Των Joshua Chaffin Sheila McNulty, Financial Times, 26 /11/2002 Ήταν δύσκολο να κατανοήσει κανείς, πώς η Enron, μεγαλύτερη εταιρεία εμπορίας ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, περιέπεσε σε κατάσταση πτώχευσης σε χρονικό διάστημα μόλις έξη εβδομάδων στη διάρκεια του φθινοπώρου το 2001. Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, είναι σαφές ότι ήταν η μεταμόρφωση της Enron από μια συντηρητική εταιρεία διαχείρισης αγωγών σε μια οντότητα εμπορίας άϋλων ενεργειακών αγαθών, η οποία έθεσε τις βάσεις για τον μετέπειτα καταποντισμό της. Η εδρεύουσα στο Τέξας εταιρεία μετακινήθηκε σε μια εμπορική δραστηριοποίηση για την οποία ελάχιστη γνώση διέθετε, όπως αυτή της εμπορίας ενέργειας που τελικά της απέφερε τάχιστη και εντυπωσιακή ανάπτυξη, τροφοδοτώντας τις φιλοδοξίες της να κατακτήσει συνολικά την επιχειρηματική κορυφή των Ηνωμένων Πολιτειών, ούσα η κορυφαία εταιρεία ενέργειας. Προκειμένου να πετύχει το στόχο της η Enron χρειάστηκε να επεκταθεί σε χώρες όπως η Ινδία, όπου δεν είχε καμμία εμπειρία, αλλά και μέσα σε υπέρμετρα (φουτουριστικές) σύγχρονες, αν και αναπόδεικτες, τεχνολογίες όπως η ευρεία ζώνη συχνοτήτων. Η εταιρεία αναλώθηκε σε μια εκστρατεία πρόσληψης προσωπικού, εκ παραλλήλου με τη γιγάντωση των λειτουργικών δαπανών της. Μάλιστα, συμβούλευσε τους υπαλλήλους της να ζούν με πολυτελή τρόπο που να συνάδει με τους υψηλούς στόχους της εταιρείας, πράγμα που πέτυχε. Μεσαία διευθυντικά στελέχη ξόδευαν χιλιάδες δολαρίων προκειμένου να έχουν ένα απλό γεύμα εργασίας με την ομάδα των συμβούλων τους.. Η Enron ενστάλλαξε στους εργαζόμενούς της τέτοιο βαθμό εμπιστοσύνης μόνο και μόνο μεταχειριζόμενή τους ως να ήταν από χρυσάφι… Ακολούθησε η Wall Street. Έτσι έγινε τόσο δύσκολο για την Enron να συμμαζέψει τις καλπάζουσες φιλοδοξίες της, όσο έγινε ακόμη δυσκολώτερο να διατηρήσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της σε υψηλό επίπεδο τέτοιο, που η κοινή λογική «έλεγε» πως δεν θα μπορούσε να «εισπράττει» επ’ άπειρον. Ήταν λοιπόν λογικό η διοίκηση της Enron να παράσχει ισχυρά χρηματικά και άλλα κίνητρα στους εργαζόμενούς της, επι τη βάσει της ανταποδοτικότητας. Ένας εργαζόμενος με υψηλή παραγωγικότητα ανταμοιβόταν πλουσιοπάροχα, σε αντίθεση με εκείνον ο οποίος δεν απέδιδε τα δέοντα και περιοριζόταν στα βασικά. Με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνθηκε η διαδικασία του «φουσκώματος» κερδών που η εταιρεία στην πραγματικότητα δεν αντλούσε.. Οι απατηλές εμπορικές δολοσηψίες, οι «δημιουργικές» λογιστικές πρακτικές και η απροθυμία να ελεγχθούν οι καταγγελλόμενες από μέρος του προσωπικού παρατυπίες, άρχισαν να κυριαρχούν. Όποιοσδήποτε μπορούσε να απαντήσει επι της ουσίας γιατί τα κέρδη της Enron συνέχιζαν να μεγαλοποιούνται, όταν οι επι μέρους δραστηριότητες του ομίλου ήταν ζημιογόνες, θεωρείτο γελοίο άτομο και περιθωριοποιείτο. Η Enron δεν θα μπορούσε να συνεχίσει επι μακρόν την κοροϊδία δίχως την υποστήριξη που της παρέσχαν οι φίλοι της από τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών λογιστικού συμβούλου, οι οποίοι έθεσαν στην άκρη τα καθήκοντά τους ως θεματοφύλακες μόνο και μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσουν τον καλοπληρωτή πελάτη τους. Οι περισσότερες από τις εταιρείες αυτές πρόσφεραν καλές υπηρεσίες προς την Εnron όταν ανακοίνωναν «εξαιρετικά» αποτελέσματα των αναλύσεων που εκπονούσαν και των άλλων ερευνών που υποτίθεται διεξήγαγαν στα εσωτερικά οικονομικά του αμερικανικού ομίλου, ακόμα και όταν οι ίδιοι οι αναλυτές τους παραδέχονταν πως δεν κατανοούσαν ακριβώς από πού προέρχονταν τα «κέρδη» της εταιρείας.. Ωστόσο, και σε αντάλλαγμα απολάμβαναν κερδοφόρα συμβόλαια στον κλάδο της επενδυτικής τραπεζικής. Μόνο κατά τη διάρκεια του 2000, η Enron πλήρωσε τουλάχιστον 250 εκατομμύρια δολάρια σε έξη διαφορετικές εταιρείες για την ανάθεση συμβολαίων επενδυτικής τραπεζικής. Την ίδια εποχή, ο οίκος λογιστών Andersen παρέβλεψε τις ολοένα αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με την βούληση της διοίκησης της Enron να τροποποιήσει τα όρια των αποδεκτών λογιστικών πρακτικών απλώς και μόνο προκειμένου να διατηρήσει τον δεύτερο μεγαλύτερο πελάτης της! Κατά τη διάρκεια του 2001, η Andersen κρίθηκε ένοχη για παρακώλυση του έργου της αμερικανικής δικαιοσύνης προκειμένου να προστατεύσει την Enron. Μάλιστα, κατά το πρόσφατο παρελθόν ανάλωσε τις προσπάθειές της ώστε να βρεί εκείνα τα παράθυρα στη νομοθεσία που θα επέτρεπαν στην Enron να παρουσιάσει ως λογικοφανή και νόμιμα τα οικονομικά αποτελέσματά της, αλλά και να αποκρύψει τις εκτός ισολογισμών ζημίες της που είχαν μεταφερθεί σε μυστικές συνεταιριστικές εταιρείες του εξωτερικού. Η Enron χρησιμοποίησε επενδυτικούς οίκους όπως η Credit Suisse First Boston, η JP Morgan Chase και Citigroup, με στόχο να της ετοιμάσουν τέτοιες οικονομικές διευθετήσεις που θα ικανοποιούσαν το “γράμμα του νόμου”, αν όχι το “πνεύμα του”. Η JP Morgan Chase και Citigroup υποστήριξε την προσπάθεια απόκρυψης των χρεών της Enron μέσω της έκδοσης ενεργειακών δανείων σε προσομοιάζουσες συναλλαγές. Από την πλευρά της η Merrill Lynch βοήθησε την Enron να επιτύχει τους στόχους για τα έσοδά της μέσω της εξαγοράς σημαντικών περιουσιακών στοιχείων. Τα προβλήματα για την Enron άρχισαν να διογκώνονται από τον Αύγουστο του 2001 με την παραίτηση του Τζέφρι Σκίλλινγκ, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, ύστερα από θητεία μόλις έξη μηνών. Ο πρόεδρος Κένεθ Λέϊ συμφώνησε να επιστρέψει στο αξίωμα που κατείχε επι 15ετία και υποσχέθηκε ότι θα αύξανε το επίπεδο της διαφάνειας στην λειτουργία της επιχείρησης. Ωστόσο, δεν πέρασαν παρά δύο μήνες και ο Κένεθ Λέϊ αποκάλυψε “διευθέτηση στο πλαίσιο του ισολογισμού” ύψους 1,2 δισεκατομμυρίου δολαρίων μιλώντας ενώπιον της μετοχικής συνέλευσης τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου, εκπλήσσοντας τους αναλυτές, προς τους οποίους δεν παρέσχε καμμία περαιτέρω διευκρίνιση! Η “διευθέτηση” αυτή δεν περιλαμβανόταν στην ανακοίνωση των επίσημων στοιχείων για τα έσοδα… Έτσι και μετά τα παραπάνω γεγονότα, η επιτροπή της αμερικανικής κεφαλαιγοράς ξεκίνησε ανεπίσημη έρευνα που γρήγορα μετατράπηκε σε επίσημη. Για πρώτη φορά τέθηκαν ανοικτά ερωτήματα για τη διαχείριση των οικονομικών του ομίλου με αποτέλεσμα οι επενδυτές να πανικοβληθούν και να σπεύσουν άρον-άρον να ξεφορτωθούν τις μετοχές της Enron. Η αξία της μετοχής του ομίλου, ήδη εμφάνιζε συνεχή πτωτική τάση από το 2000, μετά την αποκάλυψη των δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπιζε η εταιρεία στην δραστηριοποίησή της σε χώρες όπως η Ινδία αλλά και στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η έξαρση της κρίσης εμπιστοσύνης προς τον όμιλο ανάγκασε τη διοίκηση να απολύσει τον Άντριου Φάστοου, επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης οικονομικών της Enron,. Το Δεκέμβριο του 2001, η Enron, ο άλλοτε “γίγαντας” του τομέα εμπορίας ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγινε η μεγαλύτερη επιχείρηση στη χώρα που αναζήτησε την δικαστική προστασία έναντι των πιστωτών της. ’Ηταν το τέλος.

Διαβάστε ακόμα