο. Βέβαια το φυσικό αέριο είναι ένα ακριβό καύσιμο σε σχέση με τον πάμφθηνο λιγνίτη που χρησιμοποιεί η ΔΕΗ – και μάλιστα με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους. Κάτι που διαπίστωσαν τα ΕΛΠΕ στην πράξη, αφού από την αρχή του έτους, όποτε άρχισε η λειτουργία της ΕΝΘΕΣ στη Θεσσαλονίκη, η μονάδα δεν έχει λειτουργήσει παρά ελάχιστες ημέρες, μη μπορώντας να ανταγωνισθεί τις προνομιούχες τιμές που δίδει η ΔΕΗ στην Ημερήσια Αγορά Ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, το φυσικό αέριο προσφέρει μια σειρά από πολύ συγκεκριμένα οφέλη στον παραγωγό, καθ’ ότι η καύση του εκλύει απείρως λιγότερους ρύπους συγκρινόμενο με τις λιγνιτικές μονάδες, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ορυχείων σε κοντινή απόσταση και δίδει τη δυνατότητα λειτουργίας σύγχρονων μονάδων συνδυασμένου κύκλου, οι οποίες παράγουν ηλεκτρικό με μικρό λειτουργικό κόστος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μονάδα των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως με 35 άτομα συνολικά προσωπικό σε τρεις βάρδιες, ενώ μια αντίστοιχη μονάδα της ΔΕΗ απαιτεί 400 άτομα κατά μέσο όρο. Άρα, πάρα το ακριβό φυσικό αέριο, οι ανεξάρτητοι παραγωγοί μπορούν τελικά να ανταγωνισθούν οριακά την ΔΕΗ λόγω μικρότερων λειτουργικών εξόδων και ευελιξίας στην είσοδο και έξοδο των μονάδων τους στο σύστημα. Εάν μάλιστα καταφέρουν να λειτουργούν συγχρόνως και μια λιγνιτική ή ανθρακική μονάδα (ο εισαγόμενος άνθρακας, steam coal είναι σχετικά φθηνός) και κάποιες υδροηλεκτρικές, τότε θα έχουν δημιουργήσει ένα ενεργειακό μείγμα (energy mix) παρόμοιο με αυτό της ΔΕΗ και άρα θα είναι σε θέση να διαμορφώνουν σε καθημερινή βάση ανταγωνιστικές προσφορές προκειμένου να μπαίνουν με άνεση στην Ημερήσια Αγορά που λειτουργεί ο ΔΕΣΜΗΕ. Γι’ αυτό και το νέο επιχειρηματικό σχήμα διεκδικεί την ανάληψη λειτουργίας του λιγνιτωρυχείου της Βεύης με απώτερο στόχο την κατασκευή και λειτουργία ενός σύγχρονου λιγνιτικού σταθμού. Παρά το γεγονός ότι η νέα ενεργειακή κοινοπραξία θα ξεκινήσει την δραστηριοποίησή της με δυο υπερσύγχρονες μονάδες (ΕΝΘΕΣ και Μονάδα Συμπαρ.), είναι απόλυτα αναγκαίο, μέσα στα επόμενα 2 – 3 χρόνια, να εμπλουτίσει την παραγωγική της ισχύ με τουλάχιστον μια ακόμα μονάδα φυσικού αερίου, εγκατεστημένη στη νότιο Ελλάδα, μια λιγνιτική ή ανθρακική μονάδα αλλά και ορισμένες υδροηλεκτρικές. Με την σύμπραξη και άλλων ανεξάρτητων παραγωγών (που θα προσφέρουν και αυτοί παραγωγικές μονάδες, κεφάλαια και εμπειρία) ή ακόμα και την εξαγορά από την ΔΕΗ μιας ή δυο λιγνιτικών μονάδων (δεν υπάρχει κανένας νόμος ή κανονισμός που να απαγορεύει κάτι τέτοιο) τίθενται οι βάσεις για την δημιουργία ενός δεύτερου πόλου παραγωγής και διαχείρισης ηλεκτρικής ενέργειας, ικανού να ανταγωνισθεί την ΔΕΗ επί ίσοις όροις και με την απαραίτητη κεφαλαιουχική και διοικητική επάρκεια. Για την ΔΕΗ, η πώληση ορισμένων λιγνιτικών σταθμών και δικαιωμάτων εξόρυξης, θα της αποφέρει άμεσα έσοδα που θα την βοηθήσουν να μειώσει το υπέρογκο χρέος της (3,7 δις €), ενώ ταυτόχρονα θα μειώσει τα τρέχοντα λειτουργικά της έξοδα, και θα την βοηθήσουν να αυξήσει την κερδοφορία της (όχι άμεσα, αφού ως υπερωκεάνιο δεν είναι εύκολα να αλλάξει εν μέσω πελάγους πάραυτα την καθοδική της πορεία). Η απώλεια εσόδων από την παραγωγή και μεριδίου αγοράς θα αντισταθμιστεί από την επέκταση των εμπορικών της δραστηριοτήτων και της δραστηριοποίησής της στο εξωτερικό. Όταν μάλιστα τον Ιούνιο του 2007 θα απελευθερωθεί πλήρως η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε και οι οικιακοί καταναλωτές θα θεωρούνται επιλέγοντες πελάτες και θα επιχειρήσουν να εισβάλουν στο λιανεμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας διάφορες ξενόφερτες εταιρείες, τότε η ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας ενός δεύτερου σοβαρού προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας θα καταστεί απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε. Παράλληλα, η λειτουργία ενός δεύτερου πόλου, πέρα του ότι εξασφαλίζει στοιχειώδεις όρους ανταγωνισμού στην Ελληνική αγορά (και αποδεκτούς από τις Βρυξέλλες), μακροπρόθεσμα εγγυάται την ύπαρξη της ίδιας της ΔΕΗ η οποία σε διαφορετική περίπτωση, και υπό την πίεση της Ε. Επιτροπής, μοιραία θα οδηγηθεί σε διαμελισμό και απαξίωση.

Διαβάστε ακόμα